Του Νίκου Λάιου*
Η ανοιχτή πορεία των θεωρητικών προβληματισμών είναι κριτήριο γονιμότητας στις κοινωνικές επιστήμες. Κινδυνεύει, όμως, να περιπέσει σε αυτοαναφορικότητα, όταν δεν λαμβάνει υπ’ όψη εκείνο το γενικό όριο που αντιστοιχεί στην κοινωνική χρησιμότητά της – όχι με την ωφελιμιστική έννοια, αλλά με τη διαλεκτική.
Αναφορικά με τις επικρατούσες θεωρητικές προσεγγίσεις της κοινότητας, το όριο μοιάζει να έχει απολεσθεί στη συνθήκη που μένουν προσκολλημένες σε μια μονόπλευρη αποδόμηση της «φαντασιακής» διάστασης της κοινότητας. Μάλιστα, σε τέτοιο βάθος ώστε γενικά να μη γίνεται πλέον αποδεκτή η ύπαρξη κοινοτήτων πάνω από ορισμένα μεγέθη κοινωνικής συγκρότησης (που δεν προσδιορίζονται) και η όποια ύπαρξή τους να υφίσταται στην καλύτερη περίπτωση σαν «μακρινή», ρομαντική ή και γραφική. Παραβλέπεται, έτσι, ο ποιοτικά και μορφολογικά απειροδιάστατος χαρακτήρας της κοινότητας και αφήνονται σε εντυπωσιακό βαθμό ανεξερεύνητες κοινωνικές διεργασίες και δυναμικές που παράγονται στο πλαίσιό της.
Ως συνέπεια, και η όποια δουλειά γίνεται ακόμα στην κοινότητα, σε εκείνο το επίπεδο που συμβατικά ας προσδιορίσουμε ως «κοινωνική πολιτική», έχει σε μεγάλο βαθμό απολέσει θεωρητική και ηθική υποστήριξη και, τελικά, συνείδηση του εαυτού της. Έχει προσαρμοστεί, δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτή την κυρίαρχη θέση, μεταλλασσόμενη η ίδια σε εργαλείο, άρα στο αντίθετο του περιεχομένου της που εξ ορισμού (οφείλει να) είναι αντι-εργαλειακό.
Κατά τη γνώμη μας, η κυρίαρχη αυτή θέση γύρω από την κοινότητα, που στην Ελλάδα μεταδίδεται από τη μια ακαδημαϊκή γενιά στην άλλη εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον, θεμελιώνεται σε τελική ανάλυση σε ένα σχήμα στο οποίο κάθε άνθρωπος αποκόπτεται τεχνητά από την κοινότητα: μετατρεπόμενος αυθαίρετα σε «άτομο» (που παραδόξως δεν αποδομείται αντιστοίχως ως «φαντασιακό») και μονάχα έτσι εντοπιζόμενος ως κάτοχος κάποιων δικαιωμάτων έναντι των υπολοίπων «ατόμων» ή της δημοτικής αρχής, του κράτους, μιας ασφαλιστικής εταιρείας κ.λπ. Κάθε άνθρωπος, σαν «άτομο» πια, τίθεται στο επίκεντρο της «δικής του» αρμαθιάς «διμερών σχέσεων», που άρα δεν βιώνονται ως αλληλοδιαπλεκόμενες και ζωντανές, αλλά ως ξεχωριστά μεταξύ τους και άζωα «συμβόλαια».
Αυτές οι συμβολαιακού τύπου σχέσεις είναι, τελικά, σχέσεις εξάρτησης στη θέση των σχέσεων αλληλεξάρτησης κι ακόμα προωθούν την ετερονομία, στη θέση της αυτονομίας. Με άλλα λόγια, βαραίνουν, καθηλώνουν και «στεγνώνουν» τον άνθρωπο, αντί να τον αλαφραίνουν, να τον ενεργοποιούν και να τον αναπτύσσουν ολόπλευρα.
Υποτίμηση της κοινοτικής δουλειάς: ένα (ιδεο)λογικό επόμενο
Αυτή η διπλή υποτίμηση του αυθόρμητα συλλογικού και του αυθόρμητα ανθρώπινου οδηγεί σε μια υποτίμηση της αξίας της κοινοτικής δουλειάς τόσο στο εσωτερικό της επιστημονικής… κοινότητας όσο και σε επίπεδο άσκησης «κοινωνικής πολιτικής».
Σημαντικό ρόλο διασύνδεσης μεταξύ επιστήμης και άσκησης πολιτικής παίζει η τροφοδότηση της τελευταίας με επιλεκτικά επιστημονικά τεκμήρια –συναγόμενα άλλωστε σε συνθήκες τεχνητές, «εργαστηριακές» και όχι μέσα στη ζωντανή κοινότητα, όπως ομολογούν τα σοβαρά διεθνή εγχειρίδια.
Η τέτοια συνάντηση επιστήμης και άσκησης πολιτικής αναπαριστά, αφηγείται και επιχειρεί να αντιμετωπίσει -με αυξανόμενη αναποτελεσματικότητα- κοινωνικά φαινόμενα ως ατομικά «προβλήματα» προς διαχείριση. Έτσι, οι πολιτικές για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων ολοένα λιγότερο ασχολούνται με τις εν εξελίξει κοινωνικές διαδικασίες που γεννούν και αναπαράγουν εξαρτήσεις. Και ολοένα περισσότερο κινητοποιούνται για την ανακούφιση του «ατόμου με πρόβλημα εθισμού» από το αλκοόλ, την ηρωίνη, τον τζόγο κ.ο.κ.: δηλαδή κινητοποιούνται κατασταλτικά, αφ’ ότου το «πρόβλημα» γίνει ορατό, μετρήσιμο, ώστε αδιαμφισβήτητα να ενεργοποιείται η ρήτρα κάθε εξατομικευμένου συμβολαίου.
Οι δρομείς του οξύμωρου και ουτοπικού αυτού αγώνα κοινωνικής προσφοράς μέσα από την υποτίμηση του κοινωνικού, θέλουν «λύσεις» στα «προβλήματα» και μάλιστα «γρήγορες»: συμβατές με τους ρυθμούς της αδιέξοδης τροχιάς τους γύρω από τo κοσμικό νεφέλωμα, που αφήνει πίσω της η ανατιναγμένη εξατομίκευση. Αναμενόμενη η απόρριψη κάθε έκκλησης για εστίαση στη βαθειά, επίπονη, απαιτητική παρέμβαση επί των αιτιολογικών παραγόντων της εξάρτησης, στην παρέμβαση πριν την εκδήλωση του ορατού λεγόμενου «προβλήματος» – δηλαδή στην πρόληψη.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός
Αν αυτό το τέλος συνδυαστεί με τη διπλή απαρχή του, της αποθέωσης της (μετα-)νεωτερικής εξατομίκευσης και της υποτίμησης της κοινότητας, γίνεται κατανοητό γιατί ιδιαίτερα η κοινοτική πρόληψη αναπαρίσταται συχνά ως επιστημονικά light, κάπως παιδιάστικη, υποδεέστερη της θεραπείας, μη μετρήσιμη, αναποτελεσματική, τεμπελοδουλειά, και διάφορα άλλα άσχημα πράγματα. Ακόμα και αν λεκτικά αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα πρωτοκαθεδρίας της πρόληψης γενικώς, στην άσκηση πολιτικών για την υγεία -επειδή έτσι συνιστούν ακόμα τα επιστημονικά εγχειρίδια και η πολιτική ορθότητα-, ο συλλήβδην ιδεολογικός εξοβελισμός της κοινότητας στη σφαίρα του «φαντασιακού» και του γραφικού δεν αφήνει περιθώρια έμφασης στην πρόληψη ως κοινοτική παρέμβαση. Το πολύ-πολύ η πρόληψη να ανανοηματοδοτείται σε κυρίαρχα τμήματα των ακαδημαϊκών και πολιτικών «επιτελείων» (ας τα ονομάσουμε έτσι, κωδικοποιημένα), ώστε να ’χει το όνομα αλλά όχι τη χάρη: δηλαδή στην πράξη να μη συνιστά πρόληψη αλλά διαχείριση «ατομικών» κρίσεων αφ’ ότου εκδηλωθούν, και με τον τρόπο της σταυροφορίας και/ή του χάπενινγκ.
Όταν έρχεται η ώρα της κριτικής, που προβαίνει σε αποκάλυψη αυτής της ταχυδακτυλουργικής μεταμόρφωσης, τότε τα «επιτελεία» καταφεύγουν στην αναφορά σε εσωτερικές ταξινομήσεις της πρόληψης ανά επίπεδο – με πιο πρόσφατη την ταξινόμηση σε «καθολική», «επικεντρωμένη» και «ενδεδειγμένη» πρόληψη. Αισθάνονται πως έτσι «καλύπτονται», κατά τον τρόπο του γυμνού βασιλιά.
Με την ταξινόμηση αυτή καθώς και με μια προσπάθεια προσδιορισμού της έννοιας της κοινότητας θα ασχοληθούμε στο Β΄ μέρος του άρθρου.
* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, εργαζόμενος του Κέντρου Πρόληψης Φωκίδας και πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης