Του Νίκου Λάιου*
Καθολική κρίση: αποδομώντας κερματισμένες «ευαλωτότητες»
Οι επικρατούσες αφηγήσεις της νέας φάσης, στην οποία έχει εισέλθει η χώρα μας από το 2010, εστιάζουν στην οικονομική διάστασή της. Οι όψεις της ερμηνεύονται με όρους οικονομικούς, συναρτώνται με διεργασίες οικονομικές και διακηρύσσεται πως μπορεί να ρυθμιστούν με εργαλεία οικονομικά.
Η καθημερινότητα, όμως, βιώνεται με ανατροπές και σε επίπεδο ψυχικό, κοινωνικό, πολιτικό, δημογραφικό, πολιτισμού, ιδεών, προτύπων. Θεσμοί μέχρι πρότινος «δεδομένοι» -από το Δημόσιο Σχολείο ως το Κοινοβούλιο και την ίδια τη Δημοκρατία- καταρρέουν, μαζί και σχέσεις, ηθικές αξίες, νοήματα, προτεραιότητες. Την ίδια στιγμή, γίνονται αισθητές ως βαρύνουσες οι δυσκολίες ανόρθωσης νέων συνθέσεων, στη θέση των παλιών. Ανατροπές, αβεβαιότητα, αναταραχή, ρευστότητα σε κάθε πλευρά της ζωής όλων – ορίστε τα αντικείμενα μιας «διαπραγμάτευσης» καθημερινής, πολύ διαφορετικής απ’ αυτήν που στερεοτυπικά κατακλύζει στήλες και οθόνες.
Μια κοινωνία που συγκλονίζεται από μια τέτοια καθολική κρίση είναι κοινωνία ευάλωτη, κοινωνία σε κίνδυνο. Το στοιχείο της ευαλωτότητας φεύγει από τις λεγόμενες «ομάδες υψηλού κινδύνου» και τα μεμονωμένα «άτομα που χρήζουν φροντίδας». Απλώνεται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα που χρήζει καθολικών επαναπροσδιορισμών και ανασυγκρότησης, προκειμένου να επιβιώσει σε συνθήκες που απειλούν να του καταφέρουν καταστροφές ως ιδιαίτερο σύνολο ανθρώπων, σχέσεων, χώρων/τόπων, ιστορικής συνέχειας κ.ο.κ.
Η διαπίστωση αυτή δεν υπονοεί πως παύουν οι κοινωνικές ανισότητες﮲ ίσα-ίσα αντιλαμβάνεται την όξυνσή τους. Άρα, δεν συνεπάγεται απόσυρση φροντίδας από τάξεις, ομάδες και ανθρώπους που πλήττονται περισσότερο από άλλες/ους: συνεπάγεται τη διεύρυνση της φροντίδας για ολόκληρη τη δοκιμαζόμενη κοινωνία, μέσα από μια ριζική ανανοηματοδότησή της με την ίδια την κοινωνία οργανωμένη, με τα μέλη της ενεργά στο προσκήνιο.
- Όλα τα προηγούμενα όχι μόνο γίνονται κατανοητά, αλλά συζητούνται αυθόρμητα από μέλη των κοινοτήτων που συμμετέχουν σε παρεμβάσεις πρόληψης. Απουσιάζουν, όμως, σε επίπεδο επιστημονικών και πολιτικών «επιτελείων» και των σχεδιασμών τους, όχι τόσο λόγω ανικανότητας όσο λόγω απουσίας διάθεσης κατανόησης, που σε μεγάλο βαθμό πηγάζει από την υποτίμηση του κοινωνικού (που περιλαμβάνει ακέραιο τον Άνθρωπο) έναντι ενός αποθεωμένου, στρεβλού «ατομικού» – πλέον και χρεωκοπημένου, ανατιναγμένου στα εξ ων συνετέθη.
- Η εκπορευόμενη υποτίμηση της κοινοτικής δουλειάς περιγράφηκε στο Α΄ Μέρος του άρθρου, ενώ στο Β΄ Μέρος επιχειρήθηκε μια εστίαση της όλης κίνησης – στην επιχειρούμενη επιβολή ατροφίας της κοινοτικής/καθολικής πρόληψης. Στον αντίποδα, υποστηρίξαμε αδιάλειπτα ότι αξίζει να μας ενδιαφέρει πολύ η κοινότητα, ως εναλλακτικός Τρόπος αυθεντικών κοινωνικών διεργασιών και δικτύων προστασίας, επιβίωσης και ανάπτυξης του Ανθρώπου, της κοινωνίας, της χώρας εν μέσω καθολικής κρίσης. Θα μείνουμε λίγο ακόμα στην κοινότητα και στην αξία εστίασης της πρόληψης στην υπόθεση ανασυγκρότησής της ως «ενεργό κοινωνικό δίκτυο».
Από τις «ευαλωτότητες» στα ενεργά κοινωνικά δίκτυα
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι κοινωνικές δομές που συνδέουν ανθρώπους και ομάδες ανθρώπων μεταξύ τους με συγκριμένες σχέσεις – δηλαδή αναλύονται ταυτόχρονα σε δομές, ανθρώπους και σχέσεις. Είναι παρόντα σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, σε κάθε εποχή και σε κάθε μέρος του πλανήτη. Οι συνδέσεις τους διαμορφώνονται με διάφορες μορφές, λ.χ. ως εργασιακές επαφές ή ως οικογενειακές σχέσεις. Διαμορφώνονται, ακόμα, σε διάφορους βαθμούς ισχύος δεσμών, λ.χ. ως απλές γνωριμίες ή ως στενοί φιλικοί δεσμοί. Διαμορφώνονται, τέλος, σε διάφορα επίπεδα/μεγέθη και με διαφορετικά ζητήματα προς αντιμετώπιση, λ.χ. στο πλαίσιο μιας γειτονιάς ή στο πλαίσιο ενός συλλόγου γονέων ενός σχολείου.
Όλα τα κοινωνικά δίκτυα, πάντως, είναι σύνθετα, περίπλοκα, δυναμικά και αυτο-οργανωμένα. Και όλα συνιστούν τα κύρια μέσα σύνδεσης του ανθρώπου με την κοινότητα ως δίκτυο καθεαυτή και ως σύνολο δικτύων. Οι σχέσεις και δεσμοί στο εσωτερικό των δικτύων επηρεάζουν σημαντικά τα μέλη τους ως προς τις αξίες, τις αρχές, τις επιλογές τους, την υιοθέτηση συνηθειών και τον βαθμό επιτυχούς αντιμετώπισης των ζητημάτων που προκύπτουν στην καθημερινότητά τους: τελικά τον τρόπο ζωής τους – μάλιστα σε βαθμό πιο αποφασιστικό από ό,τι οι ιδωμένες ως «κερματισμένες» ιδιότητες κάθε εξατομικευμένου ανθρώπου. Μέσα στα δίκτυα οι άνθρωποι εμπιστεύονται, ανταλλάσσουν πληροφορίες, παίρνουν και δίνουν στήριξη, μεγεθύνουν δυνάμεις και διανοίγουν δυνατότητες, αλληλεπιδρούν με άλλα δίκτυα (δικτυώσεις δικτύων), παράγουν νέες, πρωτότυπες ιδέες, οικοδομούν την προσωπική και κοινωνική ταυτότητά τους, εξελίσσονται και αναπτύσσονται.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κοινωνικά δίκτυα εντοπίζουν ζητήματα υγείας και παρεμβαίνουν ποικιλοτρόπως σε αυτά και, το σημαντικότερο, λειτουργούν ως «άτυπα» υποστηρικτικά δίκτυα των μελών τους δρώντας ανασταλτικά προς στρεσσογόνους παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία, δηλαδή δρουν προληπτικά. Επιπλέον, συνιστούν δυνάμεις που κινητοποιούν και εκλύουν «κοινωνικό κεφάλαιο», δηλαδή κοινωνικές δυνάμεις που ο ρόλος τους θεωρείται κρίσιμος στη βελτίωση της υγείας στην κοινότητα. [βλ. «Κοινότητα, Πρόληψη των Εξαρτήσεων, Κέντρα Πρόληψης», κεφάλαιο Δ΄, στο https://www.ideostato.gr/2016/11/e-book.html]
Είναι προφανές ότι η υποστήριξη, η ενίσχυση, η σύνδεση και ο πολλαπλασιασμός των κοινωνικών δικτύων συνιστούν πεδίο ιδιαίτερης σημασίας για την πρόληψη των εξαρτήσεων και την προαγωγή της ψυχοκοινωνικής υγείας ως παρέμβαση στην κοινότητα σε κρίση και με τον άνθρωπο σε κρίση – όχι γενικά και αόριστα «παρέμβαση στην κρίση».
Η κατανόηση των κοινωνικών δικτύων μιας κοινότητας, μέσα από τη συμμετοχή/παρέμβαση σε αυτά, προσφέρει καλύτερη γνώση της κοινότητας, των «επιπέδων υγείας» της, των δυναμικών και των αλλαγών της, καλύτερη πρόσβαση σε ανθρώπους και ομάδες. Εντοπίζοντας ζητήματα με τρόπους άμεσους, τα δίκτυα συνιστούν άμεση πηγή ενημέρωσης για αυτά, παροχής συγκεκριμένων δεδομένων για σχεδιασμό συγκεκριμένων «στρατηγικών» πρόληψης των εξαρτήσεων και προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας, σύμφωνα με τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες. Συνιστούν τα ίδια ζωντανούς χώρους ανταλλαγής, διαλόγου, συνεργασίας και ανάληψης δράσης με βάση τις ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες, ώστε επιπλέον όσο περισσότερα και πιο σύνθετα τα κοινωνικά δίκτυα, τόσο πιο πολλοί άνθρωποι, σε περισσότερα και ποιοτικά «υψηλότερα» επίπεδα ενεργοποιούνται και δεσμεύονται. Με άλλα λόγια, τόσο περισσότερο «απλώνεται» και βαθαίνει το «άτυπο» δίχτυ προστασίας στην κοινότητα, από την κοινότητα για την κοινότητα, από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Και τόσο λιγότερο καλλιεργείται η φρούδα πίστη στα χρεωκοπημένα, απρόσωπα συμβόλαια -λ.χ. με το κράτος ή την ασφαλιστική εταιρεία- προστασίας ενός «ατόμου», που ιδιωτεύοντας «διεκδικεί» κάθε πιθανή και απίθανη απαίτησή του αναπαραγωγής της αυτοαναφορικότητάς του.
- Χρειάζεται εδώ να σημειωθεί πως ζούμε σε μια κοινωνία γενικά μικρότερης διαφοροποίησης και ισχυρότερων άτυπων/εμπρόσωπων δικτύων προστασίας, όπως η οικογένεια, σε αντιδιαστολή, λ.χ., με τις βορειο-ευρωπαϊκές κοινωνίες. Τα δίκτυα αυτά, ιδιαίτερα στην εποχή της καθολικής κρίσης, ακόμη και βαριά πληγωμένα είναι ένας τεράστιος κοινωνικός πλούτος. Ένας πλούτος επιπέδου επιβίωσης και συνοχής, προς στήριξη, ενίσχυση, πολλαπλασιασμό και ανάπτυξη.
- Ακριβώς για αυτό σημαντικοί σύγχρονοι θεωρητικοί της υγείας και της κοινωνικής πολιτικής ασχολούνται με τα κοινωνικά δίκτυα και υπογραμμίζουν σταθερά τη σπουδαία αξία τους. Γι’ αυτό και το EMCDDA [Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία], σε πολύ πρόσφατη επικαιροποίησή του των «προφίλ πρόληψης» στην Ευρώπη της κρίσης (Απρίλιος 2016), αναφέρεται εκτεταμένα σε νέες παρεμβάσεις καθολικής πρόληψης στην οικογένεια, σε πείσμα όσων ιδεοληπτικά/ατεκμηρίωτα θεωρούν πως δήθεν πιο σύγχρονες και πιο αναγκαίες είναι οι παρεμβάσεις επικεντρωμένης και ενδεδειγμένης πρόληψης [βλ. Β΄ Μέρος του άρθρου].
Δίκτυα επιβίωσης σε συνθήκες καταστροφής
Συνοψίζοντας, τα κοινωνικά δίκτυα είναι το ζωντανό τεκμήριο της αδιάλειπτης ύπαρξης και λειτουργίας της κοινότητας, παράλληλα με τον κυρίαρχο, εξατομικευμένο τρόπο του κοινωνείν. Από τη σκοπιά αυτή, η κοινότητα είναι ένα κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης των μελών του, αναλυόμενο σε πάμπολλα επιμέρους δίκτυα. Μια πολυσύνθετη πραγματικότητα, με ασύλληπτες καθημερινές διεργασίες σε αμέτρητα επίπεδα, που άρα δεν μπορεί να γίνονται πλήρως γνωστές, χρειάζεται όμως να επιχειρείται η κατανόησή τους δια της συμμετοχής, προκειμένου να ενισχύονται προς όφελος των μελών τους.
Η συμμετοχή και παρέμβαση των «ειδικών» στην κοινότητα είναι λοιπόν ζωτικό, αναπόσπαστο και υψηλών απαιτήσεων κομμάτι της πρόληψης των εξαρτήσεων και της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας. Οι εργαζόμενοι/ες των Κέντρων Πρόληψης -και άλλων δομών που ασχολούνται με την πρόληψη από άλλο μετερίζι- ως φορείς εμπειρίας χρειάζεται να βοηθήσουν και να βοηθηθούν προκειμένου να εμβαθύνει η κοινοτική δουλειά, να γίνει πιο ουσιαστική και άμεση, με την ακόλουθη διευκρίνιση.
Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι αν θα υπάρχουν κάποια αυτοαναφορικά «δίκτυα πρόληψης», κάποια φαντασιακά δίκτυα πρόληψης – εδώ με την έννοια ενός είδους απόδειξης τού «πόσο καλή είναι η πρόληψη που έχει και τα δικτυάκια της». Το διακύβευμα είναι αν οι παρεμβάσεις πρόληψης θα ασχοληθούν σοβαρά με τα πολυφωνικά κοινωνικά δίκτυα αλληλοβοήθειας και αλληλοϋποστήριξης των μελών τους, αν θα σεβαστούν την αυτονομία τους και αν θα συμβάλουν στην ενίσχυση και τον πολλαπλασιασμό τους.
Τα δίκτυα αυτά στην εποχή μας και για τα χρόνια που έρχονται θα αποτελούν δίκτυα επιβίωσης σε συνθήκες καταστροφής, χωρίς τα οποία κανένα σχέδιο επίσημης φροντίδας δεν μπορεί να «περπατήσει». Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν οι λογής «ειδικοί» θα σταθούν χρήσιμοι, συμβάλλοντας με ταπεινότητα στην κατεύθυνση ανάπτυξης του αυτόνομου ανθρώπου και των κοινοτήτων του ως βάση μιας εκτεταμένης αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και αλληλοπροστασίας. Ή αν θα σταθούν παρελκυστικοί, τελικά απέναντι, «κατεβάζοντας» από καθέδρας ντιρεκτίβες για μια πρόληψη-τσιρότο, για μια κοινωνική πολιτική-τσιρότο επί του -εξαρτημένου από απρόσωπους μηχανισμούς που καταρρέουν- «ατόμου».
Ο/η «ειδικός» και η κοινότητα
Ένα στοιχείο αισιοδοξίας, πως θα επιβιώσουμε στις συνθήκες καθολικής κρίσης, είναι αυτό που το άρθρο προσπάθησε να δείξει, δηλαδή το γεγονός ότι οι κοινότητες δεν είναι συλλήβδην «φαντασιακές», ακριβώς επειδή δεν είναι στατικές αλλά ιστορικές, σε συνεχή κίνηση, εύπλαστες, διαρκώς μετασχηματιζόμενες.
Πλέον, βέβαια, είναι συνήθως κερματισμένες, χωρίς συνείδηση του εαυτού τους, ευρέως αναπαριστώμενες καθώς είναι ως γραφικός τρόπος του κοινωνείν – όταν δεν ταυτίζονται αποκλειστικά με τις πραγματικά φαντασιακές, ά-χρονες και ά-τοπες διαδικτυακές «κοινότητες». Επομένως, η αισιοδοξία που εκφράζεται εδώ δεν συνίσταται σε κάποιου τύπου ανάθεση στην κοινότητα. Δεν χτίζονται «από μόνες τους» οι κοινότητες, δεν είναι κάτι εξωτερικό, δεν «βρίσκονται κάπου εκεί και θα μας σώσουν». Χτίζονται απ’ τα μέλη τους, απ’ τον καθένα και την καθεμιά μας. Και αυτή η βασική διαπίστωση ενέχει ευθύνη, ακόμη μεγαλύτερη για όσους και όσες έχουμε τον πρόσθετο ρόλο του λειτουργού στην κοινότητα, του «ειδικού».
Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, τρία βασικά πράγματα σε σχέση με τις ευθύνες μας:
Πρώτον η δουλειά στην κοινότητα είναι παραδοξολογία, αν απουσιάζουν οι επίμονες απόπειρες επανασυγκρότησής της καθώς και πίστης στις αξίες της και τις πρακτικές δυνατότητές της.
Δεύτερον δεν τελειώνει με τις παρεμβάσεις πρόληψης, παρά μονάχα αρχίζει, μάλιστα σε συνθήκες αντίξοες.
Τρίτον δεν είναι ο βαθμός «πιστής» ακολουθίας του υλικού από το οποίο αντλεί (θεωρίες, προσεγγίσεις, «εργαλεία»), που καθιστά μια παρέμβαση πρόληψης επιτυχημένη, αλλά ο βαθμός συμβολής της στη δημιουργία αυθεντικών δεσμών, αυθεντικών σχέσεων στην κοινότητα.
Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερα να τονιστεί ότι ο ελλαδικός και ευρύτερος μεσογειακός και βαλκανικός χώρος διαθέτει πολλά ιδιαίτερα Παραδείγματα κοινοτικής συγκρότησης της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής οργάνωσης, με ιστορία εξέλιξης χιλιάδων ετών. Η επισήμανση είναι χρήσιμη για διάφορους λόγους, στα όρια του άρθρου όμως ας μείνουμε σε έναν: Ο/η λειτουργός πρόληψης, όπως και κάθε λειτουργός που δουλεύει στην κοινότητα, χρειάζεται να έχει επίγνωση και σεβασμό απέναντι στις πλούσιες ντόπιες παρακαταθήκες και στη βάση αυτών να επεξεργάζεται τα ομογενοποιημένα -συχνά και εισαγόμενα από τη «Δύση»- μοντέλα παρεμβάσεων «στην κοινότητα» γενικώς, καθώς και να υιοθετεί ή όχι «εργαλεία» που αυτά προτείνουν. Χρειάζεται, άρα, να αντλεί συνδυαστικά με τις τοπικές συνθήκες που έχουν ρίζες βαθιές, σύνθετες, μοναδικές και μπορούν, με την αναγνώριση και ενίσχυσή τους, να γράψουν ιστορία ξανά, όπως τόσες φορές εδώ και χιλιάδες χρόνια σε κρίσιμες στιγμές.
Εν κατακλείδι, ωστόσο, αφού ζητούμενο της πρόληψης στην κοινότητα δεν είναι μια στείρα αναπαραγωγή μοντέλων, δεν είναι ζητούμενο και μια προβληματική αναβίωση κοινοτικών μορφών οργάνωσης. Δεν είναι, δηλαδή, ζητούμενο κάποια «επιστροφή» σε λογής «ένδοξα παρελθόντα», που μόνο σαν ζοφερές και καταστροφικές καρικατούρες μπορεί να αναστηλωθούν τον 21ο αιώνα.
Το δύσκολο, απαιτητικό ζητούμενο παραμένει η συμβολή της πρόληψης των εξαρτήσεων στην ανάδυση νέων, πρωτότυπων συνθέσεων του κοινοτικού, πριν την ολοκλήρωση της συντελούμενης καταστροφής. Συνθέσεων που θα ανταποκρίνονται στον αγώνα για επιβίωση στα σύγχρονα πλαίσια, με τις σημερινές προτεραιότητες. Συνθέσεων που θα συνυφαίνονται, έτσι, σε ζωντανή διέξοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας: από την αφασική, εξαρτητική εξατομίκευση, «στη χαρά της σχέσης».
* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, εργαζόμενος του Κέντρου Πρόληψης Φωκίδας, πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας
** Φωτογραφία: Paul Klee, Αυτοκινητόδρομος και Παράδρομοι