Του Γιάννη Δημογιάννη
Το ημερολόγιο έγραφε 15-01-2017. Κανείς δεν υποψιαζόταν τι θα συναντούσαμε εκείνο το Σάββατο, ούτε και εγώ θα φανταζόμουν πως, 4 μήνες μετά, η ζωή μου θα άλλαζε τόσο βαθιά. Κι όμως, εκείνο το βροχερό μεσημέρι αποδείχθηκε σημαδιακό για πολλούς. Η φωτογραφία θυμίζει τον απόπλου του κοινού μας ταξιδιού! Ακριβώς απέναντι από την παραθαλάσσια ζώνη και τα πλοία, που σαλπάρουν για τους Ευρωπαϊκούς «Παραδείσους», μία χούφτα Πατρινών – η κοινωνική κουζίνα «Ο Άλλος Άνθρωπος» Πάτρας, μαζί με την Ένωση για την υπεράσπιση των μεταναστών – συγκεντρώθηκε στο ερειπωμένο εργοστάσιο της ΑΒΕΞ, στον τόπο ενός σύγχρονου δράματος. Πρόθεση μας να μαγειρέψουμε ένα γεύμα Αγάπης, σε 70 περίπου μετανάστες. 70 μετέωρες ζωές, μία γειτονιά από ξεχασμένους ταξιδιώτες, που, εδώ και καιρό, λαθροβιούν, αναγκασμένοι να βρίσκουν «καταφύγιο» στην ποντικότρυπα ενός παλιού, αλλά στοιχειωμένου εργοστασίου. Χειμωνιάτικα, χωρίς σκηνές, χωρίς τροφή, χωρίς αποχέτευση, δίχως τη στοιχειώδη υγιεινή, δίχως την παραμικρή συμπαράσταση, δίχως ελπίδα ή διέξοδο δια-φυγής ∙ παρέα, μονάχα με τα τρωκτικά και τα ψωριάρικα αδέσποτα.
Έκτοτε, οι εικόνες ετούτης της αδυσώπητης πραγματικότητας εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στις συνειδήσεις μας. Ιδίως στους ελάχιστους εθελοντές της κοινωνικής κουζίνας του «Άλλου Ανθρώπου», για έναν επιπρόσθετο λόγο. Για πρώτη φορά, εκείνο το Σάββατο, νιώσαμε πως το καζάνι με το ταπεινό μας φακόρυζο μπορεί να μην επαρκούσε εν έτει 2017, για όλους τους μετανάστες. Πως μπορεί κάποιοι να έμεναν νηστικοί. Πως μπορεί, δηλαδή, κάποιοι να προσήλθαν στο κάλεσμά μας, με μία ανακούφιση – μία πενιχρή, έστω, προσμονή για ένα πιάτο, ζεστό φαί – αλλά να έφευγαν από το τραπέζι μας, αφάγωτοι και απογοητευμένοι! Πρωτίστως, όμως, ταπεινωμένοι για ένα όνειρο, που κατάντησε να μοιάζει με προδομένο εφιάλτη… Να ονειρεύεσαι την Ιθάκη σου – να διεκδικείς το δικαίωμά σου σ’ ένα καλύτερο μέλλον – αλλά, εκεί που νόμιζες πως γλίτωσες από το μανιασμένο Ποσειδώνα, στη στεριά να σε καταπίνει ένα τσούρμο Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες! Μέσα μας, όπως καταλαβαίνετε, δεν υπήρξε ο παραμικρός δισταγμός. Η ταύτισή μας με τους μετανάστες ήταν ακαριαία, και η υπόσχεση που δώσαμε στην καρδιά μας, αδιαπραγμάτευτη. Στην πόλη μας, δε θα έμενε κανένας τους, πεινασμένος.
Το χρονικό στην πρωτεύουσα των Αχαιών φαντάζει δυστυχώς γνώριμο. Πολύ πριν την περιπέτεια της Ειδομένης, είναι αλήθεια πως η Πάτρα είχε διακριθεί Πανελλαδικά, για τις αρνητικές επιδόσεις της, στο μεταναστευτικό. Από τότε, το μόνο που άλλαξε στην τρέχουσα συγκυρία είναι ότι η παραγκούπολη της ντροπής απλά άλλαξε γειτονιά. Που πρακτικά σημαίνει πως η σύγχρονη Favela, αντί να λιμνάζει στο σώμα της πόλης, μεταφέρθηκε στο λείψανο των εγκαταλελειμμένων της εργοστασίων, και κάπου εκεί, άπαντες οι ιθύνοντες ένιψαν τα χέρια τους. Αφενός, η κεντρική εξουσία – λόγω της αδιαφορίας και της ανεπάρκειάς της να διαχειριστεί άλλη μία καυτή πατάτα, στη εν λόγω «μάστιγα» – αφετέρου, μέχρι και η Δημοτική αρχή του Κ.Πελετίδη, γιατί ακόμη και αυτή (προς απογοήτευση πολλών) έχει σκύψει στο θέμα υποτυπωδώς, ενίοτε δε στα όρια της πολιτικής και ιδεολογικής πρόκλησης, δεδομένης της πολιτικής ταυτότητας και ευαισθησίας του Κομουνιστή δημάρχου. Με μία διόλου αμελητέα διαφορά. Στην περίπτωση και των δύο εμπλεκόμενων μηχανισμών εξουσίας (κεντρική και δημοτική), καμία απολύτως πρόφαση ή δικαιολογία δεν μπορεί να γίνει εκ μέρους μας, ούτε πιστευτή, ούτε καν αποδεχτή. Και τούτη η αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα εδράζεται σ’ έναν κατηγορηματικό λόγο, και ταυτοχρόνως, σε μία σαφέστατη τεκμηρίωση. Μετά από τη συστηματική και αδιάλειπτη εμπλοκή – συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση του συνόλου των προβλημάτων, που ταλαιπωρούσαν δεκάδες μετανάστες της πόλης, καταλήξαμε στο εξής, αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: Το κόστος για τη διευθέτηση του συνόλου των συγκεκριμένων προβλημάτων είναι μηδενικό. Ναι, όπως ακριβώς το ακούσατε ∙ μηδενικό, και οι αποδείξεις έπονται!
Αν κάποιος μού ζητούσε να συνοψίσω τα σημαντικότερα οφέλη από την παρέμβαση των πολιτών στη διαχείριση του μεταναστευτικού, εν Πάτραις, θα επέλεγα τα ακόλουθα δύο κομβικά σημεία: α) τη δυναμική της κοινωνίας των πολιτών και β) τη δυναμική της αποκαλούμενης «οικονομίας των φτωχών». Κοντολογίς, όπου το κράτος και η εξουσία «κάνουν την πάπια» στα ζόρικα, οι πολίτες δύνανται και οφείλουν να πάρουν τις τύχες, στα χέρια τους. Μία πραγματικότητα την οποία, ακόμη και όλοι εμείς, την ανακαλύψαμε σταδιακά, δοκιμαζόμενοι στα εξής κρίσιμα ζητούμενα: την οργάνωση ενός τουλάχιστον συσσιτίου εβδομαδιαίως. 2) την αυτό-οργάνωση της καθημερινής τους κουζίνας, ταυτόχρονα με την παροχή, εξασφάλιση όλων των αναγκαίων, πρώτων υλών. 3) την καθαριότητα – υγιεινή τους, και 4) τη στοιχειώδη διαχείριση των προβλημάτων υγείας, που προέκυψαν λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, στα εργοστάσια ποντικότρυπες. Συνοπτικά, λοιπόν, εδώ και 4 μήνες δημιουργήθηκε – με επίκεντρο την «Κοινωνική κουζίνα, ο Άλλος άνθρωπος» Πάτρας – ένας πυρήνας πολιτών, που ήρθε αντιμέτωπος με τις συγκεκριμένες δοκιμασίες, επιτυγχάνοντας αποτελέσματα, ομολογουμένως αξιοζήλευτα, και για πολλούς άλλους, δύσκαμπτους και ατελέσφορους μηχανισμούς εξουσίας. Επειδή όμως, ως αυτεξούσιοι πολίτες, αδιαφορούμε, είτε για την ευαισθησία, είτε για την αναισθησία της εκάστοτε εξουσίας, στηριζόμαστε αποκλειστικά στη γνώμη των ίδιων των πρωταγωνιστών, δηλαδή των μεταναστών. Και ενώπιον τούτης της πρόκλησης, δηλώνουμε πανευτυχείς, γιατί, μετά από 4 μήνες αδιάλειπτης προσπάθειας, το χαμόγελο έχει πια επιστρέψει στο πρόσωπό τους.
Αρχικά, το εβδομαδιαίο μας συσσίτιο. Ήταν το πρώτο, αυτονόητο βήμα, μετά το σοκ του παρ’ ολίγον ανεπαρκούς γεύματος της 15/1, στα ερείπια της Αβέξ. Στο συγκεκριμένο μέτωπο, οι εθελοντές της κοινωνικής κουζίνας «Ο άλλος άνθρωπος» έπρεπε από την πρώτη κιόλας στιγμή να έρθουν αντιμέτωποι, εντός μίας εβδομάδας, μ’ ένα καινούργιο, φαινομενικά δυσθεώρητο βουνό. Διότι επαγγελματίες μάγειρες ή εστιάτορες δεν υπήρξαμε ποτέ, εντούτοις κληθήκαμε εντός 7 μόλις ημερών να στήσουμε τραπέζι, για 80 τουλάχιστον πεινασμένους συνανθρώπους, οπότε οι κινήσεις μας ήταν σχεδόν ακαριαίες. Και όχι μόνο τα καταφέραμε, αλλά έκτοτε, κάθε Σάββατο, για 4 μήνες ανελλιπώς, κάποιοι αποφασισμένοι πολίτες εξασφάλισαν αυτό, που αδιαφόρησαν οι ταγοί της εξουσίας να προσφέρουν: ζεστό, σπιτικό φαγητό. Με δύο σημαντικές επισημάνσεις. Στα τραπέζια μας, τρώγαμε πάντα μαζί με τους μετανάστες, αλλά από την άλλη, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως πάντα μαγειρεύαμε υπαίθρια, ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο. Μιλώντας, επίσης, επί του συγκεκριμένου, πρέπει να καταγραφεί πως το επιτελείο του δημάρχου Πελετίδη «έλαμψε» για άλλη μία φορά, δια της απουσίας του, αδιαφορώντας επί της ουσίας να εξασφαλίσει το πλέον αυτονόητο: έναν στεγασμένο χώρο, προκειμένου να προσφέρουμε όσα αμέλησαν οι αιρετοί άρχοντες. Και επί του προκειμένου, οι όποιες δικαιολογίες φαντάζουν από νηπιακές έως ανεπίτρεπτες, ιδίως για αριστερούς.
Επειδή, βέβαια, κανείς μας δεν τρώει μονάχα το Σάββατο, οργανώσαμε αναγκαστικά και το επόμενο «μέτωπο». Την αυτό-οργάνωση των μεταναστών, εντός του επίσης ερειπωμένου εργοστασίου Λαδόπουλος, εξασφαλίζοντάς τους, όλα τα αναγκαία σκεύη, και προϊόντα, ώστε να είναι αυτάρκεις στο καθημερινό τους μαγείρεμα. Και επειδή, εκτός από φαγητό, οι άνθρωποι χρειάζονται επιπλέον παπούτσια ή ρούχα, οι Πατρινοί συμπολίτες φρόντισαν και γι’ αυτό. Εντός, μόλις, μίας εβδομάδας κατόρθωσαν να στήσουν ένα αυτο-διαχειριζόμενο, υπαίθριο Μοναστηράκι, καλύπτοντας πλήρως όλες τις στοιχειώδεις τους ελλείψεις. Συνολικά επομένως, και σε ό,τι αφορά τις στοιχειώδεις ανάγκες (διατροφή, ένδυση), οι μετανάστες έχουν πια περιοριστεί στο να μας ενημερώνουν για όσα χρειάζονται ή όσα – γιατί όχι – προτιμούν σαν άνθρωποι. (Χαριτολογώντας, ας αναφερθεί ενδεικτικά πως στον τελευταίο ανεφοδιασμό της φτωχικής κουζίνας τους, οι φιλοξενούμενοί μας, μεταξύ άλλων, ανεφοδιάστηκαν με 2 κούτες γάλα, φράουλες, κρεμμύδια, έως και κόκκινο τσίλι…)
Η δικιά μας Αλήθεια, άρα, μιλά με χειροπιαστές αποδείξεις, για ένα πρόγραμμα επισιτιστικής αυτάρκειας, που στηρίχτηκε «εργο-λαβικά» στη συνεργασία και την ανταπόκριση των πολιτών, αναδεικνύοντας μονότονα, την απουσία, των πάσης φύσεως αρχόντων. Για να καταλήξουμε στο εντυπωσιακότερο, ίσως, μέγεθος ∙ την αποκαλούμενη από πολλούς «οικονομία των φτωχών, ειδάλλως οικονομία των πολιτών». Έχοντας κρατήσει σκόπιμα τις αποδείξεις λιανικής αγοράς, αποδεικνύεται αδιάψευστα ότι, αφενός τα συσσίτια των Σαββάτων, κοστολογημένα, δεν ξεπέρασαν ποτέ το «αστρονομικό» ποσό των 40 ευρώ!!! 40 ευρώ, για να θρέφονται κάθε Σάββατο, το λιγότερο 80 μετανάστες. Γεγονός που σημαίνει πως, εντός τετραμήνου, έχουν ήδη μοιραστεί πάνω από 1200 μερίδες ζεστού, σπιτικού φαγητού. Η εξήγηση, πάντως, δεν απαιτεί ούτε σοφία, ούτε συνιστά εκ μέρους μας, μαγκιά. Γιατί, προκειμένου να ετοιμάσεις ένα τραπέζι για 80 πεινασμένους, χρειάζεσαι αποκλειστικά και μόνο, δύο πράγματα: έναν φιλότιμο φούρναρη, και έναν καπάτσο προμηθευτή. Τα βρήκαμε και τα δύο, οπότε όλα εξελίχθηκαν κατ’ ευχή. Σε ό,τι αφορά, τώρα, τις καθημερινές προμήθειες της «παραγκούπολης», καθώς και το κόστος των υπόλοιπων στοιχειωδών αναγκών, οι μοναδικοί αιμοδότες μας εξακολουθούν να είναι οι πολίτες, οι οποίοι – μολονότι χτυπημένοι σφοδρά από την κρίση – εντούτοις μάς εμπιστεύτηκαν, επιδεικνύοντας πνεύμα αξιοθαύμαστης γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης. Συνοψίζοντας, οι πολίτες – είτε άμεσα σαν εθελοντές της κουζίνας, είτε έμμεσα σαν αναντικατάστατοι «χορηγοί ελπίδας» – υπήρξαν η καλύτερη εκδοχή της φυλής, υπερβαίνοντας έτσι ρατσιστικά στερεότυπα και ιδεοληψίες.
Το παραπάνω έργο, επίσης, παίχτηκε και σε δύο επιπλέον, αλληλένδετα μεταξύ τους κρίσιμα θέματα. Τις συνθήκες καθαριότητας, υγιεινής, καθώς και τη διευθέτηση μεμονωμένων κρουσμάτων ασθενειών. Γιατί, πράγματι, αν αναγκάζεσαι για μήνες να ζεις σαν τρωγλοδύτης, παρέα με τους ποντικούς και τα βοθρολύματα, λίαν συντόμως θα νοσήσεις και εσύ, με όλες τις μάστιγες του Φαραώ. Κατάσταση την οποία δε θα επιτρέπαμε προφανώς να ξεσπάσει στο «Ξενο-δοχείο» Λαδόπουλος, γι’ αυτό και εξασφαλίσαμε στους ενοίκους του, όλα τα απαραίτητα για την προστασία της υγείας τους. Από λεκάνες πλυσίματος, μέχρι όλα τα σχετικά προϊόντα, πάντα στη λογική της αυτό-οργάνωσης και της αυτάρκειας. Γεγονός που σημαίνει πως εγγυηθήκαμε έως και τα δερματολογικά φάρμακα, τα οποία μάς εξασφάλισε ένας φίλος μας, αλληλέγγυος φαρμακοποιός. Παρά, όμως, τη μονότονη επανάληψη-κριτική μας, εξακολουθεί να μάς σοκάρει το εξής γεγονός! Μολονότι η Πάτρα διαθέτει δύο περιφερειακά νοσοκομεία, ένα εκ των οποίων είναι και Πανεπιστημιακό, φαντάζει στη κοινή λογική μας, αδικαιολόγητη, έως και προκλητική, η αδιαφορία των τοπικών αρχόντων, για την υγεία όλων, ιδίως αν αναλογιστούμε καλοπροαίρετα πως ο Δήμαρχος Πελετίδης είναι επί δεκαετίες, μάχιμος καρδιολόγος, με κοινά διαπιστωμένη, την κοινωνική του ευαισθησία. Πρόκειται προφανώς, για άλλη μία ηχηρή απουσία της εξουσίας, που μαρτυρεί την τραγελαφική κακοδαιμονία του κατεστημένου.
Κάπως έτσι καταλήγουμε αισίως στην πρώτη Ανάσταση, και τον κοινό μας εορτασμό. Η εικόνα μιλά σε όσους νογούν. Είναι η δικιά μας Υφήλιος ∙ τα γέλια, οι ευχές, τα φωτεινά τους πρόσωπα, η θαλπωρή, η ανακούφιση, που αδυνατούν να χωρέσουν σε λέξεις. Για όλους εμάς, που αφουγκραστήκαμε την αγωνία της ψυχής τους, τίποτε δε θεωρήθηκε ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Όμως, σε τούτη τη ρωγμή του χρόνου, κρατάμε το σημαντικότερο όλων. Η συναναστροφή μας με τους μετανάστες της Πάτρας, μάς δίδαξε πολλά – ίσως να μας έκανε και καλύτερους ανθρώπους – αλλά σίγουρα καταγράφτηκε στη συνείδησή μας, σαν ένα μήνυμα συμφιλίωσης και αλτρουισμού. Ακριβώς ό,τι δηλώνει και το όνομα του Αφγανού μας φίλου Πευμάν (Payman), που σημαίνει Υπόσχεση, συμφωνία, συνθήκη. Η Ιστορία, εξάλλου, δείχνει πως κάθε ανθρώπινη υπόθεση απαιτεί τη συναίνεση πολλών. Και στην περίπτωση μας, τούτος ο ανθρώπινος Νόμος δικαιώθηκε πλήρως.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 13.5.2017