Του Νίκου Λάιου*
Ο Φέρντιναντ Ταίνις έδωσε τον πιο γνωστό ορισμό της κοινότητας, προτείνοντας το 1887 μια διάκριση μεταξύ κοινότητας (gemeinschaft) και κοινωνίας (gesellschaft), όπου: Η προνεωτερική κοινότητα είναι ένας τρόπος άμεσων, προσωπικών σχέσεων και συγκρότησης του συλλογικού βίου, η νεωτερική κοινωνία ένας τρόπος οργάνωσης μηχανικός, έντονα διαφοροποιητικός και με πολλές απρόσωπες διαμεσολαβήσεις.
Μια χρήσιμη άλλη προσέγγιση αφορά σε δύο επίπεδα συνυπάρχοντα στις σύγχρονες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπου η κοινότητα συνιστά το «μικρό» και «εγγύς», η κοινωνία το «μεγάλο» και «απομακρυσμένο». Εδώ η διαχείριση συλλογικών ζητημάτων, που θεωρείται πως δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν εντός της κοινότητας (φροντίδα παιδιών, διαπαιδαγώγηση κ.ο.κ.), μεταφέρεται στους θεσμούς κοινωνικού ελέγχου της κοινωνίας, σε ένα σχήμα «κοινωνικοποίησης δύο ταχυτήτων». [βλ. συλλογικό έργο «Κοινότητα, Πρόληψη των Εξαρτήσεων, Κέντρα Πρόληψης», κεφάλαιο Ε΄, στο https://www.ideostato.gr/2016/11/e-book.html]
Σε κάθε περίπτωση, η κοινότητα, έχει μια οργανωμένη δική της ζωή, με συνέχειες και ασυνέχειες, στηριζόμενη στην αμοιβαιότητα και την αλληλεγγύη ως αξίες και πρακτικές – δεδομένων των αποκλίσεων που συναντώνται σε κάθε πραγματική, ζωντανή συλλογικότητα. Για την αντιμετώπιση των αποκλίσεων, άλλωστε, η κοινότητα διαθέτει δικλείδες ευέλικτες και πρωτότυπες, σε αντίθεση με τις επικρατούσες αναπαραστάσεις της. Το στοιχείο της διαφορετικότητας εντός του συνόλου είναι υπαρκτό στην κοινότητα, μάλιστα σε αντιδιαστολή με τις ομοιομορφίες που η (μετα)νεωτερική κοινωνία επιβάλει στη βάση του διαφοροποιημένου «ατόμου»: στο πλαίσιο της κοινότητας ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως πρόσωπο που ολοκληρώνεται μέσα και μαζί με την κοινότητα – «σε αναφορά προς την ολότητα». Τόσο σε επίπεδο σχέσεων όσο και επίπεδο αξιών, αρχών και πεποιθήσεων, η κοινότητα μάλλον υπερτερεί της (μετα)νεωτερικής κοινωνικής οργάνωσης ως προς το στοιχείο της αυτάρκειας και της αυτονομίας, που συμβαδίζει με ένα αίσθημα σταθερότητας, ασφάλειας και σαφούς νοήματος. [βλ. όπ.π., κεφάλαιο Ε΄]
Υπάρχουν σήμερα κοινότητες και μας ενδιαφέρουν;
Η αναζήτηση της κοινότητας και του κοινοτικού στο εδώ και τώρα δεν μπορεί να γίνεται σαν να είμαστε, ας πούμε, αρχαιολόγοι που χρειάζεται να ξεθάψουν και να χρονολογήσουν ένα εύρημα με ακρίβεια. Στο ζωντανό κοινωνικό πεδίο τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, πιο δυναμικά. Το κοινοτικό συνυπάρχει σήμερα με το εξατομικευμένο μοντέλο του κοινωνείν, ως υποτελές στοιχείο του δεύτερου – δηλαδή ως συγκρότηση, διαδικασία και διεργασία που επικυριαρχείται. Για παράδειγμα, θα αισθανθώ πονοκέφαλο και ρίγη τον χειμώνα, και ενώ έχω εκπαιδευτεί να «πηγαίνω στον γιατρό», θα αναζητήσω μέσω συγγενών μια απ’ τις γηραιότερες του σογιού, να με συμβουλεύσει πιο είναι το κατάλληλο αφέψημα. Αυτή είναι μια κοινότυπη διεργασία γύρω από ένα θέμα υγείας, κατά την οποία όμως ενεργοποιείται και κινητοποιείται ένα ολόκληρο κοινωνικό δίκτυο. Μπορεί για το κυρίαρχο μοντέλο να μην είναι αποδεκτή, αλλά στιγμιαία διαλέγω να μη συμμορφωθώ με τις επιταγές του. Και δεν επιβαρύνω -για ένα συνάχι- ένα σύστημα υγείας υπό κατάρρευση.
Η κοινότητα συνίσταται, λοιπόν, σε άτυπα αλλά υπαρκτά (όχι «φαντασιακά») δίκτυα σχέσεων, υποστήριξης και φροντίδας του ανθρώπου-μέλους της. Η εδραίωση και ανάπτυξη των δικτύων αυτών είναι ιδιαιτέρως σημαντική υπόθεση σε περιόδους κρίσης και απορρύθμισης των επίσημων δομών προστασίας, γενικά απρόσωπων, συμβολαιακού τύπου, άρα προβληματικών στις (μετα)νεωτερικές κοινωνίες ακόμα και στις φάσεις ανάπτυξής τους. Γι’ αυτό η παρέμβαση στην κοινότητα είναι πεδίο και όρος της πρόληψης των εξαρτήσεων και της προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας. Πεδίο και όρος υψηλής συνθετότητας, απαιτήσεων και έντασης εργασίας: ιδιαίτερα, όμως, «έντασης» σχέσης.
Διαπίστωση που μας φέρνει στον πυρήνα της φιλοσοφίας της πρόληψης, ως δέσμης παρεμβάσεων που δεν συνίστανται τόσο σε «παρεχόμενες υπηρεσίες», αλλά κυρίως σε συγκροτούμενες σχέσεις με τα μέλη των κοινοτήτων και μεταξύ τους.
Καθολική πρόληψη
Τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί μια διάκριση των επιπέδων πρόληψης των εξαρτήσεων σε «καθολική», «επικεντρωμένη» και «ενδεδειγμένη». [βλ. όπ.π., κεφάλαιο Γ΄]
Σύμφωνα με αυτή, οι καθολικές παρεμβάσεις πρόληψης απευθύνονται στο σύνολο της κοινότητας ως «ενεργού κοινωνικού δικτύου», περιλαμβανομένης της σχολικής κοινότητας (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς). Με μια έννοια, η καθολική πρόληψη είναι η «κατεξοχήν κοινοτική πρόληψη». Οι παρεμβάσεις εδώ παρέχουν δυνατότητα αντιμετώπισης επί μέρους ζητημάτων μέσα από ολιστική προσέγγιση, επομένως αυξημένη δυνατότητα παρέμβασης στους αιτιολογικούς παράγοντες των διάφορων εξαρτητικών συμπεριφορών, από το προσωπικό ως το καθολικό κοινοτικό επίπεδο. Άρα και δυνατότητα ευελιξίας εντοπισμού και αντιμετώπισης προσωπικών και συλλογικών δυσκολιών, αναγκών, προτεραιοτήτων σε συνθήκες υψηλής μεταβλητότητας.
Η τέτοια αντίληψη της πρόληψης, σαν «βεντάλιας» παρεμβάσεων που ανοίγει και απλώνεται στην κοινότητα, πρώτα απ’ όλα θέτει στο επίκεντρό της την ενεργοποίηση των μελών της κοινότητας, προκειμένου συγκροτημένα και συλλογικά να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι/ες ζητήματα που τους απασχολούν. Έπειτα, δεν είναι γραμμική ως προς τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα. Οι αιτιολογικοί παράγοντες της εξάρτησης είναι κοινοί με αυτούς άλλων κοινωνικών φαινομένων και προσωπικών δυσκολιών, όπως της έμφυλης βίας, του ρατσισμού, της «σχολικής διαρροής», της κατάθλιψης κ.ο.κ. Ώστε, δουλεύοντας μια παρέμβαση πρόληψης των εξαρτήσεων μπορεί να έχεις αποτελέσματα και σε φαινομενικά «άλλα πεδία». Πράγμα που «βραχυκυκλώνει» αποτιμήσεις βάσει γραμμικών συνδέσεων δράσης-αποτελέσματος, αλλά και «ειδικού»-«πελάτη», που δεν κατανοούν τις δυναμικές, χαοτικές διαδρομές των κοινωνικών σχέσεων και διεργασιών.
- Οι επικεντρωμένες παρεμβάσεις απευθύνονται σε συγκεκριμένες «ομάδες πληθυσμού» (λ.χ. πρόσφυγες, ανήλικους παραβάτες) που θεωρούνται «ευαίσθητες» ή «ευάλωτες» σε εξαρτητικές συμπεριφορές. Δεν αφορούν λοιπόν ολόκληρη την κοινότητα, αλλά συγκριτικά μικρές επί μέρους ομάδες εντός ή στο «περιθώριο» της κοινότητας. Ώστε, αν δεν στοιχίζονται γύρω από μια εστίαση στην καθολική πρόληψη, πολύ εύκολα φθίνουν σε διαχείριση και καταστολή συμβάλλοντας στην ενοχοποίηση, τον στιγματισμό, την αναπαραγωγή «περιθωρίων», ιδιαίτερα σε συνθήκες καθολικής κρίσης. Και αυτο-εξουδετερώνονται ως προς τον διακηρυγμένο στόχο τους.
- Για να το δώσουμε με παράδειγμα, είναι σαν να με τσιμπάνε κουνούπια στον ύπνο μου και φωνάζω ένα συνεργείο να ψεκάσει με εντομοκτόνο το υπνοδωμάτιο, χωρίς να φροντίσω να καθαρίσω με τους διπλανούς μου τα βαλτωμένα νερά της γειτονιάς.
Οι ενδεδειγμένες παρεμβάσεις αφορούν τον εντοπισμό μεμονωμένων ανθρώπων με προσωπικές δυσκολίες, που θεωρείται πως ενδέχεται να οδηγήσουν σε προβληματική χρήση ουσιών, καθώς και ανθρώπων που ήδη πειραματίζονται με τη χρήση ουσιών. Οι μέθοδοι αντιμετώπισης εδώ περιλαμβάνουν κυρίως την έγκαιρη παρέμβαση και τη συμβουλευτική. Στο προτεινόμενο αυτό επίπεδο άσκησης πολιτικών πρόληψης το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο δεν λαμβάνεται υπ’ όψη: ενώ και η ραγδαία ανάπτυξη των λεγόμενων «νέων» εξαρτήσεων (λ.χ. από προϊόντα τεχνολογίας) δείχνει τους περιορισμούς αυτού του επιπέδου – για να μην μιλήσουμε για βαθμούς στιγματισμού και κοινωνικού ελέγχου.
Συνεχίζοντας στο μοτίβο του παραδείγματός μας, σε τούτη την περίπτωση το συνεργείο ψεκάζει με εντομοκτόνο μόνο το δικό μου μαξιλάρι. Θα ψεκάσει το μαξιλάρι της γυναίκας μου μόνο όταν γίνει κι αυτή γλυκοαίματη και αρχίσουν να την επισκέπτονται τα κουνούπια.
Τα «επιτελεία»: επικίνδυνη σύγχυση μπρος στην ευθύνη
Αν και τα διεθνή εγχειρίδια προτείνουν παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα και, επιπλέον, με εμφάσεις αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας (πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές κ.λπ.), κύκλοι των ελλαδικών «επιτελείων» σπρώχνουν την πρόληψη των εξαρτήσεων σε έμφαση στις επικεντρωμένες και ενδεδειγμένες παρεμβάσεις. Οι πιέσεις εντείνονται τα τελευταία χρόνια, με κορύφωση την τελευταία διετία. Ακριβώς στη φάση που θα έπρεπε να ενισχυθεί και εμβαθύνει η καθολική πρόληψη, η ενεργοποίηση των μελών της κοινότητας προς αντιμετώπιση από τους ίδιους των επειγόντων ζητημάτων που καθημερινά γεννά η εξέλιξη μιας καθολικής κρίσης, υπό μορφή καταστροφής όρων επιβίωσης και διεξόδου από αυτήν: υλικών, πνευματικών, πολιτισμικών, ηθικής και ηθικού κ.ο.κ.
Κάποιοι από τους λόγους της τέτοιας επιλογής αναφέρονται στο Α΄ Μέρος του άρθρου. Δεν εξαντλούν την αιτιολόγηση της υποτίμησης της κοινοτικής δουλειάς από πλευράς «επιτελείων», είναι όμως κρίσιμοι για την κατανόησή της. Ας προσθέσουμε μονάχα δύο στοιχεία.
Πρώτο, οι πιέσεις για απομάκρυνση από την καθολική πρόληψη επικαλούνται τη διάκριση της πρόληψης σε τρία επίπεδα, για να καταλήξουν μ’ ένα άλμα στο αυθαίρετο, εντελώς ατεκμηρίωτο συμπέρασμα πως η καθολική πρόληψη δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Ελλάδας σήμερα για έμφαση στους «ευάλωτους πληθυσμούς» και τα «ευάλωτα άτομα».
Δεύτερο, η αυθαιρεσία αυτή, στη βάση έλλειψης κατανόησης βασικών εννοιών, περιεχομένων και στόχων της πρόληψης, αλλά και των ίδιων των κοινωνικών συνθηκών, δεν είναι απλά ένα ακόμη επιστημονικό ολίσθημα ή μια ακόμη ιδεολογική τύφλωση: είναι μια πολιτική επιλογή που σήμερα, εκ του αποτελέσματος, στρέφεται απέναντι στα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Συμπεριλαμβανομένων «ευάλωτων πληθυσμών» και «ευάλωτων ατόμων», που αντί να υποστηρίζονται ώστε να ενεργοποιηθούν οι ίδιοι, να ανακτήσουν την επαφή τους με εκείνες τις προσωπικές και κοινωνικές δυνάμεις επιβίωσης μέσα στην καταστροφή, το μόνο που μπορούν να περιμένουν σύμφωνα τις προτάσεις των «επιτελείων» είναι κάποια «ανθρωπιστική», σύντομη «δράση» διαχείρισης της «ευάλωτης» κατάστασής τους «από τα πάνω».
Στο τελευταίο, Γ΄ μέρος του άρθρου θα ασχοληθούμε με την έννοια της καθολικής κρίσης, που αναδεικνύει τη γενίκευση της «ευαλωτότητας» σε επίπεδο κοινωνικής πλειοψηφίας. Θα κλείσουμε με ένα πέρασμα από τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση της νέας αυτής συνθήκης – σε αντιδιαστολή με την εγκατάλειψή τους, που προτείνεται από κυρίαρχους κύκλους των «επιτελείων» μέσα από την ατροφία της καθολικής πρόληψης.
*Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, εργαζόμενος του Κέντρου Πρόληψης Φωκίδας και πρόεδρος του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης
**Φωτογραφία: Paul Klee, “Περιστρεφόμενο Σπίτι”