του Νικ ήτα Φεσσά
Στροφή 180 μοιρών της DC/Warner Bros., από την ‘πατάτα’ του Justice League, στον ανηλεή κοινωνικό ρεαλισμό.
Δανειζόμενος από τον Σκορσέζε, και συγκεκριμένα από τον Ταξιτζή και τον Βασιλιά της Κωμωδίας (με τον Ντε Νίρο εδώ ουσιαστικά να παίζει τον ρόλο που υποδύθηκε ο Τζέρι Λιούις στην ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησαν, παραπέμποντας παράλληλα σε Τζόνι Κάρσον), βασιζόμενος εν μέρει στο graphic novel- σταθμό The Killing Joke, του Άλαν Μουρ, αλλά και αντλώντας από ταινίες όπως το Network (1976), ο Τοντ Φίλιπς του Hangover φτιάχνει τη δική του ιστορία προέλευσης του πιο διάσημου εχθρού του Ανθρώπου-Νυχτερίδα.
Η εικόνα και η ατμόσφαιρα του Joker είναι εξαρχής υπερβολικά σοβαρές, κλειστοφοβικές, και καταθλιπτικές, με ένα vibe που βρίσκεις μόνο σε indie ταινίες.
Το Γκόθαμ εδώ είναι ουσιαστικά η βρόμικη και επικίνδυνη Νέα Υόρκη των αρχών του ’80.
Ο Τζόκερ, ή καλύτερα το πολύ λιγότερο γνωστό alter ego του που εδώ ακούει στο όνομα Άρθουρ Φλεκ, είναι ένας ταλαιπωρημένος, δυστυχισμένος άνθρωπος, που ζει με την κατάκοιτη μητέρα του, ένας θλιμμένος παλιάτσος και απόκληρος της ζωής με τον οποίο, για μεγάλο μέρος της ταινίας, ταυτίζεσαι (κάτι που δεν θα μπορούσα να πω τόσο εύκολα, π.χ., για τον Τζόκερ του Τζάρεντ Λέτο, στο Suicide Squad).
Καθημερινά υφίσταται ένα σωρό βίαιους τραμπουκισμούς, μέχρι που αναπόφευκτα, ‘μια κακή μέρα’, θα περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή.
Ο Φίλιπς, ο συν-συγγραφέας του, Σκοτ Σίλβερ, και φυσικά ο Χοακίν Φίνιξ στον ομώνυμο ρόλο, φιλοτεχνούν ένα αξέχαστο πορτραίτο ψυχικής νόσου, απελπισίας, και αποξένωσης.
Κάποιες από τις εικόνες, με τα χρώματά τους, τα καδραρίσματα, και την κινησιολογία του πρωταγωνιστή (ο οποίος έχασε πολλά κιλά για τον ρόλο, με αποτέλεσμα να στρίβει το σώμα του σε επώδυνα αδύνατες γωνίες, σαν μοντέλο του Egon Schiele), είναι σαν πίνακες ζωγραφικής.
Η έγχορδη μουσική, σταθερά βαριά και καταθλιπτική.
Ενδιάμεσα, ο σκηνοθέτης και (συν-)σεναριογράφος καταφέρνει α) να κάνει πράγματα που μόνο σε ιστορίες ‘Elseworlds’ (εναλλακτικές πραγματικότητες που δεν επηρεάζουν τον ‘κανόνα’) είχαμε δει, ή μάλλον διαβάσει, ενώ β) είναι όσο τολμηρός του επιτρέπεται να είναι στα πλαίσια του κινηματογράφου των μεγάλων στούντιο και των blockbuster.
Χωρίς να πρόκειται για αριστούργημα, το γενικό αποτέλεσμα είναι αξιοθαύμαστο, και ταυτόχρονα υπερβολικά σοβαρό και ασφυκτικά καταθλιπτικό, κάπως άνισο, ιδεολογικά μπερδεμένο, και εν τέλει σχετικά επιφανειακό στο πώς πραγματεύεται το θέμα του (ο ίδιος ο Μουρ δεν είχε σε τρομερή εκτίμηση το πόνημα στο οποίο βασίστηκε εν μέρει η ταινία του Φίλιπς).
Όπως μερικοί από τους αχρείαστα επεξηγηματικούς διαλόγους, το Joker είναι σαν να προσπαθεί πάρα πολύ. Επίσης, είναι πολύ ‘στα μούτρα σου’ (αγγλιστί ‘in your face’), από κάθε άποψη. Περισσότερη ασάφεια και αβεβαιότητα θα έκανε καλό στην ταινία, και στον χαρακτήρα (που ήταν ανέκαθεν ασαφής).
Ωστόσο, παράλληλα, δεν μπορεί να πει κανείς ότι σε κάποια στιγμή ο Φίλιπς ή ο Σίλβερ καταφεύγουν, σε αντίθεση με τον Τζόκερ του παρελθόντος, σε φτηνά τρικ.
Και βέβαια ο Φίνιξ τα δίνει όλα, αν και η περφόρμανς του στο The Master παραμένει αξεπέραστη ακριβώς σε λεπτότητα, και άδικα δεν είχε κερδίσει τότε το Όσκαρ.
Του αξίζουν ωστόσο κι εδώ συγχαρητήρια και μόνο για το γεγονός ότι, παρά το προφανές βάρος της σύγκρισης με τους Νίκολσον και Λέτζερ, κατάφερε να αποδώσει με έναν καινούργιο, μοναδικό τρόπο έναν τόσο διάσημο χαρακτήρα, και να βάλει τη δική του σφραγίδα.
Θα γελάσει τελευταίος.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία