Φάση 1η – Κατάθλιψη κι άλλες χίμαιρες (20 Νοεμβρίου)
Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι συγγραφείς είναι προβληματικά άτομα.
(Χρησιμοποιείς πληθυντικό. Γιατί; Επειδή οι συγγραφείς, γενικά, είναι κάτι; Όχι. Το κάνεις επειδή προσπαθείς να κρυφτείς. Δεν είσαι αρκετά ειλικρινής, λοιπόν.)
Ας είμαι ειλικρινής. Είμαι προβληματικό άτομο.
(Πολύ καλύτερα, μικρέ.)
Δεν είναι μόνο ότι δεν είμαι αρκετά σώφρων, καπάτσος, προσαρμοστικός, δυναμικός, επίμονος, δυνατός, πτυχιούχος, αποφασιστικός, καταρτισμένος, όλες αυτές οι ικανότητες που βοηθάνε τον άνθρωπο να ζήσει και να βοηθήσει.
(Είσαι μονομανής, πες το.)
Είμαι προβληματικός. Δεν ξέρω αν έγινα συγγραφέας επειδή είμαι προβληματικός ή αν έγινα προβληματικός επειδή αφιερώθηκα στη συγγραφή. Μάλλον πρόκειται για θετική ανάδραση.
(Μην προσπαθείς να το παραστήσεις ως κάτι το γοητευτικό, μέσα στη μαυρίλα σου. Ακόμα κι αυτή η φωνή μέσα στις παρενθέσεις είναι παγίδα. Σταμάτα να τη γράφεις.)
Τώρα δυσκολεύομαι. Χωρίς εκείνη τη φωνή πρέπει να έρθω αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Σε πρώτο -και τελευταίο- πρόσωπο.
Ίσως να είμαι εγωμανής. Κι αυτό το χαρακτηριστικό να εκδηλώνεται με τη γραφή. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, να με φανταστώ, χωρίς να γράφω.
Εγώ γράφω και πρέπει, το χρειάζομαι, να συνεχίσω να γράφω. Εγώ.
Μήπως είναι ιδεοψυχαναγκασμός;
Μήπως κι αυτό είναι μια χίμαιρα;
Το επίθετο της περσόνας μου, για την οποία έγραφα τρία χρόνια ένα μυθιστόρημα, είναι Βελλερεφόντης.
Ο Βελλεροφόντης ήταν ο μυθικός ήρωας που σκότωσε τη Χίμαιρα. Έπειτα, καβάλα στον Πήγασο, το σύμβολο της ποίησης, προσπάθησε ν’ ανέβει ως τον Όλυμπο, ως το παλάτι των θεών, εκεί όπου ποτέ δεν είχε πάει θνητός.
Ο Δίας για να τιμωρήσει την ύβρη έστειλε τον οίστρο, μια αλογόμυγα, που τσίμπησε τον Πήγασο και τον έκανε ν’ αφηνιάσει. Ο Βελλεροφόντης έπεσε στη γη, μέσα σ’ έναν ακανθώνα. Καταδικάστηκε να περιφέρεται στον κόσμο, παραμορφωμένος κι απόκληρος.
Μάλλον διάλεξα αυτό το επίθετο επειδή με γοήτευαν οι κολασμένοι ποιητές.
Το ‘χει και το ζώδιο, Σκορπιός. Αυτοκαταστροφικός με υψηλή υπαρξιακή νοημοσύνη. Στοχάζομαι πάνω στην ύπαρξη, ενώ παραμελώ τη ζωή.
(Τώρα αρχίζεις πάλι να κολακεύεσαι, δήθεν αυτοσαρκαζόμενος.)
Η φωνή επέστρεψε. Δεν θα τη διώξω. Βοηθάει. Είναι ο δαίμονας μου.
(Είσαι γελοίος.)
Θα προσπαθήσω να μην είμαι.
Γυρνάω πίσω και ξαναδιαβάζω το κείμενο που γράφω. Υποτίθεται ότι το γράφω ως ψυχανάλυση ή κάτι τέτοιο, αλλά με απασχολεί περισσότερο η “ομορφιά” του.
(Είσαι ματαιόδοξος.)
Οι συγγραφείς είναι ματαιόδοξοι.
(Πάλι πληθυντικός;)
Ναι, φωνή μου, πάλι πληθυντικός. Γιατί είναι ματαιόδοξοι, όλοι τους.
(Τους έχεις γνωρίσει όλους;)
Όποιος γράφει είναι.
(Τάδε έφη Γελωτοποιός.)
Είναι.
(Γιατί γράφεις;)
Δεν ξέρω. Γιατί πνίγομαι και θέλω να γράψω.
(Γράφεις μόνο όταν πνίγεσαι;)
Γράφω συνέχεια… Συχνά.
(Συνέχεια πνίγεσαι;)
Συχνά.
(Είσαι μανιοκαταθλιπτικός;)
Όχι. Δεν νομίζω. Κυκλοθυμικός σίγουρα. Καταθλιπτικός συχνά. Δίχως το προνόμιο της μανίας. Και δεν νομίζω ότι είναι πρόβλημα να μιλάω με τη φωνή στις παρενθέσεις.
(Ούτε κι εγώ το νομίζω.)
Αλλά ίσως να είμαι λίγο γραφικός.
Στην Τρύπια Δεκάρα η Λαμπέτη παρατάει τον ζωγράφο Χορν. Όταν τον ξανασυναντάει, μετά από χρόνια, του λέει: Οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παντρεύονται.
Τι απερισκεψία! Αν συνέβαινε αυτό, αν το γονιδιακό υλικό των καλλιτεχνών έμενε στα αζήτητα, θα ζούσαμε σ’ έναν κόσμο ορθολογιστών, επιστημόνων, στρατιωτικών, πολιτικών και δολοφόνων. Χωρίς τα προβληματικά άτομα, χωρίς τους αλλοπρόσαλλους, ο κόσμος θα ήταν τόσο βαρετός.
(Αυτό που κάνεις είναι παράξενο, αλλά αναμενόμενο. Αντί να γράφεις για σένα, έτσι όπως είπες ότι θα κάνεις, γράφεις για τους ήρωες μιας ταινίας και για τα προβληματικά άτομα. Τι προσπαθείς ν’ αποφύγεις;)
Τίποτα. Δεν είναι οργανωμένο σχέδιο. Ο εγκέφαλος μου λειτουργεί έτσι, συνειρμικά.
(Ο εγκέφαλος σου δεν είσαι εσύ;)
Όχι. Δεν ξέρω καν ποιος είμαι.
(Μαλακίες. Έχεις όνομα, γονείς, ΑΦΜ, σύντροφο, παιδί, φίλους.)
Αυτά, αυτοί, δεν είναι εγώ. Είναι μέρος μου, αλλά όχι εγώ.
(Τι είσαι;)
Δύσκολο να το πω. Νομίζω ότι είναι αδύνατον να καθοριστεί. Αν έγραφα ότι είμαι συγγραφέας θα ήταν γελοίο. Γράφω, αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μου, αλλά είμαι και πολλά άλλα πράγματα.
(Τι δεν είσαι;)
Τώρα γίνεσαι εσύ γελοίος.
(Εγώ είμαι εσύ. Υπάρχω μόνο στο κεφάλι σου.)
Και τόσο εύκολα μπορείς να σταματήσεις να υπάρχεις.
(Νομίζεις.)
~~{}~~
Φάση 2 – Ισορροπία στο δεύτερο πάτωμα (20 Δεκεμβρίου)
Κυριακή και πέρασα τη μέρα σκουπίζοντας. Σφουγγάρισα το πάτωμα τρεις-τέσσερις φορές, μέχρι που να βγαίνει το νερό καθαρό.
Ο Τηλέμαχος περιφερόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο και μιλούσε για τη μάστιγα της ανθρωπότητας, τη βαρεμάρα. Θυμήθηκα το πρώτο μου μυθιστόρημα, όπου οι άνθρωποι, σαν τα λέμμινγκ, έδιναν μία κι έπεφταν απ’ τον έβδομο όροφο της ύπαρξης, επειδή βαριόντουσαν.
Έβαλα ν’ ακούσω το The Wall, των Pink Floyd. Να χτίζεις τείχη γύρω απ’ τον εαυτό σου.
Τα τείχη είναι καθρέφτες, παραμορφωτικοί, όπου βλέπεις το πρόσωπο σου όπως θα ήθελες να είναι, όπως φοβάσαι ότι είναι, όπως νομίζεις ότι είναι.
Δεν μπορείς να σπάσεις τον καθρέφτη. Ο καθρέφτης είσαι εσύ.
Το είδωλο σου, αυτό που σε κοιτάει απ’ την άλλη μεριά, είναι πιο αληθινό από σένα.
~~
Όλοι οι άνθρωποι ζουν τον προσωπικό τους μύθο.
Κάθε ζωή είναι μυθολογία. Οι καλλιτέχνες την κάνουν ιστορία, την καλλιεργούν, την προβάλλουν.
Καθώς τα social media κυριαρχούν στην κοινωνική ζωή όλοι οι άνθρωποι προβάλλουν τη μυθολογία τους, τον προσωπικό τους μύθο.
Τόσες selfie, τόσα status, τα είδωλα μας έχουν κατακτήσει τον κόσμο.
Ο εαυτός και το “προφίλ”. Ποιος είναι ο αληθινός;
– Θα ‘θελα να ‘μαι κάποιο άλλο ζώο, μου ‘πε ο Τηλέμαχος.
– Ποιο;
– Δε με νοιάζει. Κάτι άλλο, άλλο από άνθρωπος.
– Γιατί;
– Για να μη βαριέμαι.
– Και τα ζώα βαριούνται.
– Όχι. Τα ζώα κοιμούνται, κάθονται, ξεκουράζονται, περιμένουν.
– Βαριούνται κι αυτά.
– Όχι όπως εγώ.
Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα εκκρεμές που βολοδέρνει άτακτα ανάμεσα στον πόνο και τη βαρεμάρα.
Κάποιος σοφός το ‘πε αυτό. Ή μπορεί να ‘ταν κάποιος τρελός. Ή παιδί.
(Συγνώμη. Τώρα υποτίθεται, μ’ αυτά που γράφεις, ότι είσαι στη φάση της ισορροπίας;)
Η φωνή των παρενθέσεων επέστρεψε.
(Ναι, επέστρεψα. Αλλά δεν απάντησες. Τώρα είσαι ισορροπημένος;)
Μάλλον όχι.
(Πάλι καλά που το κατάλαβες.)
Αλλά ποιον θέτεις ως υπόδειγμα ισορροπημένου ανθρώπου;
(Για να στο πω σε απλά ελληνικά: Κάποιον που δεν κάθεται στη μία το πρωί στο μπαλκόνι, μέσα στο κρύο, να γράφει για φανταστικές φωνές στις παρενθέσεις του μυαλού του.)
Σ’ αυτό τον κόσμο, όπου οι φονιάδες αλωνίζουν και δοξάζονται, εγώ είμαι ο ανισόρροπος; Μακάρι να κάθονταν όλοι οι άνθρωποι στα μπαλκόνια τους και να έγραφαν για τις φωνές του μυαλού τους.
(Για να σου μοιάσουν;)
Για να σταματήσουν να σκοτώνουν.
~~{}~~
Φάση 3 – Η θεσμοθετημένη θλίψη της Πρωτοχρονιάς (πρώτη Γενάρη, 3:30 το πρωί)
Μικροαστικές αβρότητες μεταξύ συγγενών, εξ αίματος κι εξ αγχιστείας.
Κι η τηλεόραση να δείχνει ηθοποιούς που πασχίζουν να τραγουδήσουν σ’ ένα πρόγραμμα που γυρίστηκε πριν ένα μήνα, μεσημέρι.
Πρωτοχρονιάτικες πίτες με φλουρί, απ’ τον Τενκερλή, κι ουίσκι “-πώς το λένε αυτό; -Γκλενφίντιχ”. Όλοι ν’ ασχολούνται με το μωρό της οικογένειας και να μην έχουν τίποτα να πουν. Να ‘ναι κι ένας ελληνογερμανός συγγενής που φωνάζει ότι πληρώνει φόρο 42% για να ταΐζει τους Έλληνες και τους πρόσφυγες, και να προσπαθώ να κρατηθώ να μην του φέρω τη βασιλόπιτα στο κεφάλι. Το μωρό κάνει εφόρμηση στα γλυκά.
Πεινάω, μαμά.
Στην τηλεόραση, στο σόου του Παπαδόπουλου, βλέπω να τραγουδάει πανηγυριώτικα ένας παλιός γνωστός μου, φίλος σχεδόν, ηθοποιός πλέον αναγνωρισμένος. Στην Νάξο τραγουδάγαμε μαζί, σ’ ένα καταχθόνιο μπαράκι, Radiohead και τον Σταυρό του Νότου. Έκανε και σωματικό θέατρο τότε.
Αλλά τελικά τ’ άφησε αυτά για να βγει στο γυαλί, να γίνει γνωστός, διάσημος, να βγάλει χρήμα. Δεν είναι κρίμα. Ίσως έτσι να ‘ταν πάντα και να μην το ήξερε.
~~
Σαν γυρνάμε σπίτι ο Τηλέμαχος βρίσκει το δώρο του Άι Βασίλη κάτω απ’ το δέντρο.
– Ήρθε! Το ‘φερε! φωνάζει.
Είναι εννιά χρονών, ίσως αυτή να είναι η τελευταία χρονιά που πιστεύει στον Άι Βασίλη. Καθώς ανοίγει το δώρο το βλέπω στα μάτια του. Δεν λάμπουν από μαγεία, όπως όταν ήταν πέντε.
Το ξέρει ότι εμείς το πήραμε, αλλά δεν θέλει να το πιστέψει ακόμα. Κρατιέται με νύχια και με δόντια απ’ την παιδικότητα του.
Φοβάμαι, μαμά.
Ίσως να είναι η τελευταία χρονιά που ο Αι Βασίλης του φέρνει δώρο, η τελευταία χρονιά που υπάρχει Αι Βασίλης.
Όταν κοιμάται βλέπουμε με την Νέλλη, ξανά και ξανά, την Τσανακλίδου να κλαίει, καθώς τραγουδάει εκείνο το τραγούδι, το τραγούδι που μόνο εκείνη μπόρεσε να πει.
Η νύχτα τελειώνει, ο χρόνος τέλειωσε, και δεν ξέρω αν θα ξανάρθει ο Αβασίλης στο σπίτι.
Γερνάω, μαμά.
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=GyJ7lDAGpi0]
Η φωτογραφία είναι της Inge Morath
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός https://sanejoker.info/
facebook https://www.facebook.com/gelotopoios/