Μια φορά τον χρόνο, το σκάει άκρη άκρη της κόλασης και έρχεται να ελέγξει τα γράδα της ερημιάς μας. Δεν ξανακατέβηκε την Πατησίων. Θύμωσε, λέει, που κι εμείς… κάθε χαμένο δρόμο της ζωής μας, Πατησίων, τον είπαμε.
Ξεγελιέται στην αρχή και φωτογραφίζεται για περιοδικά του μηνιαίου τσεκ, σαν πουτάνα θεατρίνα.
Σε πολιτικές φυλλάδες, ούτε το σάλιο της. Ετούτη η πουτάνα είναι πανάκριβη.
Στην αρχή ξεγελιέται. Η φωτογραφία της, όμως, κιτρινίζει… πριν φτάσει στο μανταλάκι.
Στην αρχή. Ύστερα δεν την νοιάζει.
Έξυπνη είναι και το ξέρει, το θυμάται, πως τα αλήτικα παπούτσια, πρώτα κάνουν φυλακή και από κει τα παραλαμβάνουν μυστήριοι σταρ του μνημόσυνου και παραφουσκωμένοι αρχίζουν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, ως τον πέμπτο όροφο, τον όροφο του ιλίγγου και σκάνε ζούφια.
Βροχή θεωρείται από τον ίλιγγο και πάνω.
Γελάει το τελευταίο της γέλιο, με την πρώτη σύλληψη παπουτσιού.
Σε όλους μας έρχεται, αργά, καθώς κοιμόμαστε. Ούτε ένας μας, δεν έχει μείνει να την περιμένει.
Ξεκινάει έναν μονόλογο. Εκείνον τον παλιό του Φλωμπέρ… και σκεπάζει κάθε ξεσκέπαστο ώμο.
Ξέπνοη το πρωί και λυπημένη, για την μοναξιά, την δικιά μας μοναξιά, που σήμερα… κόβει πιο πολύ από πάντα… γυρίζει πίσω η Κατερίνα.
Αφήνει ένα σημείωμα μόνο. Ένα χαζό ψέμα. Πως δεν την νοιάζουμε καθόλου. Πως ήρθε μόνο να μαζέψει πίσω τον δούρειο τον ίππο.