«Σήκω γρήγορα ετοιμάσου, δε θα βρούμε να καθίσουμε!»
Στριμώξου, έχει κόσμο -τί να κάνεις;
Στη σειρά τα μπουκάλια να τα βγάλουμε φωτογραφία, κάνω εγώ το check in -ποιοι είμαστε εδώ;- μη σπρώχνετε, προσπαθώ να γράψω στο facebook ότι περνάμε τέλεια.
«Έλα να απαθανατίσουμε μια στιγμή που δε τη ζήσαμε ποτέ»
Βγάλε κι άλλη μια φωτογραφία -μα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη;-
«Την ανέβασες;;»
Υπνωτισμένος στο κέντρο του κόσμου, μετράς τα like και σηκώνεις το κεφάλι μόνο για να παραγγείλεις άλλο ένα ξινό ποτό ή για να μπανίσεις το μπράτσο του μπαρμανά και τον κώλο της σερβιτόρας.
Αγγίζεις το διπλανό σου μονάχα καθώς τον τρακάρεις στην προσπάθειά σου να ελιχθείς μέσα στο πλήθος χωρίς να τραβήξεις τα μάτια από την επέκτασή του χεριού σου που λέγεται κινητό.
Και μετά κλαίει η ψυχή σου που ποτέ κανείς δεν άγγιξε τη μέσα σου πριγκίπισσα και του βυθού σου τα κοράλια.
«Μα άλλα ζητεί η ψυχή σου και γι’άλλα κλαίει, πουλάκι μου.»
Ψάχνεις τα φτηνά κονσερβοποιημένα, τα εφήμερα και συνάμα κλαις που ποτέ δεν ένιωσες σαν την Τζίνα στο Ημερολόγιο, όταν έκλαιγες με την φινέτσα και τον ιπποτισμό της εποχής στην ταινία που είδες ένα βράδυ με τον Βασίλη τρώγοντας πίτσα στον καναπέ κι ύστερα βγήκατε να πάτε να στριμωχθείτε με ένα μπουκάλι Haig και άλλους 6 ψευτοφίλους που ποτέ δε χώνεψες και πολύ σε ένα κουτί με φώτα και ηχεία.
Και γεμίζουνε κι αδειάζουνε τα μαγαζιά, οι ίδιοι κάθε μέρα σε ανακύκλωση, οι ίδιοι που τους δόθηκε ένας απέραντος κόσμος και συμβιβάστηκαν να ζούνε τη ζωή τους σε 100 τετραγωνικά μέτρα εναλλάξ.
Και τα βουνά απομείνανε άδεια, οι ξένες πολιτείες μείνανε ξένες και τα χρώματα του λυκόφωτος εγίνανε φωτορυθμικά σε μπαρ.
Τα άγρια ζώα δεν τα ξάφνιασε κανένα πατημένο ξερόκλαδο και συνέχισαν τον ήρεμο ύπνο τους, τα αστέρια παραπονεμένα που δεν τα χάζεψε κανείς έτσι όπως έφεγγαν κρεμασμένα πάνω απ’τη θάλασσα με φόντο ένα κονσέρτο εκκωφαντικής κοσμικής σιωπής.
Επειδή έπινες ποτό.
Κι όλα ήταν κονσέρβα.
Ίδια κι απαράλλαχτα.
Κάθε μέρα.
Για πάντα.
Κι ήσουν ευτυχισμένος.