Ο κύριος Κ, λίγες μέρες αφότου βρέθηκε στο χωριό, αποφάσισε να πάει στη μοναδική ταβέρνα που υπήρχε. Ήταν Κυριακή και δυσκολεύτηκε να βρει τραπέζι. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν υπερήλικες και μασουλούσαν τόσο αργά που ο κύριος Κ πίστεψε ότι δεν θα τελείωναν πριν τη Συντέλεια.
Λίγο πριν γυρίσει για να φύγει, νηστικός, τον πλησίασε ο σερβιτόρος. Αφού ρώτησε δυο φορές το όνομα του, σαν να μην άκουγε καλά, ζήτησε και ταυτότητα. Έγραψε τον αριθμό της στο μπλοκάκι του και τον οδήγησε σ’ ένα μικρό τραπέζι, ακριβώς μπροστά στην τουαλέτα.
Ο κύριος Κ το θεώρησε άσκοπο να διαμαρτυρηθεί για τη θέση. Άλλωστε πεινούσε πολύ για να καθυστερεί με διαμαρτυρίες. Ο σερβιτόρος τον ρώτησε τι ήθελε να φάει, και ο κύριος Κ ζήτησε το μενού. Αυτό δεν φάνηκε ν’ αρέσει στον σερβιτόρο. Έψαξε στην τσέπη της ποδιάς του κι έβγαλε ένα χαρτί, ένα απλό λευκό χαρτί, που μόνο με κατάλογο δεν έμοιαζε. Το πέταξε περισσότερο, παρά το άφησε πάνω στο τραπέζι.
Στην πρώτη σελίδα έγραφε “Κυρίως Πιάτα” και είχε μόνο δύο επιλογές. Χοιρινό με ρίγανη και χοιρινό με σκόρδο. Στην δεύτερη σελίδα έγραφε “Συνοδευτικά” και είχε γραμμένα με μικρά γράμματα λίγα ακόμα πιάτα. Η τρίτη σελίδα ήταν λευκή.
– Δεν έχετε κάτι άλλο; Εκτός από χοιρινό;
– Γιατί; Δεν σας αρέσει το χοιρινό μας;
– Δεν ξέρω, δεν το έχω δοκιμάσει. Αλλά θα προτιμούσα κάτι λαδερό.
– Το χοιρινό έχει και λάδι.
– Κάτι χωρίς κρέας.
Ο σερβιτόρος δεν απάντησε. Κοίταξε έναν άλλο πελάτη, που του έκανε νόημα για να πάει.
– Λοιπόν… Θέλετε χοιρινό με ρίγανη ή με σκόρδο;
Ο κύριος Κ κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να επιμείνει στο λαδερό. Έτσι ζήτησε χοιρινό με ρίγανη, αφού του φάνηκε πιο ελαφρύ για το στομάχι.
– Και για συνοδευτικό… ξεκίνησε να λέει.
– Όχι!
Ο σερβιτόρος τον έκοψε. Και του εξήγησε ότι μπορούσε να διαλέξει μόνο ένα πιάτο. Έπειτα έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Όσο ο κύριος Κ περίμενε, και σίγουρα δεν ήταν λίγη ώρα, είδε τις ειδήσεις που έπαιζαν στις τηλεοράσεις της ταβέρνας. Έπειτα το πρώτο ημίχρονο από κάποιον ανιαρό ποδοσφαρικό αγώνα. Και μέτρησε πόση ώρα χρειαζόταν ένας ενενηντάχρονος για να πάει ως την τουαλέτα.
Κάποια στιγμή της Κυριακής ο σερβιτόρος του έφερε το πιάτο του. Και μόνο από την όψη του κατάλαβε ότι δεν θα του άρεσε. Το “χοιρινό” έμοιαζε πιο πολύ με κουράδα, πασπαλισμένη με ρίγανη. Επειδή πεινούσε δοκίμασε και πράγματι είχε γεύση κουράδας -με ρίγανη.
Έκανε το πιάτο του στην άκρη και έψαξε για τον σερβιτόρο. Δεν τον είδε πουθενά. Σηκώθηκε αγανακτισμένος, μουρμουρίζοντας ότι σίγουρα δεν θα πλήρωνε για εκείνα τα σκατά που του σέρβιραν. Και έφυγε.
~~
Κάποια μέρα μέσα στη βδομάδα χτύπησε το κουδούνι ο ταχυδρόμος και του παρέδωσε έναν φάκελο. Μέσα είχε τον λογαριασμό απ’ την ταβέρνα. Ήταν σχεδόν ένα μηνιάτικο.
Ο κύριος Κ πήγε τρέχοντας στην ταβέρνα, αλλά τη βρήκε κλειστή. Το ίδιο και την επομένη. Ενώ χτυπούσε για να του ανοίξουν, ένας περαστικός του είπε να μην κουράζεται άδικα, αφού ανοίγουν μόνο τις Κυριακές.
Ο κύριος Κ αποφάσισε ότι θα έπαιρνε την εκδίκηση του την Κυριακή, κι άρχισε να κάνει πρόβα τα λόγια που θα έλεγε.
~~
Την Κυριακή βρέθηκε εκεί, μα πριν προλάβει να πει κάτι στο σερβιτόρο εκείνος του ζήτησε συγνώμη. Του είπε ότι είχε γίνει ένα λάθος. Φυσικά και δεν χρειαζόταν να πληρώσει κάτι, για το χοιρινό με ρίγανη, και μάλιστα μπορούσε να πάρει κάτι άλλο, με έκπτωση 50%
– Τι άλλο έχετε; ρώτησε ο κύριος Κ, ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
– Χοιρινό με σκόρδο, απάντησε ο σερβιτόρος.
– Ας το δοκιμάσω κι αυτό, είπε ο κύριος Κ, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο.
Το πιάτο που του έφερε δεν διέφερε σε τίποτα από το προηγούμενο, μόνο που είχε σκόρδο αντί για ρίγανη. Κατά τα άλλα ήταν τα ίδια σκατά. Ο κύριος Κ προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο σερβιτόρος ήταν πάλι άφαντος. Ρώτησε τους υπόλοιπους πελάτες μήπως τον είχαν δει.
– Παραγγείλατε; του είπε ένας γέρος.
– Παρήγγειλα, αλλά…
– Αφού παραγγείλατε δεν θα τον ξαναδείτε. Την επόμενη Κυριακή πάλι.
Ο κύριος Κ έφυγε μαινόμενος, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Η οργή του δεκαπλασιάστηκε δύο μέρες μετά, όταν ο ταχυδρόμος του έφερε έναν καινούριο φάκελο. Μέσα είχε το διπλό λογαριασμό και κάτι. Δυο μηνιάτικα, για δυο πιάτα, και τις προσαυξήσεις, επειδή καθυστέρησε να πληρώσει τον πρώτο λογαριασμό.
Η ιστορία επαναλήφθηκε. Πήγε στην ταβέρνα, τη βρήκε κλειστή. Έπειτα πήγε στον χωροφύλακα. Εκείνος, σαν είδε την επιστολή με τα χρωστούμενα, του είπε ότι αν δεν πλήρωνε μέχρι το τέλος της επόμενης βδομάδας θα του γινόταν κατάσχεση.
Ο κύριος Κ, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε τρόπος να γλιτώσει απ’ το χρέος, κι έδωσε λίγα χρήματα που είχε στην άκρη για να πληρώσει την προκαταβολή του διακανονισμού.
~~
Την επόμενη Κυριακή ξαναπήγε στην ταβέρνα. Ο σερβιτόρος τον πήγε στο τραπέζι του, εκείνο που έβλεπε την τουαλέτα.
– Τι θα πάρετε σήμερα;
– Θα ήθελα κάτι διαφορετικό, είπε ο κύριος Κ.
– Τι εννοείτε;
– Δεν θέλω χοιρινό.
– Αυτό δεν γίνεται.
– Γιατί δεν γίνεται; Είδα ότι έχετε στα συνοδευτικά και ψάρι. Σαρδέλες με ντομάτα.
– Αυτό δεν το τρώει κανείς.
– Εγώ θα το φάω.
– Είστε σίγουρος;
– Ναι, είμαι! είπε ο κύριος Κ και πολλοί πελάτες σήκωσαν το κεφάλι τους απ’ το πιάτο τους κι απ’ την τηλεόραση για να τον κοιτάξουν.
Ο κύριος Κ αισθανόταν περήφανος. Είχε ταράξει τα νερά.
Λίγο μετά ήρθε ο σερβιτόρος και του άφησε το πιάτο του. Όμως αυτό δεν διέφερε σε τίποτα απ’ τα προηγούμενα, στην όψη τουλάχιστον. Ήταν σκατά με ντομάτα.
Πριν προλάβει να φύγει ο σερβιτόρος τον άρπαξε απ’ το χέρι.
– Εγώ ζήτησα ψάρι, του είπε ο κύριος Κ.
– Ψάρι σας έφερα.
– Αυτό είναι σκατά.
– Μα δεν δοκιμάσατε.
– Δεν χρειάζεται να δοκιμάσω. Μοιάζει με σκατά, μυρίζει σαν σκατά, είναι σκατά.
– Με ντομάτα.
Ο κύριος Κ κοίταξε στα μάτια τον σερβιτόρο.
– Θα ήθελα να μιλήσω με τον μάγειρα, του είπε.
– Αυτό δεν είναι δυνατόν.
– Γιατί;
– Γιατί δεν υπάρχει μάγειρας.
– Και ποιος φτιάχνει το φαγητό;
– Κανείς. Μας το στέλνουν έτοιμο. Απέξω.
– Πού έξω;
– Δεν ξέρω. Απέξω.
– Να μιλήσω με τον διευθυντή τότε, τον μαίτρ, κάποιον.
– Δεν υπάρχει κανείς. Όλα αποφασίζονται έξω. Μόνο εγώ είμαι εδώ, που πρέπει να τα σερβίρω.
Στις τηλεοράσεις ειδήσεις κι ο παρουσιαστής μιλούσε διακεκομμένα. Ένας γέρος κατουρούσε διακεκομμένα, με ανοιχτή την πόρτα της τουαλέτας.
– Θα πάω αλλού να τρώω, είπε ο κύριος Κ.
– Δικαίωμα σας.
– Στο διπλανό χωριό θα πάω.
– Κι εκεί τα ίδια σκατά σερβίρουν. Σε άλλη γλώσσα.
– Σας ζήτησα ψάρι και μου φέρατε πάλι σκατά.
– Εγώ μόνο σερβίρω, υπάλληλος είμαι.
– Θέλω να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη.
Ο σερβιτόρος χαμογέλασε.
– Με ακούσατε; Θέλω να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη, του ξανάπε ο κύριος Κ.
– Αυτό δεν είναι δύσκολο, του είπε ο σερβιτόρος.
– Ωραία. Πείτε ‘του να έρθει. Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της αηδίας που θέλετε να αποκαλείτε ταβέρνα;
– Εσείς είστε.
– Ορίστε;
Ο σερβιτόρος έδειξε με το κεφάλι τον κύριο Κ και όλους τους άλλους πελάτες.
– Εσείς είστε οι ιδιοκτήτες, του είπε ξανά.
Ο κύριος Κ χαλάρωσε τη λαβή του. Ο σερβιτόρος πήρε το χέρι του, έτριψε τον καρπό, και μετά έπλεξε τα δάκτυλα του.
– Θα θέλατε κάτι ακόμα, κύριε;
– Υπάρχει επιδόρπιο;
Ο σερβιτόρος γέλασε.
– Μάλιστα, κύριε, σκατά με μέλι.
– Είναι ντόπιο;
– Όχι, κύριε.
– Καλά. Φέρτε μου μια μερίδα.
– Μάλιστα, κύριε. Καλωσήρθατε, κύριε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια πιο σύντομη εκδοχή αυτής της ιστορίας δημοσιεύτηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στο Δρόμο της Αριστεράς, την Παρασκευή 28.10.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.