Επικαιρότητα

Κυρ-Χρόνη εμείς δε θα κερδίζαμε ποτέ…-από τη Στέλλα Μπεκατώρου Βράιλα

By Στέλλα Μπεκατώρου

May 11, 2016

Μωρέ κάθε που μπαίνει για τα καλά η άνοιξη, με πιάνει ένα περίεργο πράγμα και χωρίς να ξέρω το γιατί , έρχεται στο μυαλό μου ο Λόρκα.  Έτσι χωρίς λόγο.  Μάλλον θα φταίει που γεμίζει η φύση χρώματα κι αρώματα και ξαφνικά θυμάμαι εκείνο τον στίχο του Καββαδία που λέει πως «Κάτω άπ’τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια».  Πάντα αυτός ο στίχος με κάνει να τον φαντάζομαι κάπου στην Ισπανική ύπαιθρο να αγωνιά ανάμεσα σε στάχια και πολιτικές προκηρύξεις.

Μην προσπαθήσεις να εξηγήσεις τις περίεργες στροφές που παίρνει το κεφάλι μου.  Συνήθως τέτοια εποχή πάντα μας βρίσκει να ταξιδεύουμε στα Βαλκάνια με την μάνα μου οδικώς κι έτσι το μάτι μου έχει άφθονο υλικό για να χαθεί και να οδηγήσει με τη σειρά του το ταλαίπωρο μυαλό μου σε ένα σωρό μυστήριους συνειρμούς. Τον τελευταίο καιρό κιόλας έχω ήδη διάφορα να με τρώνε κι έτσι οι παράξενες συνδέσεις που γεννιούνται στην γκλάβα μου είναι σχεδόν βέβαιες.

Χαμένη λοιπόν μέσα στην Βαλκανική εξοχή, φορτωμένη και με τα δικά μου, εσωτερικά και μη, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα.  Η Αριστερά είναι σαν τον Έρωτα και με ελάχιστες εξαιρέσεις και την Αγάπη.  Μη Εφαρμόσιμη! Κι όσοι πραγματικά πιστεύουμε σε αυτά, δε θα κερδίζαμε ποτέ.  Μη γελάς μωρέ!  Μην πας αμέσως να με νουθετήσεις.  Ξέρω τι θα μου πεις.  Σ’έχω διαβάσει βλέπεις.  Δως μου όμως λίγο τράτο και θα καταλάβεις τι εννοώ.

Κοίτα να δεις λοιπόν πως έχει το πράγμα και γιατί κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα και για τον  Έρωτα, την Αγάπη και την Αριστερά.

Εγώ που λες Κατοχή και Μακρόνησο δε γνώρισα, μιας και γεννήθηκα πολύ αργότερα, μα μεγάλωσα με έναν πρώτης τάξεως φασίστα που δεν έχανε ευκαιρία να ασκεί σωματική και ψυχική βία πάνω μου.  «Μεροκαματιάρης» του κώλου και οπαδός της λαϊκής δεξιάς με πρώιμα δείγματα ακροδεξιάς προδιάθεσης που εκδηλώθηκαν χρόνια αργότερα ανοιχτά και χωρίς ντροπή αφού πλέον δηλώνει καθαρός Χρυσαυγίτης χωρίς να ντρέπεται, είχε τον τρόπο του να τρομοκρατεί και να μειώνει σε κάθε ευκαιρία όσους μπορούσε μα κυρίως όσους δεν  «έφτανε».  Από το ίδιο του το παιδί έως τους συναδέλφους με τους οποίους δεν συμφωνούσε πολιτικά.  Μη φανταστείς όμως πως έκανε τον νταή γενικώς.Χέστης ως το μεδούλι τα έβαζε μόνο με όσους δεν μπορούσαν να αντιδράσουν ή να τον χτυπήσουν κι έτσι τόνωνε τις όποιες ψευδαισθήσεις μεγαλείου έκρυβε η βαθιά συμπλεγματική περσόνα του. Μέχρι να βρει το κουράγιο και το πάτημα λοιπόν η δόλια η μάνα μου να με πάρει να φύγουμε από εκεί μέσα, ιδιαίτερες πολιτικές συζητήσεις δε κάναμε στο σπίτι.   Ήξερα τα βασικά μα από κει και πέρα κουβέντα καμιά.Τουμπεκί που λένε.Το ένστικτό μου όμως φώναζε πως κάτι δε πάει καλά σε όλα αυτά που άκουγα στο σπίτι. Κάτι μου ακουγόταν βαθιά υποκριτικό.  Βλέπεις το ετούτο το ανδρείκελο δήλωνε βαθιά πατριώτης και λάτρης της σημαίας κι αυτό ως ένα βαθμό μου το χε περάσει κι εμένα. Στο ποσοστό του να αγαπάω το χωραφάκι που μου έλαχε για πατρίδα χωρίς όμως να το βάζω πάνω από τα γύρω χωράφια. ‘Ελεγα που λες όταν τα σκεφτόμουν μόνο μου, κυρίως μετά από κανα γερό ξύλο, πως δεν είναι δυνατόν να λες πως αγαπάς τη πατρίδα σου και  υστέρα να φέρεσαι έτσι στο παιδί σου.  Γιατί αν φέρεσαι έτσι στο παιδί σου, δε το αγαπάς.  Κι αν δεν αγαπάς το παιδί σου, δεν είσαι ικανός να αγαπήσεις κανέναν και τίποτα. Ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο, ούτε ιδανικό, ούτε πατρίδα. Η συνειδητοποίηση και η αποδοχή του ποιος πραγματικά ήταν δε με σόκαρε καν.  Ήρθε απλά και λογικά σαν απόδειξη κάποιου γεωμετρικού θεωρήματος.  ‘Αλλωστε στη ζωή μου έτυχε δυστυχώς να γνωρίσω αρκετούς ανθρώπους ανίκανους να αγαπήσουν και ανάξιους να αγαπηθούν.

Τελοσπάντων για να μη στα πολυλογώ, με τα πολλά η μάνα μου που λες, με πήρε και φύγαμε όταν ήμουν 16.  Εφηβεία κι ανάσα κι αναζήτηση κι εδραίωση σιγά σιγά όλων αυτών που μέσα μου ένιωθα σωστά από παιδάκι χωρίς όμως να τους βάζω όνομα. Κι όσο μεγάλωνα, τόσο ρίζωναν μέσα μου κι αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν να μην είναι όλοι οι άνθρωποι αριστεροί ρε γαμώτο;  Αφού κι η καρδιά από τα αριστερά είναι!  Κι εκεί ακριβώς ήταν κι η απάντηση!  Γιατί η καρδιά ναι μεν είναι απ’τα αριστερά, μα οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ν’αγαπάνε. Οι περισσότεροι περιφέρονται άσκοπα.  Ζουν, αναπνέουν, μιλάνε, τρώνε, πηδιούνται, χέζουν και κοιμούνται. Κι  έτσι μηχανικά κυλάει η ζωή μας. Και πες πάει στο διάολο, δεν μπορεί να είναι όλοι έτσι;! Κάποιοι από εμάς  σκέφτονται, νιώθουν, ζητάνε κάτι παραπάνω, δε μπορεί;!  Κι εκεί είναι η δεύτερη νάρκη. Γιατί αυτοί που σκέφτονται, νιώθουν και ζητάνε κάτι παραπάνω, φοβούνται!Ναι, ναι φοβούνται και τρέμουν στην ιδέα του να διαχειριστούν αυτό που ψάχνουν άμα το βρουν. Κι αυτοί είναι κι οι πιο επικίνδυνοι γιατί στη βάση τους είναι συναισθηματικά ευνουχισμένοι.

Κάπου σ’αυτό το δαίμονα, το διαδίκτυο έπεσε το μάτι μου σε μια πολύ σοφή απορία.  Κάποιος είχε γράψει που λες σε ένα τοίχο το εξής:

«Αφού υπάρχουν τόσοι μόνοι, γιατί υπάρχουν τόσοι μόνοι;»

Άμα τον ήξερα, θα του έλεγα.  Υπάρχουν τόσοι μόνοι που λες, για τον ίδιο λόγο που και το Κόμμα έχει τα ίδια ποσοστά στις εκλογές από το 1935 (κι έχουμε 2016!!! – κι εδώ θα καταλάβεις γιατί η Αριστερά είναι σα τον Ερωτα και την Αγάπη).  Γιατί κανένας τους δε θέλει να αναλάβει την ευθύνη όσων διατυμπανίζει πως θέλει και πρεσβεύει.  Οι άνθρωποι φοβούνται να αγαπήσουν, να αφεθούν, να νιώσουν και το Κόμμα φοβάται να αναλάβει την εξουσία (όνειρο θερινής νυκτός) ή έστω μια σοβαρή και πραγματική αντιπολιτευτική  δράση.  Είναι εύκολο έξω από το χορό να λες τραγούδια βλέπεις.  Για να σε δω να προσπαθείς να πας τα βήματα αδερφάκι μου!!  Αμ πως θα γίνει αλλιώς;  Πως θα γίνει όταν όλοι θέλουν την αλλαγή, αλλά κανένας δεν θέλει να αλλάξει;;

Κι ύστερα είναι και το τερατώδες ερώτημα του τι θα γίνει έτσι και πετύχει τ’όραμα. Που σκατά στα μούτρα μας δηλαδή και να με συμπαθάς για τη γλώσσα μου, μα η ιστορία μας έχει δείξει πως «Η επανάσταση μονάχα έχει ουσία όσο κράτα μέχρι να γίνει εξουσία». Το ίδιο κι οι ανθρώπινες σχέσεις.  Γιατί κανένας δε μας είπε πως το παιχνίδι πραγματικά ξεκινάει να παίζεται μετά την πρώτη νίκη. Κι εκεί είναι που πρέπει να ιδρώσεις τη φανέλα!  Ως εκεί είναι εύκολα.  Μετά πως κάνεις πράξη όσα έλεγες;  Πως στηρίζεις όσα έταξες;  Πως δε τα παρατάς στη πρώτη δυσκολία, στη πρώτη ξενέρα, στη πρώτη αναποδιά;  Η απάντηση κι εδώ είναι απλή μιας που είναι μία.  Στα μεταξύ μας, τα παρατάς με πολύ μεγάλη ευκολία γιατί δεν αντέχεις.  Δε μπορείς να διαχειριστείς το να έχεις δίπλα σου κάποιον να σε νοιάζεται και να προσπαθεί για σένα.  Στην πολιτική γίνεσαι χειρότερος από αυτόν που ήρθες να γκρεμίσεις.  Κι έτσι πάει το πράγμα.  Κι ο χρόνος κυλάει  και δεν επιστρέφεται.  Και μηχανικά συνεχίζεται το ίδιο τροπάριο που ανέφερα πιο πάνω. Οι άνθρωποι  ζουν, αναπνέουν, μιλάνε, τρώνε, πηδιούνται, χέζουν και κοιμούνται γιατί μόνο αυτό μπορούν να σηκώσουν τελικά.  Κι αποδέχονται το συναισθηματικό τέλμα στο οποίο μόνοι τους έχουν βάλει τους εαυτούς τους . Και συνεχίζουν να ψηφίζουν τους  ίδιους και τους ίδιους γιατί στην πραγματικότητα όλοι ίδιοι είναι.  Και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει όσο είναι ακόμα καιρός πως από ένα σημείο κι έπειτα δεν είναι άλλος ένας χωρισμός! Δεν είναι μια προδομένη πολιτική ιδεολογία! Είναι ένα κομμάτι πίστης στο ανθρώπινο είδος, χαμένο!   Είναι ένα ακόμα βαθύτερο πλήγμα στη όποια ελπίδα για κοινωνική αναδιάρθρωση!

Για να στεριώσει η Αριστερά κυρ Σαλονικιέ μου, θα ‘πρεπε τούτος ο κόσμος να ήταν μαθημένος στο να κάνει το καλό κι αυτό δεν ισχύει.  Να αγαπάει ρε με την καρδιά!  Εκείνη που λέγαμε πριν πως είναι σ’όλους μας από τα αριστερά;  Γιατί όταν αγαπάει με τη καρδιά, γράφει στ’αχαμνά του και φόβους και πληγές κι ορμάει μπροστά χωρίς να υπολογίζει τίποτα!  Σταματάει να είναι ο χέστης που κρύβεται στο διαμερισματάκι του μετά το γραφείο και ζει.  Δεν είναι λίγος πια!  Ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τους γύρω του.  Και ρισκάρει.  Και ζει.  Κι ορθώνει ανάστημα.  Κι ελπίζει. Κι εκτιμάει. Και σέβεται.  Κι ονειρεύεται. Και πολεμάει. Και κάνει το καλό.  Κι αφήνεται και να αγαπήσει και να αγαπηθεί.  Αφήνεται σ’αυτόν τον υπέροχο τρόμο της Αγάπης.

Μα τι θέλω και τα λέω;  Εσύ καταλαβαίνεις τι σου λέω μα όλοι οι υπόλοιποι δε πιάνουν λέξη.  Βλέπεις υπάρχουμε και μερικοί που αφήνουμε ακόμα το κλειδί κάτω από το γεράνι μα ετούτη εδώ η εποχή δεν νομίζω πως είναι για γλάστρες στα μπαλκόνια μας πια.

Και κάπως έτσι νεκρώνουμε κι οι υπόλοιποι που το χουμε στο αίμα μας το να ρισκάρουμε, να τρώμε τα μούτρα μας και να δινόμαστε σε σχέσεις, σε ανθρώπους, σε φιλίες, σε ιδεολογίες.  Και μη φωνάξεις πως έτσι γινόμαστε ένα με το «Τέρας»!  Οι αντοχές δεν είναι ανεξάντλητες  κυρ-Σαλονικιέ!  Κι εμένα οι συμπεριφορές με έχουν κάνει να απορώ πια.  Δε χρωστάει καλό κανείς σε κανένα σου λέω!  Κι αυτό το κατάλαβα πριν από λίγο καιρό.   Σ’ότι πίστεψα πολιτικά και κατέρρευσε μόλις του έδωσα βοήθεια για να εδραιωθεί.  Στα «είπα – ξείπα» της πρώτης «κοκκινίζουσας», κυβερνητικής προσπάθειας που με το που ανέλαβε την εξουσία, απεδείχθη τρισχειρότερη από όλους όσους πάλευε να ρίξει τόσα χρόνια. Στον τελευταίο άνθρωπο που ένιωσα και νοιάστηκα και φέρθηκα σωστά ο οποίος έφυγε όπως ήρθε κι όπως ήθελε.  Απότομα.  Και δε με σόκαρε το φευγιό κι ούτε κράτησα κακία ή έβγαλα οργή και θυμό.  Αυτό που με πίκρανε είναι το ότι είχε την ευκαιρία να με βοηθήσει σε κάτι που σήμαινε πολλά για μενα και δε το έκανε ενώ του είχα φερθεί με τον καλύτερο τρόπο.  Λες και θα στοίχιζε ένα «Στελλιώ έγινε ότι έγινε.Δε σου στέλνω για μας, μα να ξέρεις πως αν ακόμα το θες, η δουλειά στο μαγαζί είναι μιλημένη»

Γι’αυτό σου λέω, τίποτα δε μένει το ίδιο εκτός από την ασχήμια και τη δειλία μας.   Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που φωτογραφίζω. Α ναι, δε στο πα αυτό. Φωτογραφίζω που και που.  Κυρίως εκείνους που αγαπάω.  Πρόσεξε!  Εκείνους που αγαπάω εγώ!Θέλω βλέπεις να τους κρατήσω «αιώνια» όπως τους βλέπω.  Όμορφους! Θεριά ανήμερα! Ο καθένας τους με δυο μέτρα μπόι ψυχής βαθιάς!  Έτσι ώστε όταν λιγοψυχάνε,  όταν ασχημαίνουν, ακόμα κι αν έχουν χαθεί απ’τη ζωή μου, να κοιτάνε τη φωτογραφία που τους τράβηξα και προσπαθούν να ξαναγίνουν εκείνα τα Θεριά!  Τα Θεριά τα δικά μου!  Κι εκείνον τον τράβηξα.  Τον «πάγωσα» στον χρόνο, όμορφο, ειλικρινή κι αγέρωχο!  Όπως τον έχω μέσα μου κι όπως θα τον κρατήσω.  Κι ας μ’άδειασε σαν άνθρωπο.  Δε το πε κι ο Λουντέμης μωρέ;  «Αγαπάω σημαίνει εγώ αγαπάω… το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά» κι εγώ δεν έχω μάθει να αγαπάω ούτε στα λόγια, ούτε για ένα μήνα.

Όμως αλλού το πήγα και σε κούρασα.Σημασία έχει πως άκρη δε βρίσκεται.  Για να βγει τ’όνειρο αληθινό, θέλει κότσια, κι όρεξη, και θάρρος, και καρδιά ανοιχτή.  Κι αυτά είναι είδη ουσιώδη εν ανεπαρκεία.   Ο Έρωτας κι η Αγάπη είναι σαν την Αριστερά.  Όσοι πραγματικά πιστεύαμε πως υπάρχει και πως μπορεί να εφαρμοστεί θα καταλήγαμε με το κεφάλι μας κρεμασμένο από κάποιο φανοστάτη ή μισότρελοι ή αυτοεξόριστοι και ερημίτες μακρυά από δεικτικούς κι επικριτικούς φίλους σα τον Μπουνιουέλ και τον Νταλί.

Γι’αυτό σου λέω κυρ-Χρόνη, εμείς δε θα κερδίζαμε πότε……

 

 

Ευχαριστούμε τη Στέλλα Μπεκατώρου Βράιλα για την εμπιστοσύνη!

Κείμενά της θα βρείτε στο shushyourmouth