Ο Άλιμος υπήρξε για πολλούς αιώνες ένας έρημος τόπος και ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν η γειτνίασή του με τη θάλασσα. Από εκεί προερχόταν ο πιο μεγάλος κίνδυνος, που ανάγκαζε τους ανθρώπους να ζουν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές, μέσα στην ενδοχώρα, για να προφυλαχθούν: οι πειρατές. Αναφερόμαστε στην εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στα χρόνια της κυριαρχίας των Σταυροφόρων και των επιγόνων τους στην Αττική.
Η θάλασσα άρχισε να γίνεται πηγή κινδύνων για τους κατοίκους των νησιών και των παράκτιων περιοχών από τα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ., όταν οι Άραβες, οι μεγάλοι εχθροί του Βυζαντίου, δημιούργησαν στόλο και άρχισαν τις επιδρομές στο Αιγαίο. Τα πράγματα χειροτέρεψαν μετά τη δεκαετία του 820, οπότε οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη και τη μετέτρεψαν σε βάση των πειρατικών επιχειρήσεών τους. Ο Σαρωνικός κόλπος ήταν ένας από τους χώρους δράσης τους. Τον 10ο αιώνα, η Σαλαμίνα ήταν έρημη, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών. Έτσι, όλος ο πληθυσμός είχε αποτραβηχτεί στην οχυρωμένη Αθήνα και ακόμα πιο μέσα, προς τα βουνά του λεκανοπεδίου.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η περιοχή του Αλίμου εγκαταλείφθηκε και η εκκλησία που είχε παλαιότερα κτιστεί στον λόφο της Αγίας Άννας στο Καλαμάκι, ερειπώθηκε. Κάποια δραστηριότητα φαίνεται να υπήρξε κοντά στη σημερινή Ζωοδόχο Πηγή, στο σταθμό του μετρό, όπου σώζονται τα ερείπια μιας άλλης εκκλησίας που ίσως κτίστηκε μετά τον 7ο αιώνα, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε για πολύ. Δεν υπάρχουν όμως καθόλου ίχνη από σπίτια και άλλες εγκαταστάσεις, όπως συμβαίνει εξάλλου σε όλη την ακτογραμμή και στον ίδιο τον Πειραιά, που παρέμενε μεν το λιμάνι της Αθήνας, αλλά ήταν ακατοίκητος.
Η δράση των πειρατών διακόπηκε για λίγο μετά το 961, όταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς πέτυχε να εκδιώξει τους Άραβες από την Κρήτη. Η ασφάλεια στο Αιγαίο αποκαταστάθηκε και δειλά-δειλά άρχισε η επιστροφή του πληθυσμού προς τις παραλιακές τοποθεσίες που είχαν ως τότε ερημωθεί.
Μία μικρή αγροικία που βρέθηκε από την αρχαιολόγο Κωνσταντίνα Καζά στο άνω Καλαμάκι, στην οδό Καζαντζάκη 6, σχετίζεται μάλλον με αυτή την ιστορική εξέλιξη. Η ίδια αρχαιολόγος εντόπισε τμήμα από ένα μεγαλύτερο κτήριο κοντά στον λόφο της Αγίας Άννας, επί των οδών Ελικωνιδών και Παλαιστίνης. Επρόκειτο για ένα μεγάλο συγκρότημα, με συνεχόμενα δωμάτια που μάλλον περιέβαλαν μια αυλή. Μέσα στα δωμάτια βρέθηκαν υπόγεια αποθηκευτικά πιθάρια, ενώ εντοπίστηκαν και χάλκινα νομίσματα που χρονολογούνται στον 10ο-11ο αιώνα. Το κτήριο αυτό εντασσόταν πιθανότατα σε κάποιο μεγάλο αγρόκτημα της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι δεν έχουμε οργανωμένη κατοίκηση, με τη μορφή ενός οικισμού, αλλά μεμονωμένες εγκαταστάσεις. Οι παραθαλάσσιες τοποθεσίες εξακολούθησαν να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη και φόβο.
Από τον 12ο αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν και πάλι προς το χειρότερο. Η παρακμή του βυζαντινού ναυτικού, η διάβρωση της διοίκησης και η διείσδυση των δυτικών εμπορικών δυνάμεων στο Αιγαίο, δημιούργησαν τις συνθήκες για τη νέα έξαρση της πειρατείας. Ο Σαρωνικός έγινε ξανά επικίνδυνος και η Αίγινα μετατράπηκε σε ορμητήριο πειρατών που επέδραμαν σε όλα τα γύρω παράλια. Η περιοχή του Αλίμου πρέπει να ερημώθηκε ξανά.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο μετά το 1204, όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία, διαμοιράζοντας τα εδάφη της. Το Αιγαίο και τα παράλιά του διασπάστηκαν σε δεκάδες μικρές επικράτειες και φέουδα, επιτρέποντας έτσι τη μεγάλη άνθιση της πειρατείας, που ασκούσαν πλοία ποικίλων εθνικοτήτων. Οι Φράγκοι κυρίαρχοι της Αθήνας επιχείρησαν να ελέγξουν τα παράλιά της με ένα σύστημα πύργων-παρατηρητηρίων για την έγκαιρη ειδοποίηση σε περίπτωση εμφάνισης πειρατών, αλλά το μέτρο αυτό δεν πρόσφερε καμία προστασία σε όσους θα επιχειρούσαν να ζήσουν κοντά στις ακτές. Με τη δράση πειρατών στην περιοχή ίσως σχετίζεται ένας θησαυρός από 1000 νομίσματα της εποχής, που βρέθηκε το 1860 κοντά στον Άλιμο, στο Χασάνι (μετέπειτα Ελληνικό).
Παρόλα αυτά, μέσα στο πρώην κτήμα Γερουλάνου, σε κάποια απόσταση ασφαλείας από τις ακτές, ιδρύθηκε μία μικρή εκκλησία αξιόλογης αρχιτεκτονικής, που σώζεται μέχρι σήμερα, αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ίσως αποτελούσε μικρό μοναστήρι, ένα από τα πολλά που κτίστηκαν εκείνη την περίοδο στην ύπαιθρο της Αττικής, εκφράζοντας —μεταξύ άλλων— την αντίθεση του ντόπιου, ορθόδοξου πληθυσμού απέναντι στους δυτικούς κυρίαρχούς του. Ο ναός αυτός αποτελεί σήμερα το παλαιότερο ιστάμενο κτίσμα του Αλίμου και έχει αρχαιολογική σημασία που ξεπερνά τα τοπικά του όρια.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια ακόμα, μετά την οθωμανική κατάκτηση της Αττικής το 1456, για να ξανακατοικηθεί ο Άλιμος, με τη μορφή των χωριών-τσιφλικιών των Επάνω και Κάτω Τραχώνων, όπου εγκαταστήθηκαν χριστιανοί Αρβανίτες, αγρότες και κτηνοτρόφοι. Η πειρατεία εξακολουθούσε να ακμάζει στον Σαρωνικό και οι πειρατές έκαναν επιδρομές που έφταναν ως το Δαφνί ή ακόμα και τη Χασιά. Οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες είχαν όμως εφοδιάσει τους Τράχωνες με μικρούς πύργους, όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κολήγες τους, σε περίπτωση κινδύνου.
*το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2024 στην εφημερίδα “Άλιμος Σήμερα”
Φωτογραφία: Χάρτης του λεκανοπεδίου της Αθήνας του 1683, που αποδίδει σε γενικές γραμμές την κατάστασή του κατά τους προηγούμενους αιώνες. Διακρίνεται η ακατοίκητη ζώνη των παραλίων.