Από τον Δημήτρη Καφετζή
Στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης,
στους πολύχρωμους και γκρίζους τοίχους της
στα γραφεία συνεδριάσεων,
στα συνοικιακά γηπεδάκια,
στις φασαριόζικες λεωφόρους
και σε τούτο τον ουρανό που ακόμα επιμένει
προσμένω για τις στιγμές.
Αναζητώντας μέσα τους το άγγιγμα,
όταν ερωτήσεις με πνίγουν,
όταν τα μάτια μου θολώνουν
πίσω απο οθόνες μιας κοινωνίας που υπομένει
τις ώρες εκείνες των κατακλυσμών.
Σε σκληρά πεζοδρόμια αναζητώ το μαλακό χώμα
μετά τη βροχή που ξεπλένει τα φύλλα των δένδρων,
όπως λίγες μπύρες παρέα με δυο μάτια καθαρά
ξεπλένουν το βλέμμα μου απ’ την κούραση της μέρας.
Και πάλι πίσω στην αρχή, κάθε 7 και 5,
μιας επανάληψης που ποτέ δεν τελειώνει,
στο ψάξιμο, στη γύρα
τρέχοντας βιαστικά πάνω σε ανάγκες
με μετέωρα βήματα, πάντα με μετέωρα βήματα
βαδίζοντας προς μια ταράτσα
κάτω από ένα νυχτερινό ουρανό
αναπνέοντας τα φώτα της πόλης καθώς χάνονται
αναζητώντας απαντήσεις.
Σε τασάκια που κάποιος έκαψε τα τελευταία του δεκάρικα,
στον άνεμο που κέρασε τα “θέλω” του
ρίχνοντάς τα ηδονικά στο κενό
στέκομαι.
Σε όλα εκείνα τα “γιατί” για τα λάθη μιας μάνας,
στα λόγια ενός πατέρα που κοιτάζει το γιό του με λύπη
και στις απορίες των δασκάλων για τα παιδιά του τελευταίου θρανίου
στέκομαι.
Στους τρελούς της κοινωνίας των αριθμών
και στα πρεζάκια της εξουσίας
ενός μικρόκοσμου που καίγεται
στέκομαι.
Και ανάμεσα σ’ όλα μια ελπίδα σταθερή που ασθμαίνοντας ζει
και επίμένει
και υπομένει
και φλέγεται
και σπάει
και ενώνεται
και ανασαίνει
και ζει,
γιατί έτσι είναι οι ελπίδες.
Γιατί έτσι ζουν στις παλάμες μας οι στιγμές,
που ξεγλιστρούν απ’ τα χέρια μας και χάνονται,
σαν ορίζοντες που σβήνουν αργά,
σαν τα φύλλα των δένδρων
-εύθραυστες-
καθώς αφήνονται στο θρόισμα του ανέμου,
σαν τα “πρωινά άστρα” τόσο πολύτιμες είναι οι στιγμές.
Και οι ελπίδες η καύσιμη ύλη τους.
Δημήτρης Καφετζής