Οι θανατοποινίτες χαρίζονται μιας τελευταίας επιθυμίας.
Αυτή σπάνια αφορά σε πρόσωπα και αγγίγματα, μα περιορίζεται στη βρώση. Οι θανατοποινίτες επιλέγουν το τελευταίο τους γεύμα. Κάποιοι ξεσκίζονται στα μύδια και κάποιοι ζητάνε καραμέλες σε όλα τα χρώματα. Κάποιος ζήτησε μονάχα μια μαύρη ελιά.
Οι τελευταίες επιθυμίες είναι σαν ένα μεγάλο αστείο ή σαν τα παιδικά σου χρόνια, που ‘πρεπε να διαλέξεις δώρο μα ήταν μονάχα ένα και τέλος και ίσως λιγάκι χειρότερα, γιατί εδώ δεν έχει άλλα δώρα γενικώς και γιόκ.
Αν είχα μονάχα μια επιθυμία προ το τέλους, αυτή θα ήταν να με κάνει κάποιος μπάνιο. Όχι αυτά τα μπάνια της ηδονοβλεψίας και του τζακούζι. Όχι αυτά τα μπάνια με τα ροδοπέταλα. Δεν ξέρω να γράφω για πορνό. Ένα από εκείνα τα μπάνια όπως την πρώτη μέρα που γεννήθηκες. Που τα νιώθες σπίτι σου, που’ ξερες το νερό σαν την προέλευσή σου. Που σου ‘βγάζαν την πέτσα στη ζέστη.
Μπάνιο δεν σε κάνει όποιος κι όποιος. Μωρό μπάνιο σε κάνει η μάνα σου ή ο πατέρας σου, αν δεν έχεις τέτοιους, όποιος σε κάνει θα γίνει μάνα σου ή πατέρα σου. Όπως εκείνα τα μπάνια στα μεγάλη πένθη, τα θυμάσαι, δεν σε λούζει κανείς πια μα πάλι βάζεις τέρμα το νερό και τρέχουν τα ζουμιά μαζί και κάθεσαι με τον κώλο στην μπανιέρα και λες “καθάρισε την αμαρτία του πόνου μου, αποταξάμην”.
Και μετά. Όταν γερνάς. Πάντα πρόβλημα ποιός θα σε κάνει μπάνιο. Γιατί στο είπα. Μπάνιο δεν μπορεί να σε κάνει όποιος κι όποιος. Εδώ μπάνιο σε κάνει η κόρη σου ή η νοσοκόμα σου ή καμιά καλή γειτόνισσα. Οι άντρες σπάνια κάνουν μπάνιο τις γυναίκες.Έτσι στα τελευταία δύσκολα χαίρεσαι το άγγιγμα κανενός καινούργιου νοσοκόμου.
Αυτές τις μέρες μπαίνω στο σπίτι κουβαλώντας ρανίδες βρώμας και αστικά σημάδια. Εκτιμώ βαθιά την μικρή πολυτέλεια που έχω να βγάζω την πέτσα μου μέσα σε ένα νερό που τρέχει, καθώς τραγουδάω “καθάρισε την αμαρτία του πόνου μου. Αποταξάμην”. Και βγαίνω άνθρωπος καινούργιος και ελαφρώς λιγότερα αναμάρτητος.
Αν είχα μια τελευταία επιθυμία σίγουρα θα ήταν κάποιος να με κάνει μπάνιο. Και να λούσει το κεφάλι μου όπως την πρώτη μέρα που γεννήθηκα.