Από τον Θανάση Γιούνη
Μια περιήγηση στο καρναβάλι με τη θεωρία του Μπαχτίν
Το καρναβάλι, η Αποκριά στην ελληνική παράδοση, υπήρξε προνομιακό πεδίο μελέτης για τις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα για την κοινωνική ανθρωπολογία. Και σήμερα δημοσιεύονται μονογραφίες και άρθρα για επιμέρους όψεις του καρναβαλιού, όπως η ποιητική, η μουσική, ο χορός, τα δρώμενα, η επιτέλεση του εαυτού και της κοινότητας μέσα απ’ τη γιορτή.
Η πρώτη συνεκτική, αλλά όχι «κλειστή», θεωρία για το καρναβάλι είναι αυτή του Μιχαήλ Μπαχτίν, Σοβιετικού θεωρητικού της λογοτεχνίας. Ο Μπαχτίν μελέτησε το έργο του Ραμπελαί και τις λαϊκές γιορτές του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, και αναγνώρισε σ’ αυτό την πιο αυθεντική λαϊκή γιορτή που, δυνητικά, αποτελεί μια εναλλακτική συγκρότηση του λαού που αμφισβητεί την τάξη της κοινωνικής οργάνωσης και ελπίζει σε ένα ουτοπικό μέλλον. Το σημείο αναφοράς γι’ αυτή τη νέα κατανόηση του κόσμου είναι το συλλογικό αμφίσημο γέλιο. Την προσέγγιση του Μπαχτίν θα περιγράψουμε σε γενικές γραμμές πιο κάτω.
Από τότε, και παρότι ο Μπαχτίν διαβάστηκε με διαφορετικούς τρόπους, δεν υπάρχει μελέτη που να παραγνωρίζει τη θεωρία του. Οι ανθρωπιστικές σπουδές συνεισέφεραν με εννοιολογήσεις και μοντέλα ερνηνείας στην καλύτερη κατανόηση του φαινομένου.
Το Καρναβάλι, αυτή η παραδοσιακή αγροτική γιορτή που μεταφέρθηκε και στις πόλεις, συνδέεται οπωσδήποτε με τις αρχαίες διονυσιακές τελετουργίες αναγέννησης της φύσης και της εναλλαγής των εποχών, που χώριζαν τελετουργικά το χρόνο, κι επέτρεπαν στους ανθρώπους ένα διάλειμμα ξεφαντώματος, κεφιού, γαστριμαργικής και σεξουαλικής κατάχρησης. Τα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια, οι γιορτές της Ίσιδας, το Εβραϊκό Πουρίμ. Στο Μεσαίωνα εμπλουτίστηκε με τις γιορτές των νεκρών και αυτές των τρελών, ενώ οι μάσκες ήταν αρχικά λατρευτικές, και συμβόλιζαν την ενότητα θανόντων και ζώντων, που είναι απ’ τα βασικά συστατικά της γιορτής.
Σύμφωνα με τη Δυτική χριστιανική παράδοση, πήρε το όνομά του απ’ τη λατινική λέξη carno, carnis στη γενική, και το carnelevare (levare= παίρνω, αφαιρώ), που παραπέμπει βέβαια στην αποχή από το κρέας ως μια τελευταία τελετουργική έξαρση των απολαύσεων του σώματος πριν από την υποχρεωτική περίοδο εγκράτειας. Ο λεξικογράφος και υπουργός του Φιλίππου του Β’ Sebastian de Covarrubias εισάγει στην ισπανική γλώσσα τη λέξη carne vale = αντίο κρέας ενώ σήμερα κερδίζει έδαφος η ετυμολογία απ’ το carrus navalis = πλοίο πάνω σε τροχούς, που αναφέρεται στα καράβια με ρόδες στα Σατουρνάλια. Μεγάλος αριθμός τέτοιων «πλοίων» καταγράφεται στις ιταλικές πόλεις από τον 14ο αιώνα και μετά. Είναι τα σημερινά άρματα του καρναβαλιού.
Στην τεράστια ποκιλομορφία και παραδοξότητα του Καρναβαλιού στα μήκη και τα πλάτη της γης υπάρχουν δύο σταθερά σημεία. Αναγνωρίζεται ως τελετουργία του κάτω σώματος και του αντεστραμμένου κόσμου.
Ο αντεστραμμένος κόσμος της γιορτής και οι κοινωνικές συγκρούσεις
Ο πίνακας του Πήτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου «Η μάχη του Καρναβαλιού και της Σαρακοστής» απεικονίζει μια μεγάλη ποικιλία λαϊκών παιχνιδιών και αποτελεί μια αλληγορία της κοσμικής μάχης ανάμεσα σε δύο εορταστικές περιόδους που αντιπροσώπευαν δύο αντιθετικά σημεία της ανθρώπινης καθημερινότητας. Το καρναβάλι πριν τη Σαρακοστή προσέφερε μια εβδομάδα ασυδοσίας, ικανοποίησης των σωματικών επιθυμιών, τελετουργικής κατάργησης των κοινωνικών διαφορών, η οποία κορυφώνονταν την Παχιά Τρίτη (Shrove Tuesday ή Mardi gras). Η επόμενη μέρα ήταν η Τετάρτη των Τεφρών, έναρξη της σαρανταήμερης νηστείας και αποχής από το σεξ, που οδηγούσε στο Πάσχα.
Η τροφή, το σεξ, το παιχνίδι και η βία είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των γιορτών στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, τα ιερά αποκαθηλώνονται και σωματοποιούνται, η πρωτοβουλία περνάει στους πληβείους που, με το λόγο, τη βωμολοχία, την πλούσια εικονογραφία, τα δρώμενα, δημιουργούν μια ρευστή και δυναμική κατάσταση κοινωνικής κριτικής. Οι χωρικοί γίνονται βασιλιάδες, οι τεχνίτες επίσκοποι, οι φτωχοί ελεούν τους πλουσίους, οι πληβείοι δικάζουν τους δικαστές. Η βία εμφανίζεται συχνά, όχι μόνο τελετουργικά, αλλά και πραγματικά, καθώς οι τελετές ανατροπής επιχειρούν να υλοποιήσουν την αντιστροφή και το κοινωνικό, ουτοπικό τους όραμα. Ως γιορτή του σώματος, το καρναβάλι δεν εκπροσωπούσε μόνο τις σωματικές ηδονές, αλλά και τη βίαιη σύγκρουση, την κοινωνική διαμαρτυρία «από τα κάτω».
Στο καρναβάλι του 1580, η μικρή επαρχιακή πόλη Romans στη Γαλλία συγκλονίστηκε από βίαια επεισόδια, τα οποία οδήγησαν στη μετωπική σύγκρουση της αστικής αριστοκρατίας με τον κόσμο των τεχνιτών (Emmanuel Bernard Le Roy Laudurie, Carnival in Romans).
Όλα ξεκίνησαν όταν ο αρχιτεχνίτης των υφαντουργών Paumier, φορώντας μια προβιά αρκούδας πήγε απρόσκλητος σε μια συγκέντρωση των πατρικίων, σε μια συντονισμένη κίνηση διαμαρτυρίας για τους υψηλούς φόρους και το κόστος των τροφίμων, και επιδεικτικά πήρε μια θέση ανώτερη από αυτήν που του άρμοζε στην κοινωνική ιεραρχία. Ένας δικαστής ονόματι Gurdin του επετέθηκε λεκτικά και σφοδρά για την «απρέπεια». Την επόμενη μέρα, ένα πλήθος 600 μασκαρεμένων υφαντουργών κατέβηκε στους δρόμους κρατώντας ξίφη και αγροτικά εργαλεία. Παρελαύνοντας, το πλήθος έκανε κι ένα δρώμενο με διανομή φανταστικού κρέατος, συνοδεία ενός τραγουδιού που μιλούσε για πώληση του κρέατος των χριστιανών. Οι ηγέτες των πατρικίων μεταμφιέστηκαν έναντι των πληβείων σε αετούς και πετεινούς, σύμβολα ανδρισμού και υπεροχής, και τους έστησαν ενέδρα. Ακολούθησε σφαγή. «Αυτή η κανιβαλιστική πρακτική είχε σαφώς ένα θεατρικό χαρακτήρα και εντασσόταν στο πνεύμα των εορτών. Αντιμετωπίστηκε, ωστόσο, ως πραγματική απειλή αφανισμού της αριστοκρατίας και ανατροπής της κοινωνικής τάξης» (Κώστας Γαγανάκης, Οι Δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες της Πρώιμης νεότερης περιόδου. Το τελετουργικό σύμπαν στη Δυτική πρώιμη νεωτερικότητα).
Το περιστατικό φαίνεται εντελώς παράδοξο, και για να το κατανοήσουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψη την τελετουργική ιδιαιτερότητα του καρναβαλιού και τη λειτουργία του ως επικοινωνιακής διαδικασίας κοινοποίησης ιδεών και αντιλήψεων. Η κανιβαλιστική θεματολογία αντλούσε το περιεχόμενο και το λεξιλόγιό της απ’ τον καρναβαλικό εορτασμό του σώματος και των ορέξεων του (Κώστας Γαγανάκης, ο.π., σ. 19). Νωρίτερα, το 1511 και το 1513 στο Ούντινε της Ιταλίας και τη Βέρνη της Ελβετίας, το καρναβάλι συνδέθηκε με εξεγέρσεις χωρικών. Στη διάρκεια του Πολέμου των Χωρικών στη Γερμανία απέκτησε αντιπαπική θεματολογία. Μετά τον Πόλεμο, δε, απαγορεύτηκε ως το 1528. Ο Ένγκελς αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όλες οι γενικά εκφρασμένες επιθέσεις ενάντια στη φεουδαρχία, ιδιαίτερα οι επιθέσεις ενάντια στην Εκκλησία, όλες οι επαναστατικές, κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες ήταν ταυτόχρονα αναγκαστικά κυρίως θεολογικές αιρέσεις» («Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία»).
Σε ταραχές κατέληξε και το καρναβάλι στη Ντιζόν το 1630. Η Παχιά Τρίτη ήταν η πιο επίφοβη μέρα του καρναβαλιού, ενώ Στο Λονδίνο πολύ συχνά ξεσπούσαν βίαια επεισόδια.
Είναι λοιπόν και ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι στο καρναβάλι ενυπάρχουν οι ιδέες της κοινωνικής διαμαρτυρίας και της ανατροπής. Ακόμα και στο σύγχρονο κόσμο, όπου η γιορτή έχει χάσει τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά της και τον αυθόρμητο χαρακτήρα της, έχουμε, ξανά με θέατρο το Λονδίνο, τις ταραχές και τα επεισόδια στο πολυεθνικό καρναβάλι του Νότινγκ Χιλ, το 1976, όταν χιλιάδες μετανάστες και ακτιβιστές συγκρούστηκαν με την αστυνομία και ακροδεξιούς. Οι Clash κυκλοφόρησαν το δίσκο Super Black Market, με εξώφυλλο από τα γεγονότα του Νότινγκ Χιλ, στα οποία συμμετείχαν ενεργά.
Το καρναβάλι, λοιπόν, είναι συχνά μεταμφιεσμένες σχέσεις κουλτούρας και πολιτικής με την ευρεία έννοια, όπως στο Νότινγκ Χιλ. Και κάπως έτσι το προσεγγίζει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Άμπνερ Κοέν στο Masquered Politics: Explorations in the structure of Urban Cultural Movements.
Κάποιοι θεωρούν το καρναβάλι ως ασφαλιστική βαλβίδα του συστήματος που επιτρέπει την εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Ο Μιχαήλ Μπαχτίν το προσέγγισε ως αυθύπαρκτη οντότητα, ανεξάρτητη της κοινωνίας: μια ξέχωρη πραγματικότητα με τους δικούς της νόμους, εναλλακτική και αντίθετη στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων.
Η θεωρία του Μιχαήλ Μπαχτίν για το καρναβάλι
Η μελέτη του Μπαχτίν «Το έργο του Φρανσουά Ραμπελαί και η λαϊκή κουλτούρα στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση» γράφτηκε το 1940, αλλά εκδόθηκε μόλις το 1963. Ο Μπαχτίν θεωρεί πως το έργο του Ραμπελαί και η υψηλή λογοτεχνία γονιμοποιούνται απ’ τα δρώμενα, τα είδη λόγου, την εικονογραφία των λαϊκών γιορτών και του καρναβαλιού.
Διαχωρίζει το καρναβάλι από όλες τις προηγούμενες γιορτές, τις τελετές των κυρίων, που βασίζονταν στη θεατρικότητα της παραγνώρισης παρουσίαζαν δηλαδή την εξουσία στο ρόλο του αγαθού προστάτη των αδυνάτων και της κοινωνίας συνολικά μεταμφιέζοντας την πραγματική της φύση και τη βία της (Σταύρος Σταυρίδης, «Από τη θεατρικότητα της κυριαρχίας στο αντιθέατρο των πληβείων», περιοδικό Ουτοπία, τεύχος 43), είναι στραμμένες στο παρελθόν και επαναβεβαιώνουν την κυριαρχία των ισχυρών. Οι επίσημες γιορτές είναι οργανωμένες, προσχεδιασμένες, ελέγχουν το χώρο και το χρόνο τους, προσανατολισμένες στο παρελθόν. Εκεί είναι η πηγή της αυτονόητης αποδοχής των ρόλων, της φυσικοποίησης της εξουσίας. «Αυτός ο κόσμος οικοδομείται στην περιοχή μιας απόλυτης απόμακρης εικόνας, έξω από κάθε σφαίρα πιθανής επαφής με το εν τω γίγνεσθαι, το ανολοκλήρωτο, και κατά συνέπεια επιδεκτικό επανερμηνείας και επαναξιολόγησης παρόν» (Μιχαήλ Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, Εκδ. Πόλις).
Αντίθετα «τα κωμικά θεάματα έδιναν μια εικόνα του κόσμου, του ανθρώπου, και των ανθρώπινων σχέσεων, εντελώς διαφορετική, συνειδητά ανεπίσημη, εξωτερική προς την εκκλησία και το κράτος. Συγκροτούν δίπλα στον επίσημο κόσμο, ένα δεύτερο κόσμο και μια δεύτερη ζωή, στον οποίο οι άνθρωποι του Μεσαίωνα ανήκαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και την οποία ζούσαν σε συγκεκριμένες μέρες. Αυτό δημιουργούσε ένα είδος δυαδικότητας του κόσμου και αν δεν τη λάβουμε υπόψη μας δε μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε την πολιτισμική συνείδηση του Μεσαίωνα ούτε τον πολιτισμό της Αναγέννησης» (Μετάφραση αποσπασμάτων από την εισαγωγή του έργου του Μπαχτίν, Βασίλης Αλεξίου, περ. Ουτοπία).
Συγκροτητική αρχή είναι το συλλογικό λαϊκό γέλιο.
Το καρναβάλι απαλλάσσει τις γιορτές ολοκληρωτικά από κάθε θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό δογματισμό, τον μυστικισμό και την ευσέβεια. Δεν εμπερικλείει ένα μαγικό ή επικλητικό χαρακτήρα, αλλά κάποιες φορές παρωδεί και την ίδια τη θρησκευτική λατρεία.
«Ο πυρήνας αυτής της λαϊκής κουλτούρας, δηλαδή το καρναβάλι, δεν είναι η καθαρά καλλιτεχνική μορφή του θεατρικού θεάματος και δεν ανήκει στη σφαίρα της τέχνης. Τοποθετείται στα σύνορα ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή. Στην πραγματικότητα είναι η ίδια η ζωή παρουσιασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.
Στην πραγματικότητα το καρναβάλι αγνοεί κάθε διάκριση ανάμεσα σε δρώντες και θεατές. Αγνοεί επίσης τη σκηνή ακόμα και στην εμβρυακή της μορφή. Αφού μια σκηνή θα κατέστρεφε το καρναβάλι (και αντίθετα η καταστροφή της σκηνής θα κατέστρεφε τη θεατρική παράσταση). Οι θεατές δεν παρευρίσκονται στο καρναβάλι, αλλά το ζουν, αφού το καρναβάλι, η ίδια η ιδέα του καρναβαλιού, είναι φτιαγμένο για όλο το λαό. Στη διάρκεια του καρναβαλιού, δεν υπάρχει άλλη ζωή από αυτή του καρναβαλιού. Είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς, γιατί το καρναβάλι δεν έχει κανένα σύνορο χώρου. Στην εξέλιξη της γιορτής μπορεί κάποιος να ζήσει, μόνο σύμφωνα με τους νόμους της, δηλαδή με τους νόμους της καρναβαλικής ελευθερίας. Το καρναβάλι ενέχει έναν καθολικό χαρακτήρα, είναι μια ειδική κατάσταση του κόσμου: η αναγέννηση του και η ανανέωση του, στις οποίες κάθε άτομο συμμετέχει. Αυτή είναι η ίδια η ουσία του καρναβαλιού και όλοι όσοι συμμετέχουν το βιώνουν ζωντανά…».
Το καρναβάλι, γράφει ο Μπαχτίν, ήταν ο θρίαμβος μιας μορφής προσωρινής απελευθέρωσης, η προσωρινή ακύρωση των ιεραρχικών σχέσεων, των προνομίων, των κανόνων, των ταμπού. Ήταν η αυθεντική γιορτή του χρόνου, γιορτή του μετασχηματισμού, της αλλαγής, της ανανέωσης, αντίθετο σε κάθε ιδέα παγίωσης και ταξινόμησης, στόχευε σε ένα μέλλον ακόμη ανολοκλήρωτο.
«Το καρναβαλικό γέλιο είναι καθολικό και αμφίσημο. Χαρούμενο και εύθυμο, αλλά ταυτόχρονα κοροϊδευτικό και σαρκαστικό, αρνείται και καταφάσκει, σαβανώνει και ανασταίνεται. Τέτοιο είναι το καρναβαλικό γέλιο. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του γέλιου στη λαϊκή γιορτή είναι ότι κατευθύνεται σ’ αυτούς τους ίδιους που γελούν. Ο λαός δεν αποκλείει τον εαυτό του από ένα μεταβαλλόμενο κόσμο. Κι ο ίδιος είναι ατελής κι ο ίδιος πεθαίνοντας ξαναγεννιέται και ανανεώνεται».
Οι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στους ρόλους, αποστασιοποιημένοι θα ‘λεγε κανείς κι είναι αυτό που κάνει την εξουσία να τους φοβάται. Στη γιορτή έχουν συνείδηση της ταυτότητας και της ενότητάς τους.
Κατά τον Μπαχτίν τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του καρναβαλιού εκείνης της εποχής σε σχέση με αντίστοιχες μορφές επικοινωνίας στις μέρες μας είναι ο πανανθρώπινος χαρακτήρας του, η εορταστικότητα, το ουτοπικό νόημα και το φιλοσοφικό βάθος.
Οι εκδηλώσεις αυτού του λαϊκού πολιτισμού μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις μορφές: Τα τελετουργικά θεάματα: καρναβαλικές παράτες, κωμικές παραστάσεις στο παζάρι. Τιςκωμικές λεκτικές συνθέσεις: παρωδίες προφορικές και γραπτές στη λατινική και στα εθνικά ιδιώματα. Και τα διάφορα είδη βωμολοχίας: βρισιές, βλαστήμιες, όρκοι, λαϊκές διαλαλήσεις.
Όπως γράφει ο Ουμπέρτο Έκο, «η επιμονή στη βωμολοχία δεν αφορά πλέον μια παρενθετική, αναρχική, λαϊκή εξέγερση, αλλά γίνεται μια αληθινή πολιτισμική επανάσταση. Σε μια κοινωνία που τώρα υποστηρίζει την υπεροχή του ανθρώπινου και του γήινου σε σχέση με το θεϊκό, το άσεμνο γίνεται μια υπερήφανη διακήρυξη των δικαιωμάτων του σώματος » (Ουμπέρτο Έκο, Ιστορία της ασχήμιας).
Οι παραπάνω μορφές των εκδηλώσεων της γιορτής, οι μεταμφιέσεις, οι εναλλαγές ρόλων, οι αντιστροφές στη γλωσσική και σωματική έκφραση, αρθρώνονται σε μια εικονογραφία που χαρακτηρίζει το λαϊκό πολιτισμό και ο Μπαχτίν την ονομάζει γκροτέσκο ρεαλισμό.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η γκροτέσκα εικόνα του σώματος και οι πηγές της στον Ραμπελαί», ο Μπαχτίν ασκεί κριτική στον Ρομαντισμό που διαμόρφωσε μια στρεβλή και εγωκεντρική αντίληψη, τόσο για τα όρια του σώματος όσο και για τα όρια του εαυτού.
Κύριο χαρακτηριστικό του γκροτέσκου ρεαλισμού είναι ο υποβιβασμός των υψηλών αξιών μέσα από τη γελοιοποίησή τους, η αναγωγή των πνευματικών εκδηλώσεων στις ταπεινές υλικές θεμελιώσεις τους, στη σφαίρα του σωματικού και του γήινου. Ο γκροτέσκος ρεαλισμός γεννά το αμφίσημο γέλιο γιατί οι εικόνες του δεν είναι φτιαγμένες από ένα σατιρικό συγγραφέα που απομακρύνεται απ’ τον κόσμο για να τον περιγελάσει. Στις εικόνες του, στις σκηνές δηλαδή μιας καρναβαλικής θεατρικότητας, το πλήθος αναγνωρίζει κομμάτια της κοινωνικής ζωής και όψεις χαρακτήρων γνωστών. Στον γκροτέσκο ρεαλισμό όλοι είναι κρίνοντες και κρινόμενοι.
Για τον Μπαχτίν, οι γκροτέσκες αναπαραστάσεις ασκούν κριτική σε οτιδήποτε ευαγγελίζεται κάποια μορφή ιδεαλιστικής ή πνευματικής καθαρότητας. Η παρωδία, η αντιστροφή, η διακωμώδηση και η αυτογελοιοποίηση επιτρέπουν στον άνθρωπο να αντιληφθεί τα ρευστά όρια της ατομικής του ταυτότητας.
Κι αυτή η ταυτότητα διαμορφώνεται κυρίως μέσω του σώματος. Η μύτη και το στόμα σ’ αυτές τις αναπαραστάσεις κατέχουν ξεχωριστό ρόλο. «Το γκροτέσκο σώμα είναι ένα σώμα που γίνεται. Δεν είναι ποτέ τετελεσμένο, ποτέ ολοκληρωμένο. Διαρκώς κτίζεται και δημιουργείται, και διαρκώς κτίζει και δημιουργεί ένα άλλο σώμα». Καθετί που προεξέχει απ’ το σώμα και εκτείνεται, όπως ο φαλλός, διευρύνει τα όρια του εαυτού. Το γκροτέσκο αναζητά εκείνο που προεξέχει από το σώμα, όλα όσα τείνουν να υπερβούν τα όρια του σώματος. Σημασία δίνεται στα «βλαστάρια» και στα «κλαδιά», σε οτιδήποτε συνδέει το σώμα με άλλα σώματα και με τον εξωτερικό κόσμο. (Το στόμα, το στομάχι, τα γεννητικά όργανα και ο πρωκτός συμβολοποιούν μια ταυτόχρονη είσοδο και έξοδο του σώματος προς τον κόσμο. Στο κέντρο αυτής της αντίληψης για το γκροτέσκο σώμα υπάρχει μια ευρύτερη τοποθέτηση για το γκροτέσκο σώμα ολόκληρου του κόσμου. Γι’ αυτό και ποτέ οι αναπαραστάσεις αυτές δεν σταματούν σε σωματικές αναφορές, αλλά μεταφέρονται και σε στοιχεία του φυσικού κόσμου που μπορούν να συσχετιστούν με το σώμα.
Ας θυμηθούμε τον κοιλαρά Σάντσο Πάντσα του Δον Κιχώτη, τον Καραγκιόζη με την προεξέχουσα μύτη, καμπούρα και κοιλιά, τον Μορφονιό, τον Σιρανό Ντε Μπερζεράκ και το αφήγημα του Γκόγκολ «Η μύτη».
Στον γκροτέσκο ρεαλισμό, λοιπόν, το σωματικό στοιχείο είναι βαθιά θετικό. Παρουσιάζεται όχι στην ιδιωτική, εγωιστική μορφή του, αποκομμένο από τις άλλες σφαίρες της ζωής. Αλλά σαν κάτι το οικουμενικό, που αντιπροσωπεύει όλους τους ανθρώπους. Ως τέτοιο αντιτίθεται στην αποκοπή από τα υλικά και σωματικά ριζώματα του κόσμου. Δεν αξιώνει καμιά απάρνηση του γήινου, ούτε αποδέσμευση από τη γη και το σώμα.
Αυτό είναι κατά τον Μπαχτίν το φιλοσοφικό βάθος του γκροτέσκου ρεαλισμού. Το γκροτέσκο σώμα είναι ατελές και ανοιχτό, όπως το καρναβάλι, όπως ο κόσμος.
Με άλλα λόγιαμ το μη συμμορφούμενο σώμα μετατρέπεται σε τόπο πολιτικής αντιπαράθεσης και ανατροπής των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας. Η υλικότητα του σώματος παραπέμπει στην επαφή με τη γη και την παρακμή, τη φθορά και την αποσύνθεση, η οποία όμως οδηγεί σε μια νέα γέννηση: σε μια ανολοκλήρωτη μεταμόρφωση.
Ένα τέτοιο σώμα προκαλεί, αμφισβητεί, ανατρέπει, συγκρούεται.
Το καρναβάλι, λοιπόν, δεν αφορά απλώς έναν εορταστικό εξωραϊσμό του βιολογικού σώματος. Ορίζει τον τόπο όπου το σώμα γίνεται το μέσο διά του οποίου οι ιεραρχίες του Μεσαιωνικού πολιτισμού ανατρέπονται και αμφισβητούνται, και αντικαθίστανται από μια νέα αντίληψη της ανθρώπινης ζωής. Ο Μπαχτίν επιλέγοντας τον Ραμπελαί, έναν απ’ τους τελευταίους εκφραστές της γκροτέσκας παράδοσης, μοιάζει να αποτίει έναν ύστατο φόρο τιμής στο ανυπάκουο, επαναστατικό, γκροτέσκο σώμα και στις θετικές, αναζωογονητικές του δυνάμεις, που με την Αναγέννηση και τις νέες μορφές ρύθμισης και επιτήρησης σταδιακά θα περιθωριοποιηθεί και θα ελεγχθεί (Δ. Μακρυνιώτη, Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Συλλογικό, Εισαγωγή, σ. 34).
Η έννοια της communitas
Η έννοια της communitas έρχεται επικουρικά στη θεωρία του Μπαχτίν για το καρναβάλι και την ανάδειξη ενός νέου εαυτού.
H έννοια της communitas εισάγεται στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία από τον Victor Turner, με το έργο The Ritual Process (1969), στο πλαίσιο της προσέγγισης της τελετουργίας -και ιδιαίτερα των διαβατήριων τελετουργιών- ως διαδικασίας που εκτυλίσσεται σε τρεις φάσεις. Ο Tάρνερ εστίασε το ενδιαφέρον του στην ενδιάμεση φάση των τελετουργιών: τη φάση της μετάβασης ή μεθοριακότητας ή του κατωφλιού (liminality). Στη φάση αυτή, οι συμμετέχοντες απομονώνονται από την υπόλoιπη κοινωνία και τίθενται παροδικά εκτός της υφιστάμενης κοινωνικής δομής. Κατά τη φάση αυτή συντελείται ένας αμφίσημος και παιγνιώδης ανασυνδυασμός όλων των οικείων πολιτισμικών σχημάτων και αναπτύσσονται σχέσεις ισότητας και συντροφικότητας ανάμεσα στους μυούμενους (Κλειώ Γκουγκούλη, Η communitas).
Η communitas, λοιπόν, χαρακτηρίζει τόσο το δεσμό της συντροφικότητας των μεθοριακών προσώπων όσο και τη συνθήκη ανάπτυξης του δεσμού, δηλαδή την έννοια της αντιδομής. Έχει, έτσι, διττό περιεχόμενο. Σημαίνει το αίσθημα της μέθεξης και την ανάδειξη του εμείς. Αλλά και τη συνθήκη, την αντιδομή που δημιουργεί το αίσθημα.
Το καρναβάλι είναι κι αυτό μια αντιδομή. Για τον Τάρνερ, η communitas που αναπτύσσεται στη μεθοριακή φάση των τελετουργιών και σε μεθοριακά φαινόμενα στις παραδοσιακές κοινωνίες αποτελεί μια στιγμιαία σπίθα ανατροπής: ένα άνοιγμα στο καινούργιο και στο δυνατό, μια μετασχηματιστική πιθανότητα που συνήθως ενσωματώνεται από την κυρίαρχη κοινωνική δομή.
Η μπαχτινική ανάγνωση του καρναβαλιού και η γιορτή στο σύγχρονο κόσμο
Το καρναβάλι πια είναι μόνο μια επανάληψη εθίμων και ευκαιρία για σύντομες διακοπές. Έχει χάσει το ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα του. Οργανώνεται κανονιστικά, με συμμετέχοντες και θεατές που παρακολουθούν την καρναβαλική παρέλαση. Η έκσταση αντικαθίσταται από την προσποίηση της έκστασης. Είναι πια …θεσμός.
Αρκετά εμπορευματοποιημένο, με εξαίρεση κάποια καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα και σε νησιά, λειτουργεί περισσότερο σαν αποσυμπίεση από το άγχος της καθημερινότητας.
Η δύναμη του καρναβαλιού, όπως και κάθε τελετουργίας, βρίσκεται στο συμμετοχικό του χαρακτήρα. Δεν είναι παράσταση για θέαση.
Ενώ ο λαός έπαιζε με ρόλους, συστήματα σημείων, και δημιουργούσε νέα νοήματα, σήμερα οι επιχειρήσεις και τα ΜΜΕ εμπορεύονται σημεία και τα πουλάνε. Ένα θέαμα χωρίς communitas, που έχει στόχο τον ατομικό καταναλωτή.
Ένα σημείο που έχει αποσυρθεί από την έντονη κοινωνική πάλη, ένα σημείο που μένει έξω από την ταξική πάλη, παρακμάζει, εκπίπτει σε αλληγορία, παύει να είναι το κέντρο μιας ζωντανής κοινωνικής διαδικασίας κατανόησης και μετατρέπεται σε αντικείμενο φιλολογικής ερμηνείας. Η ιστορική μνήμη της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από ιδεολογικά σημεία νεκρά, ανίκανα να γίνουν αρένα σύγκρουσης ζωντανών κοινωνικών τόνων (Β. Ν. Βολοσίνοφ, Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας»).
Ο ιδεαλισμός του Μπαχτίν ίσως οδήγησε σε αναγνώσεις του που υπερεξιδανικεύουν τη λαϊκή κουλτούρα, λησμονώντας ότι κυρίαρχη ιδεολογία είναι πάντα αυτή της κυρίαρχης τάξης. Αυτή η εξιδανίκευση μπορεί να πάρει τη μορφή μιας ρομαντικής νοσταλγίας για ένα αμόλυντο και ανόθευτο από τον καπιταλισμό λαϊκό στοιχείο που βρίσκεται μόνο στις οργανικές κοινότητες της προκαπιταλιστικής περιόδου ή σε μικρές «νησίδες» αξιών του παρόντος. Η δεύτερη εκδοχή της εξιδανίκευσης εκθειάζει και εξυμνεί οποιαδήποτε μορφή φαίνεται να προέρχεται «ατόφια» και «αυθόρμητα» από το «λαό», και δείχνει να μην είναι συνειδητοποιημένη, πολιτικά επεξεργασμένη, «λόγια», αγνοώντας ότι αυτή τη διάκριση την κάνουν οι …λόγιοι.
Υποτιμήθηκε επίσης η δυνατότητα χρησιμοποίησης της λαϊκής κουλτούρας απ’ τους κυρίαρχους για σκοπούς ξένους με τον αμφισβητησιακό και συγκρουσιακό χαρακτήρα της.
Από την άλλη μεριά βρίσκεται ο μεταμοντέρνος φαταλισμός της «αδύνατης σκέψης» και της αδύναμης αντίστασης. Στο πλαίσιο αυτής της άποψης, «η γιορτή τελείωσε». Αν και υποτίθεται πως αυτή η θεώρηση αντιτίθεται στη γραμμική αντίληψη της Ιστορίας, είναι η ίδια που τη στηρίζει τελικά, παραβλέποντας τα άλματα και ξεχνώντας πως, σύμφωνα με τον Μπαχτίν και τον Βολοσίνοφ, είναι στη διάρκεια τόσο του καρναβαλιού όσο και των κοινωνικών κρίσεων και των επαναστατικών μετασχηματισμών που οι λέξεις αλλάζουν ριζικά σημασία (Βασίλης Αλεξίου, «Ξαναδιαβάζοντας τη Μπαχτινική Ανάγνωση του Ραμπελαί», Ουτοπία, τεύχος 43 ).
Ακόμα κι αν δεχθούμε πως η εικόνα του καρναβαλιού στον Μπαχτίν είναι ουτοπική, ότι παραγνωρίζει τους μηχανισμούς οικειοποίησης και αφομοίωσης της λαϊκής γιορτής από τις ανώτερες τάξεις (όπως στο καρναβάλι της Βενετίας), αλλά και τη σημασία του Ανθρωπισμού της όψιμης Αναγέννησης, η προσέγγισή του ωστόσο γεννά ένα νέο ανθρωπισμό. Δεν αλλάζει τον κόσμο ο γκροτέσκος ρεαλισμός. Αλλάζει όμως το νόημά του. Κι η αλλαγή αυτή είναι σημαντική, γιατί δίνει στον άνθρωπο μια προσωρινή και φευγαλέα αλλά πραγματική γεύση των ονείρων του (Γιώργος Πεφάνης, Μορφές του λαϊκού γέλιου και της καρναβαλικής παράδοσης στον Χάση του Δημητρίου Γουζέλη. Η άμμος του κειμένου. Αισθητικά και δραματολογικά θέματα στο Ελληνικό θέατρο).
Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του («Οι μορφές και οι εικόνες της λαϊκής γιορτής στο μυθιστόρημα του Ραμπελαί»), γράφει ο Μπαχτίν:
Η γιορτή είναι η πρώτη και μη δυνάμενη να καταστραφεί κατηγορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Μπορεί να φτωχύνει, ακόμα και να παρακμάσει, αλλά δεν μπορεί να εκλείψει εντελώς… Η γιορτή διαχωρίζεται από κάθε ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Είναι η γιορτή που απελευθερώνοντας από κάθε ωφελιμισμό, από κάθε πρακτικό σκοπό, προσφέρει τα μέσα για να μπούμε προσωρινά σε ένα ουτοπικό σύμπαν […]
Οι μορφές των λαϊκών γιορτών διαβάζουν το μέλλον. Παρουσιάζουν την νίκη αυτού του μέλλοντος, της χρυσής εποχής, επί του παρελθόντος. Αυτή είναι η νίκη της υλικής αφθονίας, της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης όλων των ανθρώπων. Η νίκη του μέλλοντος εξασφαλίζεται από την αθανασία του λαού. Η γέννηση του νέου, του μεγαλύτερου και καλύτερου, είναι τόσο αναγκαία και τόσο αναπόφευκτη, όσο ο θάνατος του παλιού. Το ένα μετατίθεται στο άλλο, το καλύτερο μετατρέπει το χειρότερο σε μια γελοιότητα και το αφανίζει. Στο σύνολο του κόσμου και των ανθρώπων δεν υπάρχει χώρος για τον φόβο. Από φόβο μπορεί να εισέλθει ένα κομμάτι το οποίο είχε διαχωριστεί από το σύνολο, ένας κρίκος ετοιμοθάνατος, αποσχισμένος από τον κρίκο που γεννήθηκε. Το σύνολο των ανθρώπων και του κόσμου είναι εντυπωσιακά εύθυμο και ατρόμητο. Αυτό το όλον εκφράζεται σε όλες τις εκφάνσεις του καρναβαλιού. Κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα αυτής της γιορτής, προκαλώντας κάθε έναν να συμμετέχει σε αυτή την αφύπνιση (μτφρ.: Βασίλης Αλεξίου).
O ίδιος παρατηρεί στα Ζητήματα Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι: «Τίποτε το τελειωτικό δεν έχει συμβεί ακόμα στον κόσμο, ακόμα δεν έχει ειπωθεί η τελευταία λέξη του κόσμου ή η τελευταία λέξη για τον κόσμο. Ο κόσμος είναι ανοιχτός κι ελεύθερος, είναι ακόμα μπροστά μας και θα είναι πάντα μπροστά μας».
Θανάσης Γιούνης.