Τον Κιουσάι τον γνώρισα μέσω μιας φωτογραφίας στο Διαδίκτυο και ενός μηνύματος της ψυχολόγου Κατερίνας Καβαλίδου. Τον γνώρισα μέσα από την οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή να φωτογραφίζεται με ένα τεράστιο χαμόγελο στον προσφυγικό καταυλισμό του Ελαιώνα, στέλνοντας ένα αίτημα συμπαράστασης και αλληλεγγύης σε όλους μας.
Του Πέτρου Κατσάκου
Το βράδυ της Πέμπτης, όταν άνοιξε η βαριά μεταλλική πόρτα του Κέντρου Φιλοξενίας, τον είδα να με περιμένει δίπλα στον πιστό του φίλο Αχμέντ με το ίδιο κι απαράλλαχτο χαμόγελο στα χείλη. Ασυναίσθητα του άπλωσα το χέρι πριν προλάβω να σκεφτώ πως η πάθηση την οποία κουβαλά από τη μέρα που γεννήθηκε μπορεί να μετατρέψει ακόμα και μια φιλική χειραψία σε ένα επώδυνο κάταγμα στα τόσο εύθραυστα κόκαλά του. Κάθισα δίπλα του κι απλά του ζήτησα να μου περιγράψει ένα ταξίδι που ξεκίνησε το 2013 από τη Δαμασκό…
«Το σπίτι μου σχεδόν κατεστραμμένο από σφαίρες και βόμβες, οι περισσότεροι φίλοι μου νεκροί κι εγώ ανεπιθύμητος από όλους» ξεκινά η διήγηση του Κιουσάι, του 28χρονου πρόσφυγα που, καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, πληκτρολογούσε ασταμάτητα παρεμβαίνοντας στα social media ενάντια στο καθεστώς Άσαντ και στους ακραίους ισλαμιστές του ISIS. «Το ότι δήλωνα άθεος και αντικαθεστωτικός με έκανε στόχο και απειλές από όλες τις πλευρές διαδέχονταν η μία την άλλη για το ποιος θα με πρωτοσκοτώσει» είναι τα λόγια τού Κιουσάι, που δικαιολογούν την απόφασή του να ενωθεί μια μέρα με μια ομάδα προσφύγων αναζητώντας καταφύγιο στον γειτονικό Λίβανο. Μετά τη Βηρυτό, επόμενες στάσεις ήταν η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη και από εκεί μια παραλία δίχως όνομα, κάπου απέναντι από τη Σάμο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Τουρκία, ο Κιουσάι γνώρισε τον Αχμέντ, έναν νεαρό πρόσφυγα από τη Δαμασκό που ανέλαβε να σπρώχνει ακούραστα το αμαξίδιο. «Είχαμε και οι δύο από 1.000 δολάρια στην τσέπη για το εισιτήριό μας για να περάσουμε στην Ελλάδα και μια νύχτα τα δώσαμε στον Τούρκο που θα μας περνούσε στο απέναντι νησί» θυμάται ο Κουσάι και περιγράφει το πώς το αμαξίδιό του κατέληξε στη θάλασσα κι αυτός στα χέρια του Αχμέντ. «Όταν μας έβαλαν στη βάρκα, μου είπαν πως η ‘καρέκλα’ μου έπιανε πολύ χώρο κι αν την ήθελα μαζί μου, θα έπρεπε να δώσω άλλα 1.000 δολάρια» λέει ο Κιουσάι για τον διακινητή που τον στρίμωξε ανάμεσα σε 50 ακόμη πρόσφυγες σε ένα φουσκωτό. «Την ώρα της επιβίβασης μια γυναίκα έπεσε επάνω μου, με αποτέλεσμα να μου σπάσει το δεξί χέρι» λέει ο Κιουσάι, που στα 28 χρόνια της ζωής του μετράει περισσότερα από 300 κατάγματα λόγω της «ατελούς οστεογέννεσης» από την οποία πάσχει.
Ήταν 28 Οκτωβρίου όταν η βάρκα των προσφύγων πέρασε το Αιγαίο. Είναι τη νύχτα που η θάλασσα γεμίζει πτώματα προσφύγων από το πολύνεκρο ναυάγιο στην Εφταλού. Ο Κιουσάι και οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες του ήταν τυχεροί. Το κύμα τους έβγαλε σε μια βραχονησίδα δίπλα στο Αγαθονήσι, από όπου τους περισυνέλεξε το Λιμενικό. «Μια γυναίκα που με είδε εκείνο το βράδυ στο ελληνικό νησί μας πήρε με τον Αχμέντ στο σπίτι της, μας έδωσε φαγητό, στεγνά ρούχα και από 100 ευρώ στον καθένα για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Σ’ αυτή χρωστάω το ότι σήμερα βρίσκομαι εδώ» συνεχίζεται η διήγηση, με επόμενους σταθμούς τη Σάμο και τον Πειραιά και πάντα στα χέρια του ακούραστου Αχμέντ.
«Στο μεγάλο λιμάνι μας παρέλαβε μια Βρετανίδα εθελόντρια και μας μετέφερε σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας» συνεχίζει ο Κιουσάι περιγράφοντας την εισαγωγή του στον Ευαγγελισμό, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν συνολικά ακόμη τέσσερα κατάγματα στο ταλαιπωρημένο του κορμί και, αφού του πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες, τον μετέφεραν στον καταυλισμό του Ελαιώνα όπου συμπληρώνει τρεις εβδομάδες παραμονής.
“Θέλω να σπουδάσω”
Ο Κιουσάι λόγω της πάθησής του δεν πήγε ποτέ σχολείο. Η εκπαίδευση που πήρε ήταν από έναν δάσκαλο στο σπίτι. Εκεί που μόνος του έμαθε αγγλικά με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Θέλω να σπουδάσω» λέει και περιγράφει τα όνειρά του για μια νέα ζωή στην Ολλανδία. «Εκεί ζουν οι μοναδικοί συγγενείς που έχω και εκεί υπάρχει και μια εξειδικευμένη κλινική για την περίπτωσή μου» συμπληρώνει ο Κιουσάι, που περιμένει με αγωνία το πότε η Ολλανδία θα μπει στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων. «Χθες το πρωί με επισκέφθηκε ένας υπάλληλος της ολλανδικής πρεσβείας στην Αθήνα που ενημερώθηκε για την περίπτωσή μου από τα δημοσιεύματα» μας ανακοινώνει γεμάτος ελπίδες ο Κιουσάι, μεταφέροντάς μας την υπόσχεση του επισκέπτη του «πως εγώ και ο Αχμέντ θα είμαστε οι πρώτοι πρόσφυγες που θα μπουν στο αεροπλάνο για Ολλανδία όταν λυθούν τα γραφειοκρατικά ζητήματα που υπάρχουν σήμερα».
Το πρόσωπο του Κιουσάι φωτίζεται από ευγνωμοσύνη όταν τον ρωτώ αν είχε βοήθεια κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα και ξεκινά έναν μακρύ κατάλογο από ευχαριστίες βγαλμένες από την καρδιά του. Ένα ευχαριστώ σε κάποιους ανώνυμους που του έστειλαν ένα αμαξίδιο από την Κοζάνη, ένα ευχαριστώ στους Γιατρούς του Κόσμου για το ειδικό αμαξίδιο πάνω στο οποίο κοιμάται σήμερα εξαιτίας των καταγμάτων, ένα ευχαριστώ στις Κατερίνες και στον Μάριο που σχεδόν κάθε μέρα του κρατούν συντροφιά, δεκάδες ευχαριστώ για τους εθελοντές και τους εργαζόμενους του Ελαιώνα που προσπαθούν με κάθε τρόπο να απαλύνουν τους πόνους του και χιλιάδες ευχαριστώ στους διαδικτυακούς του φίλους από όλο τον κόσμο που «βομβαρδίζουν» τις ολλανδικές αρχές με αιτήματα φιλοξενίας του στη χώρα που επιθυμεί να τερματίσει μαζί με τον Αχμέντ το μεγάλο αυτό ταξίδι.
Καλή τύχη, Κιουσάι…