Τώρα, το τώρα δε θυμίζει τίποτα από κείνη τη μέρα. Ο τόπος παράξενος, θλιμμένος, κουρασμένος. Φώναζε πριν κάτσω απέναντι σου, “θα τρελαθείς φίλε… αυτό είναι σίγουρο”.
“Ένα jack amareto.”
Α! και η νύχτα, λένε, όταν περνάει φαίνεται πρώτα στους τοίχους. Στο φτεροκόπημα των πουλιών έξω από το τζαμί. Στο ήρεμο πέρασμα στον καθρέφτη, που κρατάει εικόνες από την ώρα.
Όχι, όχι, όχι. Η νύχτα, όταν φεύγει, φαίνεται στα μάτια σου. Στα πιο όμορφα θλιμμένα μάτια του κόσμου.
Εδώ, έχει μόνο παροιμίες και καμία ήσυχη γωνιά. Σαν ένα καρουζέλ. Η μπαλαρίνα σε κοιτά μισό ερευνητικά, μισό βαρετά. Μα όταν πας δε σε απογοητεύει. Σε ρωτάει “τι έχεις απόψε;”
Δεν απαντάς, αλλά είναι συμφωνημένο. Πλήρωσες. Θα στείλει άλογο για να σε πάρει. Αφηρημένος θα ανέβεις κι ας μην πιστεύεις κούκλες με βενετσιάνικους κότσους και βαμμένα κόκκινα μάγουλα.
Θα αρχίσει ένα βαλς. Πιάνο. Ξεκούρδιστο και άμετρο θα ακούγεται, αλλά με όλη εκείνη την ανειλικρίνεια που έχουν τα βαλς και σε καθηλώνουν μέχρι απογοήτευσης.
Είναι η μοίρα τους τέτοια. Πας σε αυτά χτυπημένος, χαμένος για παρηγοριά μα αυτά σε γεμίζουν με κάτι σαν ψευδαισθήσεις.
Γυρνάνε γύρω σου αρώματα φθηνοσαμπάνιας, γριές κοκότες, λευκές ορχιδέες, σκονισμένες κουρτίνες, σοκαριστικά γέλια, υποσχόμενες ματιές. Όλα ρωτάνε, “τι έχεις απόψε;”
Με τα μάτια κλειστά όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, το ξύλινο άλογο μετράει γύρους σε ένα επίχρυσο ρολόι, έχει κουφαθεί τόσα χρόνια και που και που ζητάει να χαλάσει το μηχάνημα, να αρχίσει να στροβιλίζεται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα (κάποτε είχε ακούσει για μια δύναμη που λέγεται φυγόκεντρος) όλο και πιο γρήγορα μέχρι που με ένα άλμα να πηδήξει, δαγκώνοντας μια και καλή το σμιλευμένο σαρκαστικό χαμόγελο του. Τα ξύλινα άλογα δεν χαμογελούν.
Με τα μάτια κλειστά, βλέπεις κι εσύ τον ίδιο διάδρομο προς την έξοδο, τα ίδια βουνά. Μετράς τα βήματά. Ίσως προς το τέλος του τραγουδιού, να θες το ίδιο.
Το τραγούδι όμως τελειώνει. Κατεβαίνεις χαϊδεύοντας την χαίτη. Μόνο τα παιδιά θέλουν δεύτερη γύρα, αλλά η λέξη «απόδραση», δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Ακόμα.
Η ζάλη τις περισσότερες φορές είναι τόσο στοργική, που γεμίζει τα μάτια σου δάκρυα. Όμως ως εκεί. Το να ζητάς να φύγεις με ένα άλογο καρουζέλ, είναι χειρότερο πρόβλημα και από τα υπαρξιακά ενός ξεκούρδιστου πιάνου.
«Χειμώνας ήτανε και έφευγε. Βροχή καλοδεχούμενη σ ένα ακρογιάλι. Καλάμια είχανε κάψει κι εμείς ξυπόλητοι πατούσαμε στις στάχτες. Δεν άφηνα το χέρι σου. Κι αύριο θα έβρεχε. Μεγάλη εφεύρεση η ελπίδα. Σε κοίταξα. “Θέλω… Ένα φιλί…Να πω, πως πήρα αγιασμό. Να δω, τι γεύση;Και πως μυρίζει ο κόσμος…” Καμιά ιστορία δεν μεστώνει μόνη της.»
Το “Γράμμα του Σεπτέμβρη”, είναι ένα βιβλίο που θα το εκδώσει κάποια στιγμή ο μάγος Ζ.
Αυτή είναι μια σελίδα του…
*Η φωτογραφία είναι της Μαρίας Τσιόγκα