Πέθανε την Τετάρτη στο Παρίσι, σε ηλικία 94 ετών.
Καιροί που οι άνθρωποι ήταν αλλιώτικοι, ή τόσο σημαντικοί, ώστε να γίνουν μύθοι μέσα μας. Καιροί μεγάλων ιδεών, μεγάλων παθών, καιροί θανάτου, καιροί αντίστασης- κυρίως στον ίδιο τον θάνατο. Καιροί που μεγαλουργούσαν οι ποιητές, και, εν τη γενναιοδωρία τους, έσπρωχναν και τους γύρω τους να μεγαλουργήσουν.
«Δεν θα σου ξανανοίξω την πόρτα» έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος στην Καίτη Δρόσου, «αν δεν μου φέρεις τα ποιήματά σου». Εκείνος «μεγάλος», λίγο πάνω απ’ τα τριάντα ας πούμε, κι εκείνη 13 χρόνια μικρότερη. Υπέκυψε στην πίεσή του, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει, έχοντας μαθητεύσει πλάι του, πλάι στον Αρη Αλεξάνδρου και σε άλλους, και συλλαμβάνοντας τη βαθύτερη ουσία της Τέχνης: ότι είναι εξομολογητική.
Η Καίτη Δρόσου συνέχισε να ασχολείται με την ποίηση, και για την ακρίβεια με τους ποιητές. Μετά τη λήξη του γάμου της με τον Φάνη Καμπάνη, παντρεύτηκε τον Αρη Αλεξάνδρου και έζησε όλες τις στιγμές της δύσκολης ζωής του, σαν σύντροφος εν λογοτεχνικοίς και πολιτικοίς όπλοις. Εξορία εκείνος, σε απομόνωση, συμπαραστάτιδα εκείνη από μακριά (ποιος «ελεύθερος» θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε ένα στρατόπεδο;) Θυμωμένη με όσους τον έβγαζαν στο περιθώριο. Πάντοτε στενά δεμένη με τον Γιάννη Ρίτσο, κι ας μην ταυτίζονταν ακριβώς όσα πίστευαν. Η Καίτη, ο Αρης και ο έτερος ποιητής, έμειναν φίλοι αγαπημένοι, μέχρι τον θάνατό του. Ηδη ο Αρης είχε αναχωρήσει…
Αγάπησε και άλλους ποιητές, τους Ρώσους Μαγιακόφσκι και Μπρόντσκι. Η μητρική γλώσσα του Αλεξάνδρου, η ρωσική, της έδωσε πρόσβαση στο έργο τους. Γνωρίζοντας την πραγματικότητα της «μεγάλης σοβιετικής πατρίδας» τοποθετήθηκε κριτικά απέναντί της σε σχέση με τη συμπεριφορά της στους δυο τους, στα δοκίμια «Ο αποστάτης Μαγιακόβσκι και η Οκτωβριανή Επανάσταση» (1990) και «Ιωσήφ Μπρόντσκι. Ο ποιητής και η Κα-Γκε-Μπε» (1988).
Το αποτύπωμά της το άφησε σε αυτά τα δύο μικρής έκτασης βιβλία, στη μετάφραση ποιημάτων του Μαγιακόφσκι, σε κάποιες ποιητικές συλλογές και στο μυθιστόρημα «Αναμνήσεις από τα σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ Σιμόν».
Ισχυρότερο υπήρξε το ίχνος που άφησε στη ζωή ανθρώπων, όπως διαγράφεται από τον τόμο «Τροχιές σε διασταύρωση» που κυκλοφόρησε το 2008 με τη φιλολογική φροντίδα της Λίζυς Τσιριμώκου. Ετσι ήρθαν στη δημοσιότητα τα δελτάρια του Γιάννη Ρίτσου προς την «αγαπημένη του Καιτούλα» από τόπους εξορίας (τη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη), όπως και τα γράμματα του ποιητή στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Πολλά στοιχεία για τη ζωή και τη δραστηριότητα του Άρη Αλεξάνδρου και της Καίτης Δρόσου στη Γαλλία και την Ελλάδα έχει καταθέσει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στη μελέτη του «Άρης: Ο εξόριστος» (2004).
Η Καίτη Δρόσου πέθανε στο μικρό σπιτάκι που διατηρούσε στο Παρίσι στο οποίο ζούσε με τον Αρη Αλεξάνδρου από τη δικτατορία. Ηταν 94 ετών. Την βρήκαν το πρωί της Τετάρτης νεκρή στο σπίτι της. Ηθελε να ζει εκεί. Φίλοι της λένε ότι ήθελε να ταφεί «δίπλα στον Αρη». Στον άνδρα του οποίου ήταν το διαρκές στήριγμα.
Η κοινή ζωή τους, μια ολόκληρη εποχή, δημιουργίας και διώξεων, έχει αποτυπωθεί σ’ ένα μικρό λεύκωμα που εξέδωσε η εγγονή της, Κατερίνα Καμπάνη με τίτλο «Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου» (εκδ. Ύψιλον). Η Κατερίνα, παραδίδει στον αναγνώστη μερικές αθέατες πτυχές ενός σπουδαίου, τρυφερού, όσο και μοναχικού ανθρώπου. Στο μικρό της «λεύκωμα» (κείμενο και κάποιες φωτογραφίες) μαθαίνουμε όσα από αξιοπρέπεια δεν είχε φανερώσει, χωρίς όμως και να τα αποκρύπτει. Και μαθαίνουμε για τα αμέτρητα χειρωνακτικά κυρίως επαγγέλματα που άλλαξαν εκείνος και η Καίτη Δρόσου όταν ήταν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και για τις μέρες και τους μήνες των στερήσεων.