Του Θανάση Ξένου
Κάθε μέρα που σκοτώνεις Κάτι από το χθες Παρατηρείς τις γωνιές Του τώρα
Χθες βράδυ Στην πρώτη φθινοπωρινή μας βόλτα Ανάμεσα στα λαμπιόνια της πόλης Δροσιά σε Γκρίζο τσίρκο Τις φτέρνες σου πρόσεξα Προς τα μέσα που γέρνουν Δίνοντας μια όψη αστεία στα παπούτσια σου Και καθώς τα κορδόνια σου αφήνεις άλυτα Μοιάζεις με παλιάτσο
Σαν Εκείνον που σε έντυναν μικρό Χωρίς σπαθί και κάπα Χωρίς υπερδυνάμεις Αφού ήρωας δεν ήσουν Μα πάντα ζήταγες να γίνεις Ποτέ σου όμως δεν συνάντησες Ήρωες με πολύχρωμα μπαλώματα Ραμμένα σε μαύρη φόδρα Με μάγουλα βαμμένα
Ζόφο ξεβάφοντας γέμιζαν τη ψυχή σου
Ήθελε όμως δύναμη Σε όσα ένιωθες πνικτικά Να μένεις πάντα γελαστός Πάντα να σκέφτεσαι ορθώς
Τις μέρες εκείνες Απώθησες λοιπόν από το νου Αλλά σου έμεινε κουσούρι Κόσμο και λόγια να ξεχνάς
Και Όταν πια αποδέχτηκες Πως σαν ξεχνάς Ευτυχισμένος είσαι Έπρεπε ξανά να θυμηθείς Πως είν’ να Ζεις Με ξεγνοιασιά
Αποκαθήλωσες όμως Ήρωες και όνειρα Και σε όσες έχεις αναμνήσεις Καμώθηκες να ψάχνεις για απαντήσεις
Αντί για απόκριση Μια σκέψη που αποτεφρώνει Ελπίδας απομεινάρια Άρχισε το αύριο να διαβρώνει
“Και αν είναι ο ίσκιος μου μικρός;”
Ανάξιος όχι άλλους για να σώσεις Ανάξιος τον εαυτό σου να λυτρώσεις Μια αγκαλιά που είναι κοντή Αγάπη ανίκανος να δώσεις
Τα μάγουλα σου πια δε βάφεις Μα τρόπους άλλους έμαθες Να κρύβεις τα σημάδια Που έσκαψαν τα φιλιά Όταν τον εαυτό σου πρόδωσες
Και όταν η βόλτα τέλειωσε
Κενή γωνιά του τώρα Βρήκες να κουρνιάσεις Έναν παλιάτσο να σκοτώσεις Έναν παλιάτσο να γεννήσεις
Θανάσης Ξένος