Kριστόφ Κισλόφσκι, φωτογραφία: Wojciech Druszcz / Reporter / East News
«Έχω ένα πολύ καλό στοιχείο στον χαρακτήρα μου και αυτό είναι ότι είμαι απαισιόδοξος»
Από το παιδικό του όνειρο να γίνει τεχνικός καυστήρων, μέχρι τη συνάντηση του με τη γυναίκα που αγάπησε και το πάθος του για τους σταθμούς τρένων, σας παρουσιάζουμε τα λιγότερο γνωστά στοιχεία για τον Κρίστοφ Κισλόφσκι.
Αποκλειστική μετάφραση για το Νόστιμον Ήμαρ: Afterwords
Το παιδί των μετακινήσεων
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια με βαλίτσες. Η οικογένεια του μετακόμιζε συνεχώς από τη μια πόλη στην άλλη. Ο πατέρας του υπέφερε από φυματίωση και για αυτό η οικογένεια του μετακόμιζε σε μέρη όπου θα μπορούσε να λάβει περίθαλψη: σανατόρια, μέρη με καλύτερο κλίμα, πόλεις χωρίς βιομηχανικά τοπία. Μια από τις στάσεις τους ήταν το πολωνικό θέρετρο Sokołowsko. Προς τιμήν του, το μικρό χωριό στην οροσειρά Sudetes, γνωστό ως Silesian Davos, φιλοξενεί σήμερα το φεστιβάλ Hommage á Kieślowski (Φόρος τιμής στον Κισλόφσκι).
Το σπίτι του Κισλόφσκι στο Sokołowsko.
Από τεχνικός καυστήρων, πυροσβέστης
«Για να πω την αλήθεια ποτέ δεν ήθελα να πάω σχολείο», παραδέχεται ο σκηνοθέτης στο ντοκιμαντέρ Κριστόφ Κισλόφσκι : I’m So-So. «Ήθελα να γίνω τεχνικός καυστήρων. Στο σπίτι που ζούσαμε υπήρχε κεντρική θέρμανση, μπορούσες να ζεσταθείς στους καυστήρες. Είχα ένα φίλο που τον έλεγαν Skowron, ο οποίος ήταν ήδη τεχνικός καυστήρων και πίστευα ότι είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς στη ζωή του. Οι γονείς μου δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό μου κι έτσι προσπάθησαν να με στείλουν σχολείο, σε ένα οποιοδήποτε σχολείο. Ο πατέρας μου με έστειλε σε σχολή πυροσβεστών. Ήταν μια αρκετά έξυπνη κίνηση εκ μέρους του γιατί εκεί κατάλαβα πως δεν θέλω με τίποτα να γίνω πυροσβέστης. Ίσως αν ο πατέρας με άφηνε να ασχοληθώ με τους καυστήρες, θα καταλάβαινα γρήγορα ότι δεν ήθελα να γίνω τεχνικός καυστήρων».
Τεχνικός θεάτρου
Δεν έγινε ούτε πυροσβέστης ούτε τεχνικός καυστήρων. Οι γονείς του τον έστειλαν στην Βαρσοβία όπου θα μπορούσε να πάει σε ένα λύκειο για μελλοντικούς τεχνικούς θεάτρου. Ο θείος του ήταν υποδιευθυντής του σχολείου και βοήθησε στην εξασφάλιση μιας θέσης για τον Κριστόφ. Λίγο αργότερα η αδερφή του πήγε στο ίδιο σχολείο. Κοιτάζοντας πίσω…
”το σχολείο ήταν φανταστικό. Μου έδειξε ότι η ζωή είναι γεμάτη με πολύ περισσότερα πράγματα από εκείνα που παράγονται απλά για να χρησιμοποιηθούν, ότι υπάρχει μια διαφορετική σφαίρα ζωής, μια που δίνει μια εντελώς διαφορετική ενέργεια. Εκφράζοντας το ευγενώς, μια ενέργεια για την ψυχή και τον νου.”
Ήθελε να δουλέψει στο θέατρο, όχι ως ζωγράφος ή βοηθός στο καμαρίνι αλλά ως σκηνοθέτης. Αλλά για να μπει στη θεατρική σχολή χρειαζόταν απολυτήριο λυκείου.
Θεατρικός σκηνοθέτης κατ’ επέκταση
«Σκέφτηκα ότι εφόσον έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί χρειάζεται να διαβάσω ιστορία, Πολωνικά ή κοινωνιολογία αν μπορούσα να ακολουθήσω κατευθείαν τη σωστή πορεία – τη σκηνοθεσία θεάτρου. Σκέφτηκα ότι αν αποφοιτούσα από τη σκηνοθεσία ταινιών τότε κατ’ επέκταση θα γνώριζα κάποια πράγματα για τη σκηνοθεσία θεάτρου. Θα ήταν απλά ένα στάδιο, αλλά όχι ο στόχος».
Παρόλα αυτά, δεν μπήκε στο σχολείο. Απορρίφθηκε δύο φορές πριν περάσει τελικά το εισαγωγικό τεστ. Αναφέρεται στις προσπάθειες του, «Ήμουν πολύ πεισματάρης […] Αν αυτά τα καθάρματα δεν με θέλουν, θα τους δείξω εγώ». Μετά την τρίτη προσπάθεια, παράτησε την εξέταση, έκανε μια τούμπα στο γρασίδι μπροστά από το κτήριο, πέταξε τα γυαλιά του κάτω και τα κατέστρεψε πατώντας τα.
Οι γυναίκες
Τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες. Το ότι άλλαζε τις κοπέλες σαν πουκάμισα, ήταν ο λόγος που τον ζήλευαν όλοι οι φίλοι του στο λύκειο. Όλα άλλαξαν στο πανεπιστήμιο. Μια μέρα είχε μαζί με έναν φίλο του διπλό ραντεβού. Ο Κισλόφσκι θα συναντούσε ένα κορίτσι που του άρεσε και εκείνη θα έφερνε μαζί της μια φίλη. Τελικά όλα άλλαξαν. Η Μαρία Κοτίγιο, το κορίτσι που ήρθε για να συναντήσει τον φίλο του Κισλόφσκι, ήταν εκείνη που τράβηξε την προσοχή του. Της έκανε πρόταση γάμου δύο βδομάδες αργότερα. Η Μαρία Κισλόφσκα ήταν η γυναίκα του μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.
Όταν πρόκειται για τη γυναικεία προσοχή, μετά την επιτυχία της ταινίας Krótki film o miłości (Ταινία μικρού μήκους για την Αγάπη), και την ταινία Trzy kolory: Biały (Τρία χρώματα : Λευκό), οι γυναίκες ηθοποιοί από όλο τον κόσμο ονειρεύονταν να πρωταγωνιστήσουν στις ταινίες του. Η Catherine Denevue ήθελε να παραιτηθεί της πληρωμής, απλά για να μπορέσει να παίξει στην ταινία Trzy Kolory: Niebieski /Τρία Χρώματα: Μπλε. Και ανάμεσα σε εκείνες που καμαρώνουν ότι γοητεύτηκε από το σινεμά του Κισλόφσκι είναι η Νικόλ Κίντμαν.
Η υποκριτική
Όταν ξεκίνησε να σπουδάζει στο Łódź Film School, δεν αρκέστηκε να βοηθάει άλλους σκηνοθέτες και να κάνει τις πρώτες μικρού μήκους δουλειές του. Που και που στεκόταν μπροστά από την κάμερα και έπαιζε σε επεισόδια. Στη δική του μικρού μήκους ταινία Koncert życzeń / Κονσέρτο ευχών, υποδύθηκε έναν ποδηλάτη που έβοσκε μια αγελάδα, στην ταινία Don Gabriel των Ewa και Czesław Petelski, υποδύθηκε έναν στρατιώτη. Η καριέρα του ως ηθοποιός τελείωσε με έναν ρόλο σε ένα επεισόδιο της σειράς Me, Is It Here They Beat Up People? του Marek Piwowski.
Το ντοκιμαντέρ – Ο κόσμος σε μια σταγόνα νερού
Στη σχολή κινηματογράφου είχε τρία είδωλα: τους Μπρεσόν, Μπέργκμαν και Karabasz. Πιο κοντά σε εκείνον ήταν ο Karabasz, λέκτορας στη σχολή κινηματογράφου, διακεκριμένος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και παιδαγωγός. Έμαθε στον Κισλόφσκι ότι για να μπορέσει κάποιος να κάνει ταινίες, πρέπει να έχει τον δικό του κόσμο για να διηγείται. Στο ντοκιμαντέρ του Krzysztof Wierzbicki, ο Κισλόφσκι νοσταλγεί εκείνη την περίοδο της ζωής του…
‘‘Ο κόσμος τριγύρω ήταν πολύ στενάχωρος. Δεν ήταν μαύρος ή άσπρος, ήταν μόνο μαύρος. Ίσως γκρι. Αυτό συνδέεται με την περιοχή που βρισκόταν η σχολή κινηματογράφου, στο Λότζ. Η πόλη είχε μια ιδιαίτερη φωτογένεια, βρώμικη, γδαρμένη. Έτσι ήταν ολόκληρη η πόλη, έτσι κατά κάποια έννοια ήταν και ολόκληρος ο κόσμος. Τα πρόσωπα των ανθρώπων δεν διέφεραν από τους τοίχους, κουρασμένα, στεναχωρημένα με έναν τόνο δράματος στα μάτια τους, το δράμα του να αισθάνεσαι τις ανοησίες, το ανατριχιαστικό συναίσθημα που δεν οδηγεί πουθενά.”
Στα ντοκιμαντέρ περιέγραφε αυτούς τους κομμουνιστικούς μικρόκοσμους, παρουσιάζοντας συνηθισμένους ανθρώπους με συνηθισμένες ζωές. Αυτοί ήταν κόσμοι σε σταγόνες νερού. Δημοτικό σχολείο, νοσοκομείο, εργοστάσιο, γραφείο – από αυτά τα μικρά κομμάτια της πραγματικότητας, ο Κισλόφσκι ολοκλήρωσε την εικόνα των ανθρώπων στη Δημοκρατία της Πολωνίας.
«Γράμματα στους ηγέτες»
Μετά τη σχολή κινηματογράφου ξεκίνησε να δουλεύει για την εταιρεία Documentary and Feature Film Production Company στην οδό Chełmska στη Βαρσοβία. Του είχε ανατεθεί να ενώσει την Ιστορία των ταινιών. Εκεί γνώρισε τον Jacek Petrycki, έναν νέο κινηματογραφιστή που αργότερα έγινε στενός συνεργάτης. Αν και ποτέ δεν ασχολήθηκε άμεσα με την πολιτική, περιγράφοντας την πραγματικότητα αποκάλυψε τα ψέματα του κομμουνιστικού συστήματος. «Ήταν τα γράμματα στους ηγέτες» – είπε ο Tomasz Zygadło για τις ταινίες του. Ο Κισλόφσκι ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στο τι θα μπορούσαν να επιτρέψουν οι αρχές και σε αυτό που θα ήταν μεμπτό. «Φοβόμασταν ότι θα μας αποδοκίμαζαν και συνεχώς το έκαναν» – ξεκαθάρισε μερικά χρόνια αργότερα.
«Τον γελοιοποίησες » -Τέλος για τα ντοκιμαντέρ
Το Night Porter‘s Point of View αποδείχθηκε ένα επαναστατικό ντοκιμαντέρ στην κινηματογραφική του παραγωγή. Συνέλαβε τον ολοκληρωτισμό. Η ιστορία ενός θυρωρού, που απολαμβάνει τη δόξα της «δύναμής» του, αποτέλεσε ένα ανοιχτό κατηγορώ ενάντια σε ένα σύστημα που διαφθείρει. Ο Κισλόφσκι έγινε φίλος με τον πρωταγωνιστή του και μετά από χρόνια τον έβαζε σε επεισόδια για διάφορους μικρούς ρόλους.
«Εντάξει, τον γελοιoποίησες εντελώς τον άνθρωπο», είπε η Agnieszka Holland στον Κισλόφσκι μετά την προβολή της ταινίας το Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Κρακοβίας. Κοιτώντας τη συμπεριφορά του πρωταγωνιστή, το κοινό ξεσπούσε σε γέλια κάθε λίγο και λιγάκι, και ο Κισλόφσκι καθόταν όλο και πιο χαμηλά στη θέση του. Η ταινία του δεν προοριζόταν για κωμωδία. «Νομίζω ότι τότε ξεκίνησε – σταμάτησε να κάνει ντοκιμαντέρ» ήταν το σχόλιο του Γέρζι Στουρ για τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς.
Αυτό δήλωσε ο Κισλόφσκι για την απόφασή του να σταματήσει τα ντοκιμαντέρ:
”Εδώ και δέκα χρόνια κάνω ντοκιμαντέρ. Μου αρέσει το είδος και ήταν κρίμα που το παράτησα. Ένιωσα σαν να εγκατέλειψα ένα πλοίο που βυθιζόταν αντί να το σώσω ή να βυθιστώ και εγώ μαζί του με τιμή. Τα ντοκιμαντέρ βυθίστηκαν. Χάθηκαν μαζί με μια γενικότερη έλλειψη ενδιαφέροντος.”
Ο διανοούμενος τεχνίτης
Του άρεσαν οι χειρονακτικές εργασίες. Οι συμμαθητές του έλεγαν ότι κάθε στιγμή που δεν ήταν απασχολημένος με τις «κοπέλες» του, περνούσε τον χρόνο του σε καταστήματα ψάχνοντας για βίδες, για ρουλεμάν μηχανών, εργαλεία. «Χάρη σε εκείνον όλοι του οι φίλοι ήξεραν όλα τα καταστήματα με εξαρτήματα αυτοκινήτων στη Βαρσοβία» – αποκάλυψε ο Janusz Skalski, ένας παλιός φίλος του Κισλόφσκι.
Αναπολώντας το ταλέντο του σκηνοθέτη, ο Κριστόφ Πίζιβιτζ, ένας φίλος και συνεργάτης, είπε :
«Ήξερε πώς να αποσυναρμολογήσει και να συναρμολογήσει ένα ρολόι. Να αποσυναρμολογήσει και να συναρμολογήσει μια μηχανή. Να αποσυναρμολογήσει μια μηχανή και να την ξαναφτιάξει. Όταν είχα δουλειές στο σπίτι να κάνω, ερχόταν με την εργαλειοθήκη του και έφτιαχνε όλες τις βίδες και τους σύρτες, τους πολυελαίους, αποσυναρμολογούσε όλες τις κλειδαριές στις πόρτες.»
Οι φίλοι του χαίρονταν που μπορούσε να τους βοηθήσει με μικροδουλειές στο σπίτι. Ο Sławomir Idziak αστειεύτηκε ότι πολλοί είχαν στρατηγική σχετικά με την προθυμία του Κισλόφσκι να φτιάξει πράγματα, «Ξεκινούσαν να ψευτοφτιάχνουν κάτι μέσα στο αμάξι ενώ ήταν μέσα γνωρίζοντας ότι ο Κισλόφσκι θα τους έλεγε να φύγουν για να το φτιάξει μόνος του.»
Η ξυλουργική ήταν το χόμπι του. «Μου αρέσει να δουλεύω με το ξύλο», είπε στο ντοκιμαντέρ του Krzysztof Wierzbicki. «Δυστυχώς δεν έχω ταλέντο. Έχω φτιάξει πάνω από εκατό πράγματα από ξύλο, απλά χρήσιμα πράγματα που χρειάζονται σωστές γωνίες. Και ακόμα δεν έχω καταφέρει να φτιάξω ούτε μια σωστή γωνία».
Το μυστήριο πίσω από τους σταθμούς τρένων
Στιγμιότυπο από το «Przypadek» / «Τυφλή Τύχη» απεικονίζεται: Bogusław Linda, φωτογραφία: Filmoteka Narodowa / www.fototeka.fn.org.p
Εμφανίζονται στις περισσότερες πρόσφατες ταινίες του. Οι πρωταγωνιστές διαρκώς αποχαιρετούνται ή ανταμώνουν στις αποβάθρες, εδώ είναι που κρίνεται η μοίρα μερικών από αυτούς: το μέλλον μερικών και η απελευθέρωση από το παρελθόν υπό των ήχο των εν κινήσει τρένων για άλλους. Στα νιάτα του ο Κισλόφσκι ταξίδεψε πολύ στην Πολωνία και κατέγραψε τα καλύτερα μπαρ σε σταθμούς τρένων. Γνώριζε πού μπορούσες να βρεις τα καλύτερα σνίτσελ και ποιο φαγάδικο σέρβιρε τις καλύτερες κοτολέτες κρέατος (kotlety mielone).
Κάποια στιγμή, όμως, οι σταθμοί τρένων έγιναν η κατάρα του. Στο τηλεοπτικό πρόγραμμα 100 pytań do /100 Ερωτήσεις Για… είχε πει,
”Μ’αρέσει να ταξιδεύω με το τρένο […] Αλλά απεχθάνομαι να κάνω γύρισμα σε σταθμούς τρέμων, απεχθάνομαι τις σκηνές με ζώα και παιδιά. Και στο μεταξύ, τελευταία, με όποια ιδέα κι αν έχουμε, με τον Piesiewicz εκεί πάντα υπάρχει ένας σταθμός τρένων, ένα τρένο και παιδιά και ζώα.”
Γοητευμένος από το Κόμμα
Όταν γύριζε το Robotnicy 71′ / Εργάτες 71’, το λυπητερό συλλογικό πορτρέτο της εργατικής τάξης, τα μέλη του κόμματος αποφάσισαν ότι δεν ήταν κατάλληλο για να προβληθεί στο ευρύ κοινό, αλλά φάνηκε ότι ο Κισλόφσκι έδειξε ενδιαφέρον στην πολιτική. Του ζητήθηκε να παρακολουθήσει σε ένα επιμορφωτικό σεμινάριο. Ήλπιζαν ότι μπορούσαν να τον μετατρέψουν σε κομμουνιστικό αντικείμενο λατρείας. Χωρίς επιτυχία.
Το Życiorys / Curriculum Vitae είναι μια ταινία που φτιάχτηκε κατά παραγγελία του κόμματος. Ο Tadeusz Sobolewski, κριτικός και γνώστης του έργου του Κισλόφσκι σχολιάζει,
Την ίδια στιγμή η ταινία ήταν ένα κατηγορώ απέναντι στο κόμμα. … με τους κομμουνιστές ηγέτες που ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν το τελικό προϊόν στην προπαγανδιστική τους εκστρατεία.
Ωστόσο, η ταινία του Κισλόφσκι δεν ταίριαζε για κάτι τέτοιο. Γιατί ο Κισλόφσκι έκανε πάντα το δικό του. Δεν παρέδωσε την ανεξαρτησία του στα χέρια τους ούτε κι αφέθηκε να παρασυρθεί από την ορμή της αντιπολίτευσης που τον ίδιο καιρό παρέσερνε μεγάλη μερίδα των ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
«Εκφωνητής επικήδειου λόγου για τις κραυγές του Κόμματος»
Όταν πέθανε, άνθρωποι της κινηματογραφικής βιομηχανίας είπαν άπειρα επαινετικά λόγια προς τιμή του. Ωστόσο, ο κοινωνικός του περίγυρος δεν τον κατανοούσε πάντα. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν ειρωνικά «εκφωνητή επικήδειου λόγου για τις κραυγές του Κόμματος», αποκαλύπτει η Agnieszka Holland. Τους ενοχλούσε που «συνεργάζεται» με το σύστημα, που αρνούταν να υπογράψει επιστολές διαμαρτυρίας, που δεν έκανε ταινίες για τους Solidarnośc, αλλά ανθρώπους που ζητούν μόνο ένα μικρό κομμάτι σταθερότητας: ένα σπίτι, μια οικογένεια και αρκετά χρήματα για να επιβιώνουν.
Εκεί που περίμεναν μια ασπρόμαυρη αφήγηση, εκείνος είδε αμφισημία. Σε μια από τις σκηνές του Amator / Ερασιτέχνη Κινηματογραφιστή, συμφώνησε με τους κομμουνιστές, κίνηση για τον οποία κατηγορήθηκε αυστηρά από τους συμμετέχοντες στην ταινία. Όταν ο δικηγόρος, τον οποίο υποδύθηκε ο Aleksander Bardini στο Bez końca / Δίχως Τέλος, έπεισε ένα μέλος της αντιπολίτευσης να εγκαταλείψει την άσκοπη εξέγερση κατά του καθεστώτος και να εξασφαλίσει την ελευθερία του αντ’αυτού, ο Κισλόφσκι δέχτηκε επιθέσεις από όλες τις μεριές: την αντιπολίτευση, ανθρώπους από τον επαγγελματικό του περίγυρο, την Εκκλησία και κομμουνιστές που δεν εκτιμούσαν το γενικότερο νόημα του έργου. Ακόμα και μερικοί φίλοι του σταμάτησαν να του παρέχουν τη βοήθειά τους.
Πολιτική
Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα του «Krótki film o zabijaniu» / «Μικρή Ιστορία για έναν Φόνο», 1987. Απεικονίζεται: Krzysztof Kieślowski, φωτογραφία: Filmoteka Narodowa/www.fototeka.fn.org.pl
Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν τα πορτρέτα καθημερινών ανθρώπων, όχι το μεγάλο πολιτικό παιχνίδι. Δεν επιχειρούσε να πει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Ως σκηνοθέτης, προσπάθησε να γίνει σαν τον άγγελο από τον Dekalog / Δεκάλογο – ένας παρατηρητής γεμάτος συμάθεια και κατανόηση. Αλλά δεν προσπάθησε να αποδράσει από την πολιτική. Μιλούσε για αυτήν με τον δικό του τρόπο αποφεύγοντας τις εύκολες εκτιμήσεις και την επαναστατικη θέρμη. Όταν ετοιμαζόταν να γυρίσει τον Δεκάλογο, δεν μπορούσε να βρει ούτε καμεραμάν, καθώς όλοι γύρω του υποστήριζαν ότι μετά τα γεγονότα της 13ης Δεκεμβρίου έπρεπε να γυρίζονται ταινίες μόνο για τους Solidarność, τον κομμουνισμό και τις underground εφημερίδες.
Εντούτοις, τα πολιτικά συμβάντα επηρέασαν τις ταινίες του. Τα Τυφλή Ελπίδα και Krótki dzień pracy / Short Day of Work ήταν η αντίδρασή του απέναντι στο φαινόμενο των Solidarność, το Bez końca / Δίχως Τέλος η απάντησή του στην επιβολή στρατιωτικού νόμου. Ο θάνατος του πρωταγωνιστή, τον οποίο υποδύθηκε o Jerzy Radziwiłowicz, ο αείμνηστος Człowiek z marmuru / Άνθρωπος από Μάρμαρο στην ταινία του Αντρέι Βάνιτα, ήταν ο συμβολικός θάνατος μιας σκέψης.
Μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, είπε ότι δεν έβρισκε πια ενδιαφέρον στη σκηνοθεσία, ότι θα σκηνοθετούσε μόνο υπό έναν όρο: αν ένα αυτόματα όπλο ήταν τοποθετημένο στο φακό της κάμερας και θα μπορούσε αυτή να χρησιμοποιηθεί ως όπλο σε ένοπλη μάχη. Ταυτόχρονα αρνιόταν πεισματικά να υπογράψει επιστολές διαμαρτυρίας.
”Η πολιτική είναι αποτρόπαια. Το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει τώρα είναι να έχω χαρτί υγείας όταν πάω στην τουαλέτα”, είπε στον μαθητή του Andreas Veiel.
Ένας Αόρατος Κόσμος κι ένας Ελέφαντας στο Głupczyce
Στιγμιότυπο από το «Duże zwierze» / «Big Animal» του Γέρζι Στουρ βασισμένο σε σενάριο του Κριστόφ Κισλόφσκι
Όταν ήμουν 6 χρονών, είδα έναν ελέφαντα στον δρόμο. Είμαι σίγουρος ότι τον είδα. Αργότερα μου εξήγησαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κι ότι δεν είδα κανέναν ελέφαντα, γιατί τι δουλειά είχε ένας ελέφαντας στην αγορά του Głupczyce;
Αυτή ήταν η ιστορία που αφηγήθηκε όταν τον ρώτησαν για την προέλευση του «μυστικισμού» στο σινεμά του. Πίστευε στο μυστήριο. Τον αναστάτωνε πολύ το γεγονός ότι ο απτός κόσμος στον οποίο ζούσε δεν ήταν μόνο αυτό που έβλεπε, αλλά υπήρχε κάτι άλλο πέρα από αυτόν. Αυτό το αίσθημα υπέρβασης δεν ήταν το αποτέλεσμα της ανάγνωσης φιλοσοφικών κειμένων ή κινηματογραφικών ανακαλύψεων, αλλά αντίθετα τον συνόδευε απ’όταν ήταν παιδί, ένα παιδί που είδε έναν ελέφαντα στην αγορά μιας επαρχιακής πόλης.
Το περιστατικό εκείνο γέννησε και την ιδέα του σεναρίου για το Duże zwierze / Big Animal, η οποία γυρίστηκε από τον Γέρζι Στουρ μετά τον θάνατό του.
Η τέχνη των πόστερ
Ο Κισλόφσκι επέλεγε προσεκτικά τους δημιουργούς των πόστερ του. Έδινε πολλή ελευθερία σε αυτούς που εμπιστευόταν. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 έγραψε,
”Έχει σημασία ποιος θα κάνει την αφίσα. Υπάρχουν μερικοί που εμπιστεύομαι. Αν έκαναν την αφίσα, θα αγόραζα εισιτήριο. Υπάρχουν κι άλλοι που δεν εμπιστεύομαι. Δε με νοιάζει τι τους αρέσει. Με αυτήν την έννοια, ο δημιουργός της αφίσας γίνεται συνδημιουργός της ταινίας, μιλάει εκ μέρους της.”
Κάνεις αφίσες, κάνω ταινίες. Δεν ανακατεύεσαι στις ταινίες μου, τότε γιατί εγώ να ανακατευτώ με τις αφίσες σου;» ρώτησε κάποτε ρητορικά τον Pągowski, τον τακτικό του σχεδιαστή πόστερ και δημιουργό των περισσότερων πόστερ για τις ταινίες του.
Η Δύση
Κριστόφ Κισλόφσκι, Irene Jacob και Marin Karmitz στην πρεμιέρα του «Τρία Χρώματα: Κόκκινο», Φεστιβάλ των Κάννων, 1994, Φωτογραφία: Jerzy Kośnik , Forum
Μετά την επιτυχία του Δεκαλόγου, ήταν τακτικά προσκεκλημένος στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά event. Αλλά ποτέ δεν ένιωσε ιδιαίτερη αγάπη για τη Δύση.
«Όπου κι αν βρισκόμουν στο εξωτερικό», συνήθιζε να λέει, «πάντα ένιωθα σαν ξένος και πάντα ένιωθα άσχημα. Και για να είμαι ειλικρινής, πάντα ήθελα να γυρίσω σπίτι το συντομότερο δυνατό». Το Χόλυγουντ δεν τον τράβηξε ποτέ.
Η Αμερική έχει κάτι που απλά δε μου ταιριάζει, είχε πει. Μιλάει για το τίποτα με καλή, αποφασιστικά καλή και ακόμα εξαιρετικά καλή διάθεση. Συνάντησα τον Αμερικανό ατζέντη μου και τον ρώτησα «Πώς είσαι;». Κι εκείνος απάντησε: «Εξαιρετικά καλά». Δεν μπορεί απλά να είναι «οκ» ή «καλά». Πρέπει να είναι «εξαιρετικά καλά». Εγώ αντιθέτως δεν είμαι «εξαιρετικά καλά». Και για να πω την αλήθεια, δεν είμαι καν «καλά». Είμαι απλώς «έτσι κι έτσι».
Πεσιμισμός
Πάντα έβλεπε το ποτήρι μισοάδειο. «Έχω ένα πολύ καλό στοιχείο στον χαρακτήρα μου και αυτό είναι οτι είμαι απαισιόδοξος», έλεγε χαριτολογώντας. «Πάντα φαντάζομαι το χειρότερο. Το μέλλον για μένα είναι μια μαύρη τρύπα. Αν υπάρχει κάτι που φοβάμαι, αυτό είναι το μέλλον».
Θεός; Ώρα να ξυπνήσει!
Σχεδόν ποτέ δε μιλούσε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όταν, μετά την πρεμιέρα του Δίχως Τέλος, σε μια κριτική σε καθολική εφημερίδα, ο Krzysztof Kłopotowski έγραψε ότι ο Κισλόφσκι δεν είναι καθολικός και προειδοποιούσε το κοινό να μην παρασύρεται από τη δήθεν μεταφυσική του, προσβλήθηκε εμφανώς. Χρόνια αργότερα το μετέτρεψε σε αστείο, αλλά ανέκαθεν ένιωθε σαν άτομο που δεν ανήκε στην κοινότητα της Εκκλησίας, στα δόγματα και στις απλοϊκές απαντήσεις σε εσχατολογικά ερωτήματα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε μια συνέντευξη για τη γαλλική τηλεόραση ρωτήθηκε: «Αν εσείς, ο δημιουργός του Δεκαλόγου, πεθαίνατε και πηγαίνατε στον παράδεισο, τι νομίζατε ότι θα έλεγε για αυτό ο Θεός;» Εκείνος αποκρίθηκε νευρικά: «Αν πήγαινα ποτέ εκεί, θα έπρεπε να τον ξυπνήσω. Γιατί, για να είναι εκεί, τότε κοιμάται. Θα του έλεγα: Ξύπνα! Κοίτα τι συμβαίνει!»