Κριτική από τον Μάκη Γεφυρόπουλο
Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη εκείνη που μπορεί να διατηρήσει αναλλοίωτα στη ζωή τα οράματα ανθρώπων που έχουν από καιρό αφήσει την εφήμερη επίγεια περιπλάνηση τους, αποτελώντας μία καλλιτεχνική μηχανή του χρόνου, απαράμιλλης αισθητικής αξίας. Τα καρέ κρύβουν μέσα τους ζωντάνια, τις ιδέες των δημιουργών τους, οι οποίες και μεταβιβάζονται στις επόμενες γενιές, υφαίνοντας αριστοτεχνικά το συλλογικό ασυνείδητο στην ανώτερη του βαθμίδα.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (5 Μαρτίου 1922- 2 Νοεμβρίου 1975) ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, με εξαίσια κριτική ματιά, με έργα που βρίθουν από προβληματισμούς, πολιτικούς συμβολικούς στοχασμούς και μία ευαισθησία που καθηλώνει. Χαρακτηρίστηκε ως ένας αιρετικά εκκεντρικός, μα οι ταινίες του είναι γεμάτες με εικόνες μέγιστης ανθρωπιστικής ευκρίνειας που κεντρίζουν άμεσα την καρδιά του θεατή, μιλώντας του απευθείας , χωρίς μεσάζοντες στο νου, θέτοντας προβληματικές, ενεργοποιώντας δράσεις, «δολοφονώντας» την απάθεια.
Η πλειοψηφία των ταινιών (κομψοτεχνήματα όπως το Θεώρημα, Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ή το Σαλό) του γεννημένου στην Μπολόνια, Ιταλού σκηνοθέτη, διακρίνονται από μία κυνική ωμότητα. Μια οργισμένη ωμότητα που κοχλάζει, όμοια με την ομορφιά της Φύσης, που για τον Μαρξιστή διανοούμενο είναι ιερή, η αυθεντική πηγή των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Καταπιάνεται με δύσκολα θέματα όπως είναι η θρησκεία, ο έρωτας, η καταπίεση του φασισμού, με ενδελεχή τρόπο, αφήνοντας στην άκρη την ασφάλεια της μέσης οδού, κύριο εργαλείο πολλών σύγχρονών του. Απεχθάνεται την αδράνεια και τον σταδιακό εκφυλισμό της ιταλικής κοινωνίας, τη διάβρωση του ντόμπρου προλεταριάτου της νιότης του και τη μετατροπή του σε ένα άβουλο κοπάδι. Σιχαίνεται την συγκεντρωτική δύναμη των αστών με μικροαστική νοοτροπία και φασιστική σκέψη. Πολέμιος όλων εκείνων που απομυζούν τα κεφάλαια του λαού προς ίδιον όφελος.
Στη ταινία του, Χοιροστάσιο (Porcile,1969), ο ευφυής Παζολίνι ανακρίνει το καπιταλιστικό σύστημα και την κτηνωδία που προκαλεί στη συντριπτική πλειονότητα του λαού, με μόνη εξαίρεση , των ιδιοκτητών εκείνων που ευημερούν, ταΐζοντας τα γουρούνια τους με ανθρώπινη σάρκα. Η ετυμηγορία του είναι κατηγορηματική, βρίσκοντάς τους ένοχους, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, καταδικάζοντάς τους στην πυρά της κοινωνικής συνείδησης.
Ο καπιταλισμός είναι ένα απέραντο χοιροστάσιο δυσωδίας από τα κόπρανα που άλλοτε ήταν όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο και σήψης ευγενέστερων αξιών που κάποτε στόχευαν στην ευημερία μίας ειρηνικότερης κοινωνίας.
ΤΟ ΧΟΙΡΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΑΚΡΑΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Η ταινία αφηγείται δύο παράλληλες ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διαφορετικές εποχές, αλλά η συμβολική τους ταυτίζεται σε ένα αδήριτο πλέγμα που προκαλεί θυμηδία , γιατί περιγράφει μία τραγωδία. Η ζωή του ανθρώπου είναι μία σκέτη τραγωδία, καθότι κωμική σε όλη την εξέλιξη της.
Στην πρώτη ιστορία συναντάμε, στην μεταπολεμική Γερμανία, την οικογένεια του βιομηχάνου, κυρίου Κλοτς (Αλμπέρτο Λιονέλο) και τις περιπέτειες τους καθώς κινδυνεύουν με αφανισμό, ύστερα από την έλευση ενός νέου και ισχυρότερου επιχειρηματία , του Χερντχίτσε (Ούγκο Τονιάτσι).
Σαν να μην του έφταναν τα παιχνίδια εξουσίας, ο Κλοτς ανησυχεί για την πνευματική κατάσταση του ευαίσθητου γιου του Γιούλιαν (Ζαν-Πιερ Λεό), ο οποίος παρουσιάζεται απροσάρμοστος στις απαιτήσεις που απορρέουν από τη κοινωνική θέση του πατέρα του και αδιάφορος στα ερωτικά κελεύσματα της ακτιβίστριας αρραβωνιαστικιάς του, Ίντα (Αν Βιαζέμσκι).
Ο Γιούλιαν , αντιθέτως, αρέσκεται να επισκέπτεται συχνά πυκνά το οικογενειακό χοιροστάσιο, βρίσκοντας καταφύγιο, από τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας του, στην ερωτική φωλίτσα των γουρουνιών . Τα χαριτωμένα γουρουνάκια , ωστόσο μάλλον βαριούνται τον ακαμάτη κτηνοβάτη και τον καταβροχθίζουν , χωρίς να αφήσουν πίσω τους, ούτε καν κάποιο κουμπάκι από τα ρούχα του. Βλέπετε για τα γουρούνια, σε αντίθεση με τα πιο επιλεκτικά γούστα των αφεντικών τους, όλες οι τροφές είναι καλοδεχούμενες.
Η ζωή κλείνει το μάτι πονηρά στον «φιλοσοφημένο» αυθάδη κύριο Κλοτς, που ενώ καταφέρνει να διασώσει την περιουσία του ερχόμενος τελικά σε συμφωνία με τον άσπονδο φίλο του, Χερντχίτσε, χάνει τον μοναχογιό του και μάλιστα χωρίς να το πάρει είδηση. Η «επιτυχία» απαιτεί ανθρωποθυσίες στο βωμό του αδηφάγου οικονομικού τερατουργήματος .
Στη δεύτερη ιστορία που εφάπτεται μέσω του μοντάζ, με την πρώτη, μεταφερόμαστε στην Μεσαιωνική Ιταλία του 15ου αιώνα, κάπου στην ηφαιστιογενή Σικελία, για να παρακολουθήσουμε τις παράξενες περιπέτειες ενός νέου άνδρα (Πιερ Κλεμέντι), ο οποίος φαίνεται να έχει δραπετεύσει από την «ασφάλεια» της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ένα αγρίμι που κινείται διαρκώς. Τρέφεται με φυτά και ζώα, ενώ δε αργεί η ώρα που δολοφονεί περαστικούς ταξιδιώτες για να τους φάει αργότερα με την ησυχία του.
Γύρω του μαζεύονται και άλλοι παράνομοι, που επίσης αρέσκονται να καταβροχθίζουν ανθρώπινες λιχουδιές, δημιουργώντας μία συμμορία κανιβάλων. Οι κανίβαλοι τρομοκρατούν την «εύρυθμη» τάξη, αναγκάζοντας τις Αρχές να προβούν σε ενέργειες καταπολέμησής τους. Τελικά ένα απόσπασμα οπλισμένων εκπροσώπων του νόμου, με προεξέχοντες τους ιερείς , κατορθώνουν να παγιδεύσουν τα μιάσματα, εξοντώνοντας τα.
Και έτσι η ειρήνη και η κανονικότητα επιστρέφουν για μία ακόμη φορά στον κόσμο της Ιερής Εξέτασης και του σκοταδισμού…
ΘΕΟΣ ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΟΥΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΓΑΠΗ
Στο φιλμ γίνεται δριμεία αναφορά στον κώδικα ηθικής που αποπνέει η άλλοτε Αναγεννησιακή Ιταλία, του ιουδαιοχριστιανικού κώδικα του Σπινόζα. Γεμάτος με προσποίηση και υστεροβουλία , δηλαδή τρόπος θέασης των πραγμάτων, με ρίζες από τον μισάνθρωπο Μεσαίωνα, που έχει εμβολιαστεί στις φλέβες της καθεστηκυίας τάξης καθιστώντας την σκληρή και αδιάφορη στα ζητήματα που ταλανίζουν τον απλό άνθρωπο.
Κατά τον Σπινόζα λοιπόν, η έρευνα σταματάει στην εκλογίκευση του Θεού, στην ανακάλυψη δηλαδή του Θεού σύμφωνα με την λογική και όχι εξαιτίας της άκριτης πίστης. Πέρα από αυτό το σημείο επικρατεί μονάχα το χάος και οι δαίμονες που κατοικούν σε αυτό. Ο σώφρων άνθρωπος αρκείται να μείνει στα ήδη γνωστά πεφωτισμένα όρια του κόσμου, αρνούμενος να υποπέσει στην αμαρτία του αγνώστου.
Η καλοσύνη είναι επιβεβλημένη από κάποιο θείο, εξωτερικό γνώρισμα και όχι αποτέλεσμα της ατομικής καλλιέργειας του πνεύματος. Η τήρηση της τάξης βασίζεται στον φόβο της απειλής των κυρώσεων, στον τρόμο που προκαλεί η πιθανή παραβίαση των άτεγκτων εντολών των Δικαστών και εκείνες πολύ περισσότερο του ίδιου του Θεού.
Είναι όμως αυθεντική μία τέτοια καλοσύνη; Η ηθική που συγχέεται με την αμαρτία, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία συγκεκαλυμμένη ανηθικότητα. Πράττουμε το καλό επειδή έτσι έχουμε διδαχτεί από το περίγυρο, τους δασκάλους μας και φυσικά ακούγοντας την καρδιά μας. Η πράξη αγάπης δεν είναι καταναγκασμός, αναβλύζει πηγαία, χωρίς να την μαγαρίζουν ποταπές σκέψεις περί απώλειας του Παραδείσου και της επικείμενης τιμωρίας του Καθαρτηρίου. Η ψευδεπίγραφη αγάπη και ο μεταμφιεσμένος «ουμανισμός» δεν πρέπει να παίρνουν μετωνυμικά τη θέση της πνευματικότητας και της ατόφιας ελεύθερης βούλησης.
Η φεουδαρχία έπεσε, το κίβδηλο πορσελάνινο οικοδόμημα θρυμματίστηκε και νέες δυνάμεις αναδύθηκαν στην επιφάνεια, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Ο καπιταλισμός ήταν ο φορέας της αλλαγής και άρα ο μεγαλύτερος εχθρός του τοτινού status quo. Αντιμετωπίστηκε εχθρικά από την Εκκλησία και τους «θεσμούς της αγάπης», όπως ήταν η Ιερή Εξέταση, μα τελικά οι αντιστάσεις συντρίφτηκαν.
Οι ορμές του καινούριου κοινωνικοοικονομικού συστήματος ήταν τόσο ασυγκράτητες που επεκτάθηκαν και μέσα στις τάξεις της κοσμικής «ιεροσύνης», εκσυγχρονίζοντας την. Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έγινε επιχείρηση, ίσως η μεγαλύτερη και η πιο προσοδοφόρα, αν φέρουμε στο μυαλό μας την «υπέρλαμπρη» Αγία Τράπεζα της Ρωμαιοκαθολικής Αυτοκρατορίας του Πάπα.
Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, η ηθική του Μαρκήσιου Ντε Σαντ τολμάει και ταξιδεύει σε αχαρτογράφητα ύδατα , εκεί που δεν υπάρχουν όρια και ο ακραίος φιλελευθερισμός μετατρέπεται σε αδηφάγο κανιβαλισμό. Το κακό είναι επιλογή και ενδημεί παρά τη γνώση της ενδεχόμενης τιμωρίας που αποφέρει και αυτό το γνωρίζουν άριστα οι καπιταλιστές της ιστορίας μας.
Το φιλμ εξάλλου είναι μία πρώτης τάξης ευαγγελική παραβολή.
Η ΣΥΖΕΥΞΗ ΠΑΛΑΙΟΥ-ΝΕΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ
Ο κύριος Κλοτς είναι ο παραδοσιακός καπιταλίστας, με εκλεπτυσμένους τρόπους, φιλοσοφικές ανησυχίες, ένας ιδιόμορφος «ανθρωπιστής». Είναι περισσότερο φεουδάρχης παρά πραγματικό οικονομικό αρπακτικό, σε αντίθεση με τον παλιό φίλο του και νυν εχθρό κύριο Χερντχίτσε.
Ο συγκεκριμένος είναι ένας τεχνοκράτης, ανηλεής επιχειρηματίας που δεν διαθέτει τις πνευματικές ανησυχίες του άλλου, αντίθετα είναι ικανότατος στην οικονομική και όχι μόνο αφαίμαξη των ανθρώπων που τον περιβάλλουν. Είναι ένας θαυμαστής του Χίτλερ, που μάλιστα συμμετείχε σε ναζιστικά «επιστημονικά» πειράματα βασανισμού Ρώσων, Εβραίων και λοιπών εχθρών του ολοκληρωτικού συστήματος.
Η σχέση του ναζισμού με την άρχουσα τάξη είναι φανερή.
Όμως η αρχική τους κόντρα εξανεμίζεται πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού, καθώς τα κοινά τους συμφέροντα είναι πολλά περισσότερα από τις μικρές διαφορές τους, ενώ το ηθικό ποιόν τους είναι καμωμένο με παρόμοια υλικά. Άλλωστε όλα τα γουρούνια είναι ίδια, ανεξαρτήτως χρώματος.
Η απόφαση τους να επεκτείνουν την περιουσία τους, συνεργαζόμενοι, είναι μία φυσιολογική διαδικασία μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής αλυσίδας. Οι επιχειρήσεις από χοιροστάσια και αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι περίπτερα καταβροχθίζουν η μία την άλλη, σε ένα ατέλειωτο φαγοπότι που στοχεύει στην διαρκή απορρόφηση των μικρότερων στο στομάχι των ισχυρότερων, μέχρι στο τέλος να παραμείνει μονάχα ένας παγκόσμιος υπερ-κολοσσός.
Όπως και ο Κρόνος έτσι και ο καπιταλισμός, τρώει τα παιδιά του. Ο Γιούλιαν γίνεται βορά στις ορέξεις των γουρουνιών και όλοι εμείς στις γιγαντιαίες καταπιόνες ενός αδίστακτου τέρατος.
Το Χοιροστάσιο θέτει προ των ευθυνών του το καπιταλιστικό σύστημα, που για τον Παζολίνι είναι ένα τεράστιο χοιροστάσιο, με κανίβαλους ιδιοκτήτες με αχόρταγες ορέξεις. Ο χοιροκαπιταλισμός διψάει για αίμα και δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΑ, ΒΙΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ
Ο καπιταλισμός μετράει λίγους αιώνες ζωής, μα πολλοί πιστεύουν ότι αποτελεί μία άχρονη, παγιωμένη κατάσταση. Όπως και αν έχει η πραγματικότητά μας είναι δομημένη σύμφωνα με τις αρχές του.
Εκμετάλλευση της υπεραξίας και του ιδρώτα των εργατών, καταστρατήγηση των ατομικών δικαιωμάτων, ένας υπέρμετρος αριβισμός. Τα μεγαλύτερα οικονομικά θαύματα της εποχής μας είναι χτισμένα από εκατόμβες νεκρών. Ζέχνουν αίμα, πόνο και πτωμαΐνη.
Μέσα σε αυτό τον κόσμο δεν χωρούν ευαισθησίες, όπως είναι ο έρωτας, η αλληλεγγύη ή η ειρήνη. Ο ανθρωπισμός κρίνεται ως αντιπαραγωγικός και για αυτό πετιέται στο καλάθι των αχρήστων. Ο Γιούλιαν είναι μία τέτοια περίπτωση. Αισθάνεται εγκλωβισμένος μέσα στο χρυσό κλουβί του, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ψεύτικες και τρομακτικές και για αυτό επιλέγει τη συντροφιά των γουρουνιών. Έχασε τη ζωή του, μα διατήρησε λίγη από την αξιοπρέπεια του.
Όπως και η συμμορία των κανίβαλων, έτσι και ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει καταπίεση, χωρίς προσωπική ζωή και χώρο δημιουργικής ανάπτυξης της προσωπικότητας του, νιώθει μόνος, αποξενωμένος από την υπόλοιπη κοινωνία. Ένα τιποτένιο γρανάζι στην σιδερένια μηχανή, που καλύπτει μονάχα τις βασικές του ανάγκες, καταδικασμένος να πεθάνει μικρός και ασήμαντος σαν ένας μικροσκοπικός κόκκος άμμου στην αχανή έπαυλη του πλούσιου αφεντικού του.
Η φαντασία της τόλμης και η αγάπη για ένα καλύτερο αύριο δεν έχουν θέση στον κόσμο των τεχνοκρατών, η γραφειοκρατία δολοφονεί κυριολεκτικά τον έρωτα. Ο ίδιος ο Παζολίνι ήταν μία ασίγαστη καλλιτεχνική φύση, ένας βαθύτατος ουμανιστής γεμάτος με αγάπη. Ασφυκτιούσε στο συντηρητικό περιβάλλον της Ιταλίας, ενώ στα έργα του δεν παρέλειπε να αναπολεί τη χαμένη επαναστατικότητα των συμπατριωτών του.
Η ζωή του έμοιαζε με εκείνη του ασώτου υιού Γιούλιαν της ταινίας, καθώς μεγάλωσε μέσα σε μία πατριαρχική οικογένεια, με τον αξιωματικό πατέρα του, Κάρλο, να τον πιέζει συνεχώς να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Ανέπτυξε αντιμιλιταριστική ιδεολογία, βρίσκοντας καταφύγιο στη γαλήνη της φύσης και τους απλούς ανθρώπους της Καζάρσα. Αγάπησε τις τέχνες και τα γράμματα, μα κυρίως τους ηθικούς κώδικες της υπαίθρου που οδηγούσαν σε μία πιο αισιόδοξη μέρα.
Όπως και ο νεαρός Κλοτς, έτσι και ο εμπνευστής του βρήκε τον θάνατο από κάποιους «γουρουνανθρώπους». Δολοφονήθηκε στην Όστια της Ρώμης, από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την αντιφασιστική του ταινία Σαλό, που έμελλε να είναι και η τελευταία του.
Ωστόσο έζησε τη ζωή του όρθιος και ευθυτενής, με αξιοπρέπεια και όχι γονυπετής, κάθιδρος , λουσμένος στη μιζέρια. Και συνεχίζει να μας διδάσκει μέσα από την ελεγεία της σκηνοθετικής του τεχνικής. Αν αυτό δεν είναι νίκη επί των εκπροσώπων του θανάτου, τότε ο υποφαινόμενος δε γνωρίζει τι μπορεί να είναι.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι υποστηρικτές του, ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιος, ούτε έχουμε φτάσει στο τέλος της ιστορίας. Για όσο υπάρχει δράση, θα υπάρχει αντίδραση και ενάντια σε κάθε απάνθρωπη πρακτική, θα ξεπηδάει σαν αδάμαστο άτι, η ζωή μέσα από την φλογισμένη επανάσταση.
Ο χοιροκαπιταλισμός είναι γέρος και μέσα του ενδημούν μυριάδες παθογένειες (ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, φτώχεια, ανεργία, οικονομική κρίση αξιών) που τον κατατρώνε , μα όπως όλοι οι ηλικιωμένοι, είναι πεισματάρης , αρνούμενος να παραδώσει τα όπλα στον νέο κόσμο που θα αναδυθεί από μέσα του. Έναν κόσμο αταξικό που κυοφορείται ήδη και θα είναι εντιμότερος από τον παλιό.
Ο σηπόμενος γεροκαπιταλίστας είναι ασθενέστερος σε σχέση με το «ένδοξο» παρελθόν του, μα αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι επικίνδυνος. Το χοιροστάσιο λειτουργεί κανονικά και οι κανίβαλοι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να ταΐζουν τα γουρούνια τους με φρέσκια ανθρώπινη τροφή.
Είναι στο χέρι μας να αντιδράσουμε, ακολουθώντας τη καθάρεια ματιά του Παζολίνι και να φτιάξουμε από την αρχή τον κόσμο μας πάνω σε πιο στέρεες, ανθρωπιστικές βάσεις. Επαφίεται στη δράση μας να ανατρέψουμε τους κανίβαλους, ρίχνοντάς τους στα ίδια τα κόπρανα, γευόμενοι έτσι από πρώτο χέρι τη σήψη που οι ίδιοι καλλιέργησαν.