Σινεμά

Jurassic World: Fallen Kingdom [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

June 24, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Η πλοκή: στο νησί του Ειρηνικού όπου βρίσκεται το γνωστό μας «Ιουρασικό πάρκο» μία έκρηξη ηφαιστείου απειλεί τους δεινόσαυρους με αφανισμό. Κοινή γνώμη, πολίτες, πολιτική ηγεσία και επιστήμονες διαφωνούν για το εάν και κατά πόσον θα πρέπει να παρέμβουν, αυτή τη φορά για να σώσουν το ανθρώπινο δημιούργημα από τη μανία της Φύσης στην οποία είχαν (ξανα)παρέμβει κάποια χρόνια πριν.

Για την ακρίβεια 25 χρόνια πριν. Τότε ήταν που ο Steven Spielberg μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το κλασικό πλέον μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Michael Crichton, προκαλώντας ένα ανεπανάληπτο συναίσθημα και δέος στους θεατές με τις φωτορεαλιστικές μεγάλες σαύρες του. Ήταν ένα ορόσημο στην Ιστορία των μπλοκμπάστερ και του λεγόμενου κινηματογράφου των ατραξιόν. Ακολούθησαν δύο άνευρα σίκουελ πριν πάρει τα ηνία ο Colin Trevorrow το 2015 με το Jurassic World (εμπορική υπερεπιτυχία/κριτική αποτυχία).

To Jurassic World: Fallen Kingdom αποτελεί σίγουρα βελτίωση και ανανέωση της συνταγής του 2015. Ο σκηνοθέτης του The Οrphanage, J. A. Bayona, προσθέτει πινελιές γοτθικού τρόμου, ενώ δείχνει την τεχνική του κατάρτιση και αρτιότητα σε μερικές εντυπωσιακές σκηνές όπως αυτή της έκρηξης του ηφαιστείου που καταλήγει σε κλειστοφοβικό υποβρύχιο πλάνο μεγάλης διάρκειας μέσα σε κάψουλα (το γνωστό ‘gyrosphere’ της προηγούμενης ταινίας που αντικατέστησε τα τζιπ τύπου σαφάρι της πρώτης), με το σασπένς να κόβει την ανάσα, και παραπέμποντας στο άλλο φιλμ ‘καταστροφής’ για το οποίο έχει γίνει γνωστός, το The Impossible (με θέμα το φονικό τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό). Ο Bayona έχει επίσης την ευκαιρία να ‘παίξει’ με τα προϊστορικά του πλάσματα (πιο ρεαλιστικά από ό,τι στην προηγούμενη ταινία) σε καινούργια περιβάλλοντα, κλειστά (οι αιχμάλωτοι δεινόσαυροι –συμπεριλαμβανομένου και ενός νέου τρομακτικού υβριδίου– βγαίνουν σε δημοπρασία, παραπέμποντας στην αρχετυπική ‘ταινία με τέρατα’, το King Kong) και ανοιχτά.

Το σενάριο των Colin Trevorrow και Derek Connolly επιχειρεί να εγείρει οικολογικούς προβληματισμούς (είδη υπό εξαφάνιση) και ανησυχίες σε σχέση με τα δικαιώματα των ζώων (εδώ: των δεινόσαυρων), τους ζωολογικούς κήπους, τη γενετική μηχανική, την κλωνοποίηση, τον καπιταλισμό και τον αμοραλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, και τις ηθικές τους προεκτάσεις. Φυσικά είναι δύσκολο να ασχοληθεί σοβαρά και σε βάθος με όλα αυτά στα πλαίσια ενός καλοκαιρινού μπλοκμπάστερ.

Οι μίνι φόροι τιμής (βλέπε το πρελούδιο, τις νύξεις στο original μουσικό θέμα του John Williams, την εικονογραφία, το μοντάζ, κλπ) στην πρώτη ταινία του Spielberg (που εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού) είναι καλοδεχούμενες. Ωστόσο στην μετά-Τραμπ εποχή το machismo (έστω και αμβλυμένο συγκριτικά με την προηγούμενη ταινία) του συμπεριφοριστή γητευτή των δεινοσαύρων/‘κλώνου’ του Indiana Jones (στον ρόλο ο Chris Pratt), και η τοκενιστική παρουσία της πρώην υπεύθυνης του προϊστορικού πάρκου και νυν ακτιβίστριας για τα δικαιώματα των δεινοσαύρων (Bryce Dallas Howard) ‘χτυπάνε’ άσχημα.

Την αίσθηση του ξεπερασμένου επιτείνει η μη επαρκής αξιοποίηση του σπιρτόζικου ζευγαριού δευτερευόντων χαρακτήρων (ένα ‘tech geek’ με τσιριχτή φωνή και μια ‘παλαιοκτηνίατρος’) που είναι σαν να σχεδιάστηκαν για να στοχεύσουν νεανικά κοινά αλλά παράλληλα είναι ξεκάθαρα πιο ενδιαφέροντες από τους δύο πρωταγωνιστές, των οποίων η βασική και διεκπεραιωτική χρήση είναι εν τέλει να λειτουργήσουν ως παρένθετοι γονείς –για τον Blue, τον δεινόσαυρο που είχε μεγαλώσει ο χαρακτήρας του Owen στην πρώτη ταινία και που εδώ καλούνται να σώσουν, και στη συνέχεια για τη μικρή Maisie, την εγγονή του γηραιού συνιδρυτή του πάρκου. Δυστυχώς είναι ‘εγκληματική’ και η υπο-χρήση της εξαιρετικής Isabella Sermon (είναι υπεύθυνη για τις πιο ‘ζεστές’ στιγμές της ταινίας) που υποδύεται την τελευταία, ενώ τη σχέση και τους παραλληλισμούς μεταξύ παιδιού και τέρατος αγγίζει και πάλι εδώ ο Bayona όπως έκανε –πολύ εκτενέστερα– και στο Α Monster Calls.

Τέλος, κάποια από cameos ηθοποιών από την πρώτη ταινία μοιάζουν βεβιασμένα και όχι οργανικά, σαν να έγιναν απλά για να γίνουν, ή για να λειτουργήσουν ως ‘κράχτες’.

Όλα τα παραπάνω μειώνουν την αξία του τελικού αποτελέσματος. Ωστόσο ο σκηνοθέτης μάς προσφέρει μερικά δωράκια, όπως τη χαρά του να απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη να καταβροχθίζονται (η βία παραμένει σε επίπεδα  PG-13) μισητοί αρχιμισθοφόροι (Ted Levine) και μοχθηροί καπιταλιστές (Toby Jones, Rafe Spall) από τα ζώα που αιχμαλώτισαν και σκόπευαν να πουλήσουν για προϊστορικό trophy hunting, για πειράματα, και για πόλεμο.

Επίσης, μερικές σκηνές όπως αυτή που παραπέμπει στον ορίτζιναλ αφανισμό των δεινοσαύρων (από αστεροειδή –σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες–, όπως πιθανολογεί η Επιστήμη) –του οποίου εδώ ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας, είναι σαν να γίνεται μάρτυρας ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο– αποκτούν μια σχεδόν υπαρξιακή/φιλοσοφική χροιά,  έστω και ως simulacrum (όπως άλλωστε είναι οι ντίσνεϋλαντ όλων των ειδών). Θα μπορούν άραγε οι πλούσιοι στο μέλλον να σκοτώσουν και να ξανασκοτώσουν ad infinitum εξαφανισμένα είδη που η Επιστήμη θα έχει ‘αναστήσει’; Εκτός αν η ρομποτική και οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη τα προλάβουν όλα αυτά και έχουμε προϊστορικό Westworld (παρεμπιπτόντως την ορίτζιναλ ταινία Westworld είχε γράψει και σκηνοθετήσει ο… Michael Crichton). Πιθανότατα θα εξαρτηθεί από το ποια από τις δύο εκδοχές θα αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος.

Η ταινία κλείνει με ένα εντυπωσιακό μοντάζ που μας προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει στο τρίτο μέρος της νέας τριλογίας.

Βαθμολογία 3,5/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία