Σίμος Ανδρονίδης
«Ήταν όμως κι ένας σκύλος που ούρλιαζε, Σώπασε πια, πρέπει να ήταν ο τρίτος πυροβολισμός, Καλύτερα, απεχθάνομαι ν’ ακούω σκύλους να ουρλιάζουν» (Ζοζέ Σαραμάγκου, ‘Περί Φωτίσεως).
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’[1] εγγράφεται στο πεδίο και στο περιεχόμενο της ‘φορτισμένης’ ελληνικής ιστορίας, στο χασματικό πεδίο του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), καθότι γράφτηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Κοντοπούλι της Λήμνου, την περίοδο 1948-1949. Η ίδια η ιστορία «συλλαμβάνει» το ποιητικό συμβάν[2], για να ανατρέξουμε (παραφράζοντας ελαφρά) στην περί ιστορίας ανάλυση του Gilles Deleuze.
Πολιτικός κρατούμενος και ο ίδιος, βιώνει τις μετατοπίσεις της εμπρόθετης γενεαλογικής ‘αφιλίας’, την ευρύτητα της ‘σύλληψης’ της έννοιας του ‘απάτριδος εχθρού’, τις συνθήκες εγκλεισμού που όμως, δύνανται να παράγουν & να αναπαράγουν όψεις και τάσεις χειραφέτησης που ‘εδαφοποιούνται’ στο εσωτερικό του ποιήματος, το οποίος δια-κρατεί μία φυγόκεντρη ρυθμικότητα, προσιδιάζοντας προς την δόμηση και την έκφραση του ‘άλλου’ εαυτού: μία συλλογικότητα ή μία συντροφικότητα που αθροίζει τις σιωπές ενός εκάστου..
Διαμεσολαβώντας την τομή του δικού του ‘τραύματος’, ο Γιάννης Ρίτσος, στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’[3] προσεγγίζει τους όρους εμπιστοσύνης προς μία ποιητική κειμενικότητα η οποία συγκροτείται ενώπιον μίας ιστορίας που μαίνεται και εξελίσσεται σωρευτικά..
Σε ώρες και εποχές επωδυνότητας, σε συνθήκες εγκλεισμού σε έναν τόπο πρόσληψης της ‘ιερής εθνικοφροσύνης’: «Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει. Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος».[4]
Το συρματόπλεγμα αναπαράγει και οριοθετεί τον χώρο του στρατοπέδου, φέρει προβολές και εγκλήσεις σταθμίσεως των σωμάτων, σημαίνει την ίδια την ιδιαιτερότητα του: την αντανάκλαση των πολιτικών-ιδεολογικών όρων διεξαγωγής του εμφυλίου πολέμου. Και ο ‘άνεμος’ εκλύει μνήμες, επιτηρήσεις και κανόνες.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ποιητική συλλογή ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, συνιστά ένα ιδιαίτερο ποιητικό έργο εν εξελίξει, έργο που, σε περίοδο εμφυλίου πολέμου, αναφέρεται και διαπερνάται από τους πόθους των υποκειμένων του, από τις συναρμογές μίας πληθυντικότητας που επικοινωνεί, όταν δεν αφήνεται στα κοινωνιο-περιβάλλοντα της ‘μητρικής’ καθημερινότητας, εγγράφοντας όψεις ενός γίγνεσθαι που διαλέγεται με τους πολύσημους ορισμούς στους οποίους προβαίνει το εμφυλιακό κράτος, με την κάθε λέξη να αναφέρει αυτό που αναζητάται στο απεικονιστικό όραμα, στο επώδυνο τραύμα του παρόντος και της ανοιχτότητας: «Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου. Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου».[5]
Ο ποιητής ενέχει στο πράττειν του την αγωνία του θανάτου, ενός θανάτου ‘αδόξαστου’, νοηματοδοτεί τις επώδυνες συνθήκες κράτησης ως ‘φερτή ύλη’ που μεταβάλλει τους ελλειπτικούς στοχασμούς, αναζητεί & σκιαγραφεί το ‘ανεπιτήδευτο’, την αντίστιξη μεταξύ στρατοπέδου-εξορίας και ελευθερίας, ή διαφορετικά ειπωμένο, συγκροτεί την ελευθερία εκείνη η οποία αναδεικνύει τους ίδιους όρους κράτησης αλλά και το «φως σ έναν κάμπο με στάχυα και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα».
Ο χώρος διευρύνεται, αναπαράγει φαντασιακές εικόνες μίας εμπρόθετης δοτικότητας δίχως όψεις δια-σφάλισης και, εντός των πεδίων της ‘επιμορφωτικής τιμωρίας’, αξιώνει τον άρτο που απο-καλύπτει και απο-καλύπτεται στο τραπέζι: τον άρτο δίπλα στο δικό του ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, τον άρτο που αρθρώνεται με την οριακή αμφισημία του αφηγητή, με την ‘άλλη επωνυμία’ της καθημερινότητας, με την λεπτή παρηγορία και με την ανατρεπτική ιστορία. Δίπλα στο αίμα ως συμβολισμό ‘ανήκειν’, στο κόκκινο αίμα που χύνεται στο βωμό της ‘ανόθευτης’ αναγνώρισης, ο άρτος των τεθνεώτων υποκειμένων που πενθούν την ανωνυμία τους, ο άρτος (ο ζωτικός άρτος), των ζώντων υποκειμένων-κρατούμενων δύναται να ‘μυήσει’ σε μία προσίδια και σπαρακτική αίσθηση καθήκοντος: η γλώσσα των υποκειμένων ανα-καλεί φόβους, την αγωνία λίγο πριν δοθεί το παράγγελμα, την επιθυμία της σωματικής ΄κατάνυξης’, εκεί όπου ο ποιητής δεν συσσωρεύει παρά αφήνεται στις ανομοιογενείς φωνές, σε μία ακολουθία που τον φέρει στο πεδίο της μάχης, στην εγκλητική δυναμική της ποίησης στο «τραπέζι των φτωχών».
Η Ριτσική ποιητική προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ομολογίας, ‘ενσαρκώνει’ μία εγγύτητα διαμορφωμένη στα χρόνια της κρίσης, ενώ από την άλλη πλευρά ‘ενσαρκώνεται’ στη θέαση του κοινά παραδεκτού ‘τραύματος’, αλλά και της ελπίδας που προσέρχεται υπό την μορφή λέξης, θέσης, έκκλησης: Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου, γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος- βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε».[6]
Το τσιγάρο δια-μοιράζεται ωσάν μεταφορά αίματος, εγκολπώνεται τις συνδηλώσεις μίας σπειροειδούς πρόθεσης πλήρωσης-πραγμάτωσης στο κέντρο των πραγμάτων, προσεγγίζοντας τους όρους μίας ‘ιδιοποίησης’ συμβολισμών: από την τάξη στην αταξία, το τσιγάρο της ανέσπερης συντροφικότητας καθίσταται ελκτικά προθετικό, ΄προ-φέρεται’ ως ‘άρτος’, ενσκήπτει στο πεδίο της άνοιξης σημαίνοντας την ίδια άνοιξη..
Της άνοιξης που διαφαίνεται διαμέσου της αλληλεγγύης ή της αλληλέγγυας κτήσης του ‘καινούργιου’.. Τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, γράφονται μέσα στην πυρά του αιώνα, κανείς δεν μπορεί πια να τα παρακάμψει»[7], επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ.
Και στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, ο χρόνος και ο αιώνας ενσωματώνονται με ορμή, την στιγμή που η Ριτσική ποιητική ερμηνεύει πριν από την ερμηνεία, δίχως να στρέψει το βλέμμα στην ‘θύελλα’ ενός αιώνα που έσπειρε προσδοκίες και τάφους, νομιμοποιώντας παράλληλα την επιλογή του: η ‘ανορθόδοξη’ ποιητική του γλώσσα σχετίζεται αναπόσπαστα με τις διαπεραστικές ομολογίες, με τις φωνές μέσα στη νυχτωδία, λειτουργώντας ως ένα ιδιαίτερο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ που αναφέρει μικρο-συμβάντα, που συν-διαλέγεται & εγκολπώνεται μορφές που χάνονται στη θεληματικότητα τους: «Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες για τους εργάτες και τις πικρές μανάδες τους για τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο- ναι, για όλο τον κόσμο -ένα φτωχό, καπνισμένο, μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει καλά τη δουλειά του που βράζει άγρια ραδίκια του βουνού κι αριά και που κάνα κοψίδι κρέας κι από κάτου συδαυλίζουν τη φωτιά τα πεινασμένα αδέλφια μου – καθένας βάζει και το ξύλο του καθένας καρτεράει το μερτικό του».[8]
Η ποίηση[9] του λιτή αλλά όχι απλοϊκή, επι-κοινωνεί με το εύρος της ανθρωπινότητας και της βιο-κοινωνικότητας, καθίσταται ομολογία του ανομολόγητου και του ‘ανομολόγητου’ γίγνεσθαι, συγκροτεί κοινότητες αναφορών, μετέχει της συναίσθησης: η ποίηση ως ‘μεταφορική’ καρδιά λειτουργεί ως ένα ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, που διαθέτει λεκτικά ‘παίγνια’, που δια-σπείρεται με μία σχεδόν ερωτική τρυφερότητα, ‘εφευρίσκοντας’ μία ‘μητρική’ και συγγνωστή αναπαράσταση-‘αγκάλη’ του γίγνεσθαι..
Τα «πεινασμένα αδέλφια του», εντός και εκτός στρατοπέδου, αποτελούν τον δικό του βιό-κοσμο σε μία άμεση αντανάκλαση της οικειότητας και της κοινωνικής-πολιτικής-ταξικής αναφοράς, του παν-ανθρώπινου ιδεώδους της χειραφέτησης, της δικής του κομμουνιστικής[10] έγκλησης η οποία ‘ομιλεί’ ωσάν ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ που ‘σιγοβράζει’ ελπίδες, φωτοσκιάσεις του άμεσου μέλλοντος.
Εισάγοντας στην ποιητική του τροπικότητα καθημερινά βιώματα, βιώματα μίας μορφικής συγ-κίνησης, ο ποιητής, στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ των σωμάτων που αντικρίζουν την ίδια την έκθεση τους, οικειοποιείται τις πλαισιώσεις της Τολστοϊκής λογοθετικότητας η οποία, στο διήγημα ‘Οικογενειακή ευτυχία’, επισημαίνει τον, κατά Λεβ Τολστόι, δεσπόζον όρο της ευτυχίας: «Να ζει κανείς για κάποιον άλλον».[11]
Ζώντας με και για «κάποιον άλλον», στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Γιάννης Ρίτσος προσδιορίζει τους όρους ανάπτυξης της δοτικότητας προς τον και τους συντρόφους, που συνιστούν επίσης προϋπόθεση ανάπτυξης της ποιητικής του γλώσσας, της συλλογής ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ εκεί όπου η δοτικότητα και η συντροφικότητα συνιστούν μείζονες παραμέτρους επιβίωσης και διαβίωσης, ‘διαπραγμάτευσης’ με τον χώρο, με το ίδιο το κόμμα και με την ιστορία. Ο ΄άλλος’ αναπτύσσεται στα κατοπτρικά είδωλα των προθέσεων, στο τσιγάρο που δια-μοιράζεται στον γειωμένο χρόνο, στην επωνυμία που δια-κρατεί την ουσία της περατότητας: σύντροφε, εντός και πέραν των ονομάτων.
Η ποιητική επιτέλεση ‘διαπραγματεύεται’ με την βαρύτητα του χώρου και της γλώσσας, μαρτυρεί τα ανθρώπινα χάσματα σε εποχές χασμάτων. Διότι «εδώ είναι ένα φως αδελφικό»[12], όπως αναφέρει ο ίδιος, υπενθυμίζοντας αυτό που γράφουν οι Αντόρνο & Χορκχάϊμερ στη ‘Διαλεκτική του Διαφωτισμού’: «Το τραγούδι των Σειρήνων όμως δεν έχει γίνει ακόμη αποδυναμωμένη τέχνη».[13]
Ο Γιάννης Ρίτσος, φέρει την δική του «συντεχνία του καθολικού»[14], για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Πιερ Μπουρντιέ. To όνειρο επανεγγράφεται.
Το ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ εστιάζει στο βιο-γίγνεσθαι των εξόριστων, συντίθεται από το μνημονικό και από τον λόγο μίας ωριμότητας που διανθίζεται με εικόνες χειραφετητικών πρακτικών και ‘γεννήσεων’: δύναται να αναφέρουμε αναλυτικά πως το ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ παράγει & αναπαράγει συσχετίσεις με τον χρόνο, υψώνει την σημαία του διαφορετικά επιθυμητού, συγκροτείται και αναπτύσσεται στην οικεία σύνδεση, στην επινοητικότητα και στον ‘κοινοτισμό’ μεταξύ συντρόφων που ‘γεννούν’ την ιστορική ‘δια-φυγή’ διαμέσου της παρουσίας του στον χώρο του στρατοπέδου, προσιδιάζοντας σε εκφάνσεις προβολής μίας πολύτροπης σημαντικότητας: ένα τσιγάρο, ένα βλέμμα, μία κουβέντα, δύνανται να κάνουν την διαφορά.
Στον Ριτσικό ποιητικό οραματισμό «η μήτρα είναι η ποίηση»[15], για να παραπέμψουμε στον ποιητή Έκτορα Κακναβάτο..
[1] Η μελοποίηση της ποιητικής συλλογής από τον Χρήστο Λεοντή, λαμβάνει χώρα διαμέσου της χρήσης διαφόρων παραδοσιακών μουσικών οργάνων, προβαίνει σε μία εκ νέου άρθρωση της ερμηνευτικής δυναμικής της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, δύναται να άρει την προσίδια αίσθηση της περιοδικότητας: τα μελοποιημένα αποσπάσματα εγγράφουν χαρακτηριστικά μίας συγκείμενης παρέμβασης, αποδίδουν τις έννοιες στοχαστικά, ανα-καλούν στο Μεταπολιτευτικό ορίζοντα τους όρους της ‘αδημονίας’, ήτοι μίας επιδίωξης νέας δι-επαφής με μία ποίηση που δεν δύναται να απο-κοπεί από τις σημάνσεις της, επιτελούμενη εντός του στρατοπέδου συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων στο Κοντοπούλι της Λήμνου, αλλά και εντός των οραματικών διαστάσεων που εκφεύγουν στατικών και τυποποιημένων αποδόσεων εγγραφής: για τον ποιητή, η δική του ουτοπία, η δική του μεσσιανικότητα λειτουργεί σε ένα περιβάλλον οριοθέτησης, συγκέντρωσης, εγγραφόμενη σε πρόσωπα τα οποία συν-διαλέγονται με την ευθύνη, τον θάνατο, την ακρότατη άκρη του ακρότατου σημείου: μέθεξη & απόδοση στο μίκρο, ένωση (‘’εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο’’). Εντασσόμενη στο ριζοσπαστικό κλίμα της πρώιμης Μεταπολίτευσης, η μελοποίηση του ‘Καπνισμένου Τσουκαλιού’ συναντά τις φωνές των Νίκου Ξυλούρη και Τάνιας Τσανακλίδου, που, επαναπροσδιορίζουν το ποιητικό μέρισμα, ανασημασιοδοτώντας την εκ-φορά της ‘γνωριμίας’ με τα υποκείμενα που ‘αδόκιμα’ εγγράφονται στη συμβαντική ποιητική περιεχομενικότητα. Ιδίως η ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη μετέχει ενεργά της ποιητικής μετωνυμίας: ‘έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος’, αναδεικνύοντας παράλληλα, ακριβώς δια της πλούσιας ερμηνείας του, τον πολύπλευρο Ριτσικό ‘χωροχρόνο’ που ‘μετρά’ τα συναισθήματα του.
[2] Όπως επισημαίνει ο Γάλλος φιλόσοφος: «Η ιστορία συλλαμβάνει το συμβάν, είναι η πραγμάτωση του σε καταστάσεις πραγμάτων, αλλά το συμβάν, στο γίγνεσθαι του, ξεφεύγει από την ιστορία. Η ιστορία δεν είναι πειραματισμός, είναι μόνο το σύνολο των όρων για κάτι που ξεφεύγει από την ιστορία. Χωρίς την ιστορία ο πειραματισμός θα παρέμενε απροσδιόριστος, χωρίς ρου, αλλά ο πειραματισμός δεν είναι ιστορικός». Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Ουτοπία της εμμένειας. Η επανάσταση στους Deleuze και Guattari’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2011, σελ. 292. Το ποιητικό πράττειν-συμβάν, με τον τρόπο που εγγράφεται στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, εντός ιστορίας-ιστορικότητας, εκφεύγει «από την ιστορία», δομεί την λειτουργικότητα της ακρόασης, ‘μυεί’ στη φορά του διακυβεύματος, με τον ποιητή να προβαίνει στη ‘σωματοποίηση’ της δράσης, στη ‘σωματοποίηση’ ως έκταση της αποκτηθείσας γνώσης, στην επαναληπτικότητα του ποθητού: «η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι».
[3] Δύναται να εντάξουμε το ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ στα ποιήματα της δεκαετίας του 1940, ποιήματα που αναφέρουν ατομικές-πολιτικές στρατεύσεις, συλλογικές δράσεις-απεικονίσεις, πολιτικά-ιστορικά συμβάντα και αναπαραστάσεις της ‘άλλης’ ελληνικότητας, πρόσωπα που δεν «βολεύονται παρά μόνο» στην εντατική τους γλώσσα.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι…ό.π.
[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, https://online.fliphtml5.com/hdnf/kzqp/#p=17.
[6] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι…ό.π.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα (Η αλληλογραφία Γιάννη Ρίτσου-Άρη Αλεξάνδρου-Καίτης Δρόσου), στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2017, σελ. 174.
[8] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι…ό.π.
[9] Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου καθίσταται ιδιαίτερο τμήμα της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα, συνδιαλέγεται με τα ατομικά και τα συλλογικά τραύματα και ‘τραύματα’ που διαρρέουν τα μυστικά τους, υπαινίσσεται τον αδόκητο θρήνο, αναζητεί τον έρωτα στις γωνίες, την επανάσταση στην έκρηξη της, εγκολπώνεται τις αντιφάσεις-αντινομίες που δηλούν την καταγωγή τους: ανθρώπινη συνθήκη-πράξη.
[10] Ο κομμουνισμός του Γιάννη Ρίτσου, μεσσιανικών απολήξεων ως οικουμενικότητα και χειραφετητικό πρόταγμα, συγκροτείται, στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, γειωμένα, δεικνύει τον ένα και τους πολλούς, συνιστά την μετάβαση στο τραπέζι της μητέρας που ‘θηλάζει’ και νοηματοδοτεί κρυφούς πόθους, δύναται να παραχθεί στο μέρισμα του αίματος, στη «μήτρα» του θεληματικού καινούργιου, στον ‘επιούσιο’ λόγο-πρακτική, στον αδελφικό οίστρο και στην διαπεραστική «ευλογία»: «Ευλογημένη ας είναι η πίκρα μας, ευλογημένη η αδελφοσύνη μας, ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται». Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το Καπνισμένο Τσουκάλι…ό.π.
[11] Βλέπε σχετικά, Τολστόι Νικολάγιεβιτς Λεβ, ‘Οικογενειακή ευτυχία’, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Μακρή Κοραλία, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1993, σελ. 29-30.
[12] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι…ό.π.
[13] Βλέπε σχετικά, Αντόρνο Β. Τέοντορ & Χορκχάϊμερ Μαξ, ‘Διαλεκτική του Διαφωτισμού/ Φιλοσοφικά αποσπάσματα, Μετάφραση: Αναγνώστου Λευτέρης, Επίμετρο: Ψυχοπαίδης Κοσμάς, Επιμέλεια: Κουζέλης Γεράσιμος, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 1996, σελ. 93.
[14] Αναφέρεται στο: Παναγιωτόπουλος Νίκος, ‘Αγορά, Πολιτισμός και Λογο-κρισίες’, στο: Ζιώγας Γιάννης, Καραμπίνης Λεωνίδας, Σταυρακάκης Γιάννης & Χριστόπουλος Χρήστος, (επιμ.), ‘Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα’, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2008, σελ. 176.
[15] Αναφέρεται στο: Σιώτης Ντίνος, ‘Όσα μας περιβάλλουν είναι ποίηση’, ‘Βιβλιοδρόμιο’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, 10-11/03/2018.