Πόπη Τεμεκενίδου, Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
Κάποιοι άνθρωποι, αναφέρεται, έκαναν καταγγελία πως ανήλικοι παρακολουθούσαν την ταινία Joker και ήρθε η αστυνομία και τους απομάκρυνε. Όταν γίνεται μια καταγγελία για ανηλίκους, ακολουθείται συγκεκριμένη διαδικασία, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τους νόμους.
Στην ρεαλιστική του διάσταση, ένας πολίτης που βλέπει πως κάτι είναι παρά το νόμο, το αναφέρει και έτσι συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Σε μια όμως πιο ψυχολογική σκοπιά, και μη λαμβάνοντας εσκεμμένα το συστημικό κομμάτι (ιδιότητες καταγγελλουσών, συμμετοχή ή όχι Υπουργείου Πολιτισμού, ιδιωτικοποίηση της ιατρικής περίθαλψης), καθώς η σκέψη οδηγείται αλλού, το ερώτημα είναι τι ακριβώς φοβάται κάποιος, βλέποντας έναν ανήλικο να παρακολουθεί μια ταινία με πολύπλοκες κοινωνικές και ψυχικές διαστάσεις;
Φοβάται πως αν δούνε οι ανήλικοι αυτή την ταινία που είναι «θυμωμένοι», «παρμένοι», «ασυμβίβαστοι» ή ότι άλλο, θα πάρουν ιδέες για να πάνε να σκοτώσουν με αυτό τον τρόπο; Πως θα θέλουν να τιμωρήσουν όλους αυτούς που τους πληγώνουν καθημερινά (την κοινωνία) γιατί δεν τους φροντίζει και γιατί καταπατά τα όνειρα τους; Φοβάται πως επειδή ο θυμός δεν εκτονώνεται προς τους γονείς τους που τους εγκατέλειψαν, τους χρησιμοποίησαν, ή δεν τους φρόντισαν, θα εκτονωθεί στην κοινωνία;
Μα, αυτοί οι φόβοι είναι υπαρκτοί. Και η λύση είναι να τους επεξεργαστούμε και όχι να τους απωθήσουμε, σαν να μην υπάρχουν. Όπως σαν να μην υπάρχει η ψυχική ασθένεια, ή σαν «να αναμένεται να συμπεριφερθείς σαν να μην είσαι ψυχικά ασθενής».
Ένας ανήλικος που θα δει την ταινία του Joker και θα πάει να σκοτώσει, δεν θα φταίει η ταινία για αυτό. Όπως κανένας ανήλικος στην Αμερική δεν παίζει ηλεκτρονικό παιχνίδι με βίαιες σκηνές για μία μόνο φορά και παίρνει το όπλο και σκοτώνει τους συμμαθητές του. Ή κανένα παιδί στην Ελλάδα δεν θα αυτοκτονήσει γιατί παρακινήθηκε από κάτι που είδε ή άκουσε.
Θα φταίνε όλοι οι άλλοι αλλά όχι η ταινία. Θα φταίει ο γονιός που δεν μπόρεσε να δει πως το παιδί του έχει μια βαριά ψυχοπαθολογία και δεν απευθύνθηκε σε δομή ψυχικής υγείας για να λάβει ενημέρωση, καθοδήγηση και βοήθεια. Θα φταίει το σχολείο που ο δάσκαλος φοβήθηκε να μιλήσει γιατί ο γονιός θα του επιτίθονταν, ή γιατί ήταν βυθισμένος στα δικά του προβλήματα. Θα φταίει το σύστημα υγείας που δεν είναι προσιτό και ανοιχτό προς όλους. Θα φταίει ο ειδικός που ήθελε να δώσει φάρμακα στο παιδί και όχι να δει τι σημαίνουν αυτά τα συμπτώματα για εκείνο. Θα φταίνε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά. Δεν θα φταίει όμως η ταινία και δεν θα φταίει το παιδί. Θα φταίμε εμείς.
Σε πολλές περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης ή/και ψυχικής ασθένειας, τα στόματα είναι κλειστά και κανείς δεν είδε και άκουσε, μέχρι να γίνει το μοιραίο και μετά σιγά σιγά όλοι σαν να έβλεπαν κάτι. Σε άλλες περιπτώσεις, η παρότρυνση των γονέων είναι «μην κάνεις παρέα με αυτό το παιδάκι, γιατί κάτι έχει, δεν είναι φυσιολογικό», «μας χαλάει την τάξη και τα παιδιά μας δεν μπορούν να κάνουν μάθημα», «η μητέρα είναι αδιάφορη, άκουσα ότι παίρνει και φάρμακα, κατάθλιψη έχει».. και πολλά ακόμα.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές, είναι προτιμότερο να προβαίνουμε σε καταγγελία, και να αναλαμβάνει την ευθύνη το κράτος, ο νόμος. Με αυτό τον τρόπο απομακρυνόμαστε από μια εσωτερική ανησυχία και δημιουργείται μια ψευδαίσθηση πως είναι μακριά από εμάς. Είναι ευκολότερο να στρεφόμαστε προς τα έξω και όχι τα μέσα. Είναι δυσκολότερο να νικήσουμε τον δικό μας φόβο της έκθεσης και να αναλάβουμε την ατομική μας ευθύνη να συνυπάρξουμε με ανθρώπους που έχουν ψυχικές ασθένειες και να μιλήσουμε στα παιδιά για αυτές.