Η εποχή της “σοσιαλμανίας”: κάτι, σαν το “τρεντ” της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς του καιρού μας, αλλά στη γλώσσα του ΣΕΒ.
Τι αγαπά ο Μάκης Βορίδης; Μην είναι κάμποι και τα ψηλά βουνά, η θέα απ’ την ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας; Μην είναι το “πουλί” της Εθνοσωτηρίου; Μην είναι οι “ακτιβιστές της δεξιάς” που μάχονται για τις ιδέες τους με τα… τσεκούρια τους; Ουχί, τίποτα απ’ όλα αυτά. Καθώς ο κύριος υπουργός “αγάπα” την κριτική που “απαιτεί” από την κυβέρνηση να είναι πιο αποφασιστική.
Αυτά δήλωσε προσφάτως στον αέρα του πάντα φιλόξενου για τα “παιδιά του Καρατζαφέρη” καναλιού του Φαλήρου. Παρέα του, στο πλαίσιο των “εορτασμών” για τα δύο χρόνια ανάληψης της εξουσίας απ’ τη Ν.Δ. (δύο χρόνια, ε; Μεσαίωνας μού φάνηκε), οι δημοσιογράφοι του καναλιού, κ. Κλείτου και κ. Οικονόμου, οι οποίοι εξαπέλυσαν “βόμβες” αγάπης προς τον υπουργό χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση “δειλή και φοβική” στην επιβολή της νομιμότητας που ανακοινώνει.
Όμως, το τυράκι δεν είναι εδώ. Αραδιάζοντας έτι μια φορά ποσοστά δημοσκοπήσεων, προκειμένου να πείσει για την προτίμηση του κόσμου προς την κυβέρνηση, ο κύριος Βορίδης πέρασε στο ψητό, μιλώντας για διαμόρφωση όρων “ανατροπής μιας πακτωμένης εδώ και δεκαετίες αντίληψης, που ονομάζουμε ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Δεν είναι μόνο η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση”, συνέχισε στο ίδιο τέμπο ο πάλαι ποτέ εκλεκτός του δικτάτορα Παπαδόπουλου. “Δέκα χρόνια πριν πχ, αν μιλούσαμε για ανάπτυξη, θα συζητούσαμε για δημόσιες επενδύσεις, ενώ τώρα συζητάμε μόνο για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Αν λέγαμε δέκα χρόνια πριν ότι θα μειώσουμε τη φορολογία των επιχειρήσεων, θα ακούγαμε ‘είσαι λακές του κεφαλαίου, πίνεις το αίμα του λαού’. Σήμερα ακούς ‘καλά κάνετε, κάντε και μεγαλύτερη μείωση’” κατέληξε.
Ουσιαστικά πρόκειται για επανάληψη των απόψεων που είχε εκφράσει πρόσφατα σε πολυτελές εστιατόριο στο Καβούρι κατά τη διάρκεια πάρτι τοπικής οργάνωσης της ΝΔ .Τότε, πάλι είχε κάνει λόγο για “ιδεολογική ανατροπή”. Μια ανατροπή που τον γέμιζε με αισιοδοξία. Εκείνο, όμως, που “ξέχασε” να αναφέρει ο υπουργός είναι ότι στο πεδίο της οικονομίας η “ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς” είχε ως κύριο εμπνευστή της τον επικεφαλής της “μεγάλης, φιλελεύθερης, κεντροδεξιάς παράταξης”. Δεν ξέρω με ποιον από τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς συμφωνεί ο κύριος Βορίδης για την παράταξη στην οποία ανήκει. Ξέρω, όμως, τι είναι αυτό που θέλει να ξεχάσει η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη…
Στο τελευταίο κυριακάτικο φύλλο της “Καθημερινής” ο ακαδημαϊκός Μιχάλης Ψαλιδόπουλος ξανάνοιξε τη συζήτηση περί “σοσιαλμανίας”. Πρόκειται για χαρακτηρισμό που αποδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετά την πτώση της Χούντας, στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν και επιδόθηκε σε μια ασυνήθιστη για τα κυβερνητικά ειωθότα της ελληνικής Δεξιάς πολιτική αποκρατικοποιήσεων και ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού. Πολιτική που την έφερε αντιμέτωπη (για λίγο) με τους οικονομικούς κλειδοκράτορες της χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Ψαλιδόπουλο το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο που αντιμετώπιζε παραδοσιακά η Ελλάδα (εν μέρει από αδήλωτους, όπως τονίζεται στην “Κ”, πόρους), σε συνδυασμό με την πολιτική της δικτατορίας μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς και με δεδομένη την ύφεση του 1973, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης που έφερε πάγωμα των εμβασμάτων των μεταναστών, είχαν δημιουργήσει σοβαρές ανωμαλίες στην ελληνική οικονομία. Ανωμαλίες που ήρθαν να κολλήσουν και με τις αυξημένες εξοπλιστικές δαπάνες, μετά και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, με τον Παπαληγούρα στο “Συντονισμού” και τον Ζολώτα στην ΤτΕ, η καραμανλική κυβέρνηση έχοντας ξεπαγώσει και τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ, προχωρά σε επιβολή έκτακτης φορολογικής εισφοράς προς τα υψηλότερα εισοδήματα, ύψους 10 δισ. δραχμών (1974-1975). Όπως ήταν αναμενόμενο υπήρξαν αντιδράσεις. Ταυτόχρονα, επιδιώχθηκε η αναθεώρηση πολλών συμβάσεων του Δημοσίου με ιδιώτες, καθώς κρίθηκε ότι εμπεριείχαν επαχθή χαρακτήρα για το Δημόσιο. Όπως διαβάζουμε σε παλαιότερο ιστορικό λεύκωμα της “Καθημερινής”, μέσα στο 1976 λύθηκαν ή αναθεωρήθηκαν προς τον δυσμενέστερο για τον ιδιωτικό τομέα, οι συμφωνίες με τις Ρενώ- Πεζώ, Κόκα Κόλα, Μότορ Όιλ, Άρνιμα, Κρις- Κρις, Νεστλέ, Στάγιερ, Αθηναϊκή Χαρτοποιία, καθώς και με τους ομίλους Ανδρεάδη, Λάτση, Νιάρχου και Βρανά. Τότε ήταν που κρατικοποιήθηκε και η Ολυμπιακή. Ενώ, δεν θα πρέπει να παραληφθεί και η αναφορά (διάβαζε μπηχτή) του τότε “τσάρου” της Οικονομίας προς το ελληνικό βιομηχανικό κεφάλαιο, το οποίο κατηγόρησε για “επενδυτική αποχή” σε καιρούς παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας.
Ο ΣΕΒ, φυσικά, δεν άφησε την… προσβολή αναπάντητη, σήκωσε το γάντι και στις 5 Μαρτίου 1976 έδωσε συνέντευξη Τύπου, η οποία συνοδεύτηκε από μια μακροσκελή ανακοίνωση που ξέφευγε εμφανώς από τους κανόνες της παραδοσιακής αστικής ευγένειας. Το κείμενο, πληροφορούμαστε πάλι από την “Κ”, ήταν γραμμένο σε πρώτο ενικό, είχε έντονο ύφος και έφερε τη σφραγίδα του τότε βιομηχάνου και προέδρου του Συνδέσμου, Δ. Μαρινόπουλου. Σε μια προσπάθειά να καυτηριάσει το “κυβερνητικό και κοινωνικό κλίμα” της εποχής, ο Μαρινόπουλος το χαρακτήρισε “απρόσφορο για την ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας”. Στην ίδια επιστολή, μάλιστα, επαιρόταν λέγοντας ότι “στον χρόνο που πέρασε μόνο η βιομηχανία προσέγγισε τα καυτά προβλήματα του τόπου”. Ίσως, κάποιος έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να σταματήσει η σπέκουλα εναντίον των βιομηχάνων.
Αυτό συμπεραίνουμε διαβάζοντας την αρχή της ανακοίνωσης που ξεκινούσε με τις μομφές εναντίον της βιομηχανίας. Μομφές που είχαν να κάνουν με τα υπερκέρδη και την εκμετάλλευση των εργαζομένων, την υποβάθμιση της συμβολής στην ανάπτυξη και την απουσία ξένων επενδύσεων στην οικονομία. Μομφές που δεν ήταν τίποτα άλλο για τον ΣΕΒ, παρά παραφυάδα της πολιτικής μόδας της εποχής: Της “σοσιαλμανίας”. Κάτι, σαν το “τρεντ” της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς του καιρού μας, αλλά στη γλώσσα του ΣΕΒ. Θα μου πεις, γιατί, ο Βορίδης ποιανού τη γλώσσα μιλά; Σωστό, μα δεν είναι αυτό το θέμα. Τουλάχιστον για την ώρα…
Στον ΣΕΒ και τον Μαρινόπουλο απάντησε ο υπουργός Συντονισμού στις 18/3, διακηρύσσοντας τη διαφωνία της κυβέρνησης με ψευδοσοσιαλίζοντες δημαγωγούς και με νοσταλγούς μιας απαρχαιωμένης και ασύδοτης ελεύθερης οικονομίας. Ενώ, προειδοποίησε σε αυστηρό ύφος ότι δεν θα τους επιτρέψει να «παρεμβάλλουν προσκόμματα στην πορεία του ελληνικού λαού προς την οικονομική και κοινωνική πρόοδο». Ανήκουστα πράγματα, που θα έκαναν πολλούς σύγχρονους θιασώτες του “νόμου των αγορών” να ψάχνουν για να πατάξουν την κομμουνιστική συνιστώσα εντός της Ν.Δ. που δηλητηριάζει τις σχέσεις του κόμματος της αστικής τάξης με την οικονομική μήτρα απ’ όπου είχε ξεπηδήξει. Την ίδια μέρα, “αρμόδια κυβερνητική πηγή” έβγαζε στη σέντρα τους βιομηχάνους, θυμίζοντάς τους τα κίνητρα υπέρ τους που βρίσκονταν εν ισχύι και τις υπεραποσβέσεις που διευκόλυναν τη λογιστική αποφυγή πληρωμής φόρων επί των κερδών των νομικών προσώπων. “Εκείνο που μας έλειπε τώρα είναι να εμφανισθούν ως κοινωνικώς αδικούμενοι οι βιομήχανοι”, κατέληγε τότε η πηγή.
Στο κάδρο αυτής της απροσδόκητης “βεντέτας” βρίσκονταν φυσικά η υπόθεση Ανδρεάδη. Έπειτα από την πιο θεαματική εκδήλωση κρατικού παρεμβατισμού με το νομοσχέδιο “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των περί λειτουργίας και ελέγχου των Τραπεζών διατάξεων”, το κράτος εθνικοποίησε τον όμιλο Ανδρεάδη υπό τον ιδιοκτησιακό έλεγχο του οποίου βρίσκονταν η Εμπορική Τράπεζα, η Ιονική Τράπεζα, η Τράπεζα Επενδύσεων, τρεις ασφαλιστικές εταιρίες και 15 βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν σε ποικίλους τομείς: Από τα εργοστάσια λιπασμάτων, μέχρι το ξενοδοχείο “Χίλτον”.
Ο Ανδρεάδης, άτυπος “πρεσβευτής” της Χούντας στο εξωτερικό, φανατικός συνοδοιπόρος της οικονομικής πολιτικής των Συνταγματαρχών και σκανδαλωδώς ευνοούμενος των ρυθμίσεων τους, έκανε λόγο για «απροκάλυπτη δήμευση» και για «στραγγαλισμό και δίωξη των επιτευγμάτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας», όπως αυτά συμβολίζονταν κατά τον ίδιο στον πρόσωπό του, προαναγγέλλοντας την έναρξη δικαστικού αγώνα για τη δικαίωσή του.
Παρόλα αυτά, με τις κακές γλώσσες να σημειώνουν ότι ο Ανδρεάδης μάλλον αποτελούσε εύκολο στόχο για την κυβέρνηση, μετά το ανοιχτό αλισβερίσι του με τη Χούντα, στις 5 Δεκεμβρίου 1975, συντάχθηκε και υποβλήθηκε η Έκθεση των διευθυντών της ΤτΕΕμμ. Κηπουτίδη και Δημ. Καλοδούκα. Οι δύο διευθυντές γνωστοποιούσαν τα αποτελέσματα του προκαταρκτικού ελέγχου που διενήργησαν στις τράπεζες του συγκροτήματος, βάσει των οποίων παρουσιάζονταν η μεθόδευση της συμμετοχής αλλοδαπών επιχειρήσεων στον έλεγχο του συγκροτήματος, οι ανωμαλίες που συνόδευαν τη συμμετοχή αυτή καθώς και οι παραβάσεις του νόμου 5076/31 και αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής.
Την ίδια ημέρα ο νομικός σύμβουλος της ΤτΕ Ι. Πασσιάς, υπέβαλλε εμπιστευτική έκθεση στην οποία αναφερόταν ότι γνωμοδοτούσε με βάση την παραπάνω έκθεση ελέγχου των δύο διευθυντών και ότι έπρεπε να ασκηθεί δίωξη μόνο για τις πράξεις μεταβίβασης των μετοχών και όχι για τις παραβάσεις των αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής. Οι τελευταίες είχαν παραγραφεί, αφού είχαν τελεσθεί το 1972, μολονότι ήταν γνωστές στην Τράπεζα της Ελλάδος και τη Νομισματική Επιτροπή.
Τότε, υπογράφθηκε από τον πρόεδρο Δημοκρατίας το υπ’ αριθ. 861/5.12.75 προεδρικό διάταγμα για κρατική παρέμβαση σε όλο τον όμιλο της Εμπορικής Τράπεζας.
Όμως, ας ξαναγυρίσουμε στη βάση της υπόθεσης. Μετά την επίσημη έκθεση των Κηπουτίδη και Καλοδούκα έγινε γνωστό ότι ο μεγαλοεπιχειρηματίας και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ είχε φυγαδεύσει παράνομα στο εξωτερικό, όσο καιρό η τρομοκρατία της χούντας τυραννούσε τον τόπο, 1,2 δισ. δολάρια, ενώ παράλληλα “τάισε” με 40 εκατ. Δραχμές από τα κεφάλαια της Ιονικής και της Εμπορικής την μαύρη τρύπα του “Τάματος του Έθνους”. Ακόμη, μας υπενθυμίζει το ιστορικό λεύκωμα της “Καθημερινής”, την περίοδο της επταετίας, ο Ανδρεάδης μεταβίβασε το 20% των μετοχών της Εμπορικής σε ανύπαρκτη εταιρεία της Ν. Υόρκης. Όταν οι διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση επίτροποι για την εξέταση του “σκανδάλου Ανδρεάδη” επιχείρησαν να ρίξουν μια ματιά στα γραφεία της εταιρείας στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, ανακάλυψαν ότι αντί κτιρίου, ο κολοσσός του Ανδρεάδη στεγάζονταν σε ένα άδειο κτίριο! Δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχαν και τα χρήματα για τα οποία δεσμευόταν μέσω επιταγών ο επιχειρηματίας. Ήταν ακάλυπτες, δηλαδή. Μαζί μ’ αυτό προσθέστε και τις αδικαιολόγητες χρηματοδοτήσεις και την παραβίαση τραπεζικών κανόνων, που κάλυπταν 100 πυκνογραμμένες σελίδες στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο ο Ανδρεάδης και τέσσερις συνεργάτες του οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη.
Μετά τον Ανδρεάδη, η “λεγεώνα” του διευρυμένου οικονομικού ρόλου του κράτους στράφηκε προς τις συγκοινωνίες, προωθώντας τη δημιουργία ενιαίου συγκοινωνιακού φορέα για την Αθήνα και τον Πειραιά, τον λεγόμενο ΟΑΣΠ. Η απόφαση αυτή σήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τις λεωφορειούχους, οι οποίοι κατέβηκαν σε απεργία, ενώ άλλοι προκαλούσαν επίτηδες βλάβες στα οχήματά τους, αποσκοπώντας να καταστεί αδύνατη η χρήση τους.
Η μητέρα των μαχών δινόταν εξαιτίας της διάταξης που προέβλεπε την υποχρέωση των λεωφορειούχων να ανανεώσουν μέχρι το τέλος του έτους τα 1.029 από τα 1.385 υπέργηρα οχήματα, που άλωναν τους δρόμους της πρωτεύουσας για δεκαπέντε χρόνια. Επιδοτήστε μας για να αγοράσουμε καινούρια οχήματα, ζήτησαν εκβιαστικά οι ιδιοκτήτες, τότε, προκαλώντας αίσθηση. Τότε, το τονίζουμε. Γιατί, σήμερα αυτός είναι ο κανόνας στον κόσμο των… αυτοδημιούργητων.
Η κυβέρνηση εν τέλει, έχοντας απαντήσει με επίταξη και εισαγγελικές διώξεις, σπάει τον τσαμπουκά της συντεχνίας, και στις 4 Δεκεμβρίου άλλη μια υπόθεση κρατικοποίησης έχει λάβει τέλος. Την ίδια μέρα ο Παπαληγούρας ανακοινώνει την επιτυχή κατάληξη των δύσκολων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο ελληνικό Δημόσιο και τον όμιλο Νιάρχου για τη μεταβίβαση του διυλιστηρίου Ασπροπύργου, της μεγαλύτερης μονάδας διύλισης αργού πετρελαίου στη χώρα, στο κράτος.
Ποιος ο οικονομικός αντίκτυπος όλων αυτών των παρεμβάσεων; Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή, Γιώργο Αλογοσκούφη: “Αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής της περιόδου εκείνης ήταν η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση του 1974, η διατήρηση της ανεργίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το 25% που είχε φθάσει το 1974 στο 13,2% το 1978, καθώς και τα σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, έως το 1981 το δημοσιονομικό έλλειμμα διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ενώ υπήρξε σημαντική, αλλά όχι υπερβολική, βελτίωση των μισθών και των συντάξεων”.
Μισό λεπτό, βρε παιδιά. Περιμένατε τέτοιες… επαναστατικώδικαίω οικονομικές πολιτικές από την Δεξιά; Χμμμ…η απάντηση είναι: Όχι! Κι αυτό γιατί, σε αδρές γραμμές, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες. Όπως εξηγούσε ο ανταποκριτής της “Μοντ”: “Η κυβέρνηση Καραμανλή, θέτοντας σε κίνηση τη διαδικασία αναθεώρησης των συμβάσεων που είχαν υπογραφεί επί της δικτατορίας, προκάλεσε την αντίδραση του στρατοπέδου των τραπεζιτών, των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, οι οποίοι συνασπίστηκαν. Είναι πιθανό ότι οι τελευταίοι έπαθαν σύγχυση από το γεγονός ότι η κυβέρνηση κατέφυγε σε ένα ψευδοσοσιαλιστικό λεξιλόγιο, που ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο σε εκλογικές ανησυχίες, παρά σε έναν γνήσιο ιδεολογικό προσανατολισμό” [Καθημερινή, Ιστορικό Λεύκωμα 1976, σελ. 84].
Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά και στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο, η μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Εθνάρχη προσπάθησε με νύχια και με δόντια να μην “υπερβεί τα εσκαμμένα”. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Διονύση Ελευθεράτο: Ο Καραμανλής, από τη μία πλευρά επιχειρούσε “να αναχαιτίσει το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό και να εμπλουτίσει το αυταρχικό κρατικό ‘οπλοστάσιο’, οδηγούμενος έτσι στον διαβόητο Νόμο 330. Με αυτόν φιλοδοξούσε να καταργήσει, ουσιαστικά, το δικαίωμα της απεργίας, την ώρα που ο υπουργός του (Εργασίας) Κώστας Λάσκαρης, κατά τι απαιτητικότερος, δήλωνε ότι θα καταργούσε ολόκληρη την… πάλη των τάξεων. (…)Από την άλλη, όμως, (…) βρισκόταν (…) σε τροχιά σύγκρουσης και με έναν απύθμενα άπληστο, ληστρικό πυρήνα της επιχειρηματικής ελίτ. (…) Ο Καραμανλής είχε συνειδητοποιήσει ότι η οικονομική ανασυγκρότηση του αστικού συστήματος, η οποία χρειαζόταν αν μη τι άλλο ως ‘καταφύγιο’ απέναντι στο ωστικό κύμα της μεγάλης διεθνούς κρίσης του 1973-74, μοιραία απαιτούσε επιλογές που θα δυσαρεστούσαν ορισμένους κακομαθημένους «αστέρες» της οικονομικής αφρόκρεμας. (…) Προέταξε- δηλαδή- την αντίληψη του ‘κράτους – επιτελείου’ κι όχι εκείνη του ‘κράτους – μπάτλερ’ στην διαχείριση των θεμάτων του ελληνικού καπιταλισμού”.
Ακόμη κι έτσι, όμως, η σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ποιεί την νήσσαν για τα όποια θετικά αποτελέσματα της πολιτικής εκείνης της περιόδου. Επιλέγει να “ξεχνά”, γιατί αλλιώς θα πρέπει να συγκρουστεί με το σύγχρονο μονεταριστικό ιερατείο που βρίσκεται στην κεφαλή της κατά τα άλλα “λαϊκής παρατάξεως”. Εκείνο όμως, που δεν φαίνεται να “ξεχνά” είναι ότι τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που στήριξαν τη Χούντα, το έκαναν μέσα σε ένα καθεστώς που απουσίαζαν οι δημοκρατικές διαδικασίες, μέσω προσωπικών διαμεσολαβήσεων σε ό, τι τα αφορούσαν. Μα, έτσι δεν λειτουργεί και η σημερινή κυβέρνηση, θα έλεγε κάποιος κακοπροαίρετος. Δεν ασπάζομαι τη συγκεκριμένη τοποθέτηση. Εγώ απλώς παραθέτω τα γεγονότα.
Αλήθεια, τι είπαμε ότι αγαπά ο κύριος υπουργός;…