Από τον Παναγιώτη Κωνσταντίνου
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896. Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης, ήταν νομομηχανικός. Μητέρα του ήταν η Κατήγκω Σκαγιάννη. Ο Καρυωτάκης ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας, είχε μια μεγαλύτερη αδερφή τη Νίτσα και ένα μικρότερο αδερφό το Θάνο. Ο πατέρας του ήταν φιλομοναρχικός. Στην ταραγμένη περίοδο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν πάγια πρακτική, η μετάθεση δημοσίων υπαλλήλων ανάλογα με τα πολιτικές τους θέσεις. Έτσι οι οικογένεια Καρυωτάκη άλλαζε συχνά τόπους διαμονής. Λευκάδα, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμάτα, Αργοστόλι, Αθήνα και Χανιά ήταν οι πόλεις που ο Καρυωτάκης έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1917.
Αρχικά προσπάθησε να ιδιωτεύσει στη δικηγορία, όμως οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και έτσι οδηγήθηκε στη σιγουριά του δημοσίου, μια επιλογή που θα σημαδέψει τη ζωή του. Θεσσαλονίκη, Σύρος, Άρτα και Αθήνα ήταν η μετεφηβική και επαγγελματική του διαδρομή. Το 1928 αποσπάστηκε στη Πάτρα και λίγο αργότερα στη Πρέβεζα. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος του σταθμός. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Καρυωτάκης γράφει τον επίλογο της ζωής του. Ο Καρυωτάκης πρόλαβε να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921), «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927) αλλά και αρκετά πεζά και μεταφράσεις.
Η μοιραία μέρα
Το 1928 ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση. Ίσως να τον είχε επηρεάσει και το ότι έπασχε από σύφιλη. Η αλληλογραφία του με συγγενείς δείχνει την απέχθεια του προς την τοπική κοινωνία της Πρέβεζας και τον επαρχιώτικο τρόπο ζωής. Η απόφαση είχε παρθεί. Στις 21 Ιουλίου του 1928, αγόρασε ένα περίστροφο και επισκέφθηκε ένα τοπικό καφενείο. Πέρασε ώρες μόνος του, καπνίζοντας (Μια μέρα πριν, είχε επισκεφθεί το Μονολίθι και αποπειράθηκε, μάταια, επί 10 ώρες να πνιγεί). Φεύγει αποφασισμένος από το καφενείο και καταλήγει στη παρακείμενη παραλία του Άγιου Σπυρίδωνα. Κάθεται κάτω από έναν ευκάλυπτο και δίνει τέλος στη ζωή του. Στη τσέπη του βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Οι στίχοι του, κομμάτια της ζωής του
Στον Καρυωτάκη έχουν προσδώσει διάφορους χαρακτηρισμούς όπως μισάνθρωπος, πεσιμιστής και άλλα διόλου τιμητικά. Επιφανειακά και μόνο, κρύβεται μια αλήθεια σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Ο Καρυωτάκης σε αρκετές περιπτώσεις αποξενώθηκε, όχι όμως επειδή μίσησε τους ανθρώπους αλλά επειδή μίσησε την εποχή του. Ζητούσε την επανάσταση ακόμα και αν ήξερε πως «το λεύτερο που εσκέφτηκε τραγούδι ποτέ δε θα ειπωθεί». Η ζωή του ήταν μια συνεχής μάχη με την άρρωστη νοοτροπία εκείνης της περιόδου.
Βίωσε την Ελλάδα της «βρομιάς», του χαμηλού επιπέδου ζωής, των αξιοθρήνητων και οκνηρών δημοσίων υπαλλήλων που «παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους, σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους σηκώνοντας οι καημένοι». Ο ίδιος υπήρξε δημόσιος υπάλληλος και αυτό τον τσάκισε. Ο Καρυωτάκης ήθελε να αποτραβηχτεί από τη κοινωνία του, και αυτή συχνά του θύμιζε πως ζει μέσα της. Έπρεπε πρώτα να έρθει σε ρήξη με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια» γράφει στο ποίημα του Ανδρείκελα. Δεν παραιτήθηκε από τη ζωή. Πάλεψε να γλεντήσει τη καθημερινότητα ακόμα και αν αυτή, φάνταζε οδυνηρή «Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ,όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό και μέσα μας τον άδη».
Ο έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Η πρώτη του αγάπη ήταν η Άννα Σκοδρύλη, την οποία γνώρισε ως έφηβος στα Χανιά. Η δεύτερη, και πιο γνωστή, ήταν η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Με τη τελευταία συνδέθηκε ενώ ακόμα δεν είχε ξεχάσει τη πρώτη. Η Πολυδούρη, σε μια απόδειξη απόλυτης αγάπης του ζητάει να παντρευτούν ενώ γνώριζε πως ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη.
Υπήρχαν όμως και οι γυναίκες που του δημιουργούσαν αποστροφή «Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια. Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών. Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια». Η ποίηση του σκοτεινή, καταραμένη, όπως των ποιητών που αγάπησε «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλαίρ που εζήσανε νεκροί».
«Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση. Όσοι μέσα από τους στοίχους του ένιωσαν τι θα πει «νηπενθές» του έδωσαν μια θέση δίπλα στους ήρωές του.