Του Γιάννη Δημογιάννη
Για τον πατέρα, που έσβησε σαν πουλάκι στις 19/7/2017. Την πρώτη μέρα της ζωής μου!
Έφυγε για πάντα, μία βροχερή, καλοκαιρινή μέρα. Σχεδόν σαν να μην υπήρξε στο βασίλειο της λησμοσύνης. Το φευγιό του, ακόμη ένα δίλεπτο τηλεοπτικό σχόλιο, και αυτό στην κρατική τηλεόραση. Δύο τρεις αράδες για την αιρετική, για την εποχή της, τηλεοπτική σειρά, «Εκείνος Εκείνος» – πάντα άρεσε στον πατέρα μου, Ο Σόλων και ο Λουκάς – κι ύστερα, μία κάπως μεγαλύτερη στάση, στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» ∙ τα συνήθη, θαρρώ, σε μία προβλέψιμη ανακύκλωση ρουτίνας. Κι όμως, και μόνο ν’ ανατρέξεις πριν κάποια χρόνια, στις μέρες εκείνες, που όλοι, μικροί μεγάλοι, κρεμιόμασταν από την ΤV, για να παρακολουθήσουμε το Λούη, το Μανολόπουλο και τη Μάρθα, μοιάζει τόσο κοντινή, κι όμως, στην πραγματικότητα, χαμένη, οριστικά κι αμετάκλητα. Η εποποιία μίας εφηβείας, που ποτέ δεν σκύψαμε με τρυφερότητα πάνω της, γιατί ποτέ δεν κατανοήσαμε, ούτε καν ιχνηλατήσαμε όσα δικά της όνειρα παρέμειναν προδομένα και αδικαίωτα. Σάμπως οι άνθρωποι, σε τούτο ’δω τον τόπο, να γύρισαν, κάποτε, την πλάτη τους, στους μύθους, προτιμώντας, αντί για το ευεργετικό χάδι τους, την εξορία από τον κήπο της Αγάπης… Και έκτοτε, πορεύονται τυφλά, σαν από συνήθεια, σε μία ισόβια καταδίκη.
Ήταν Φλεβάρης του 2005, θυμάμαι, βράδυ Παρασκευής, όταν παρουσίαζα σε βιβλιοπωλείο της Πάτρας, ένα από τα βιβλία του: «Ο πόθος καίει τα σωθικά». Καταχείμωνο του 2005, σε μία περίοδο ψευδεπίγραφης ανεμελιάς, που σχεδόν ταιριάζει με μακρινή προϊστορία, για τους κατοίκους του ομορφότερου, πέτρινου ακρωτηρίου της Μεσογείου. Άλλη μία βροχερή μέρα, σκέφτηκα, στις τόσες βροχές, στα τόσα σύννεφα, που μαζεύτηκαν απειλητικά, πάνω από τα κεφάλια μας. Σημαδιακή και σπάνια, η σύμπτωση των Ουρανών. 18 Φλεβάρη του 2005, ήταν η μέρα της παρουσίασης του βιβλίου, το οποίο μιλούσε για τον αδικαίωτο πόθο μίας ολόκληρης γενιάς. 18 Φλεβάρη, είναι και για μένα, η μέρα των γενεθλίων μου. 18 Φλεβάρη, αλλά, εν έτει 1969, λες και το δικό μου γραφτό ήταν να γεννηθώ στην καρδία μίας, ακόμη, οριστικά «Χαμένης Άνοιξης»… Την ίδια μέρα, βλέπεις, αλλά με καθυστέρηση 36 χρόνων, η Τύχη το θέλησε, να σμίξω με τον Κ. Μουρσελά. Λες και οι ζωές μας διασταυρώθηκαν πάνω σε μία βροχερή, χειμωνιάτικη παρένθεση. Κάποιες στιγμές, νιώθω, λες και ο χρόνος να μάς κλείνει συνωμοτικά το μάτι, άλλο τώρα, που εμείς συνειδητά παραμένουμε τραγικά ανυποψίαστοι, στους διφορούμενους χρησμούς του.
Τότε, είχα διαλέξει από το βιβλίο, το ακόλουθο απόσπασμα. Σ’ αυτό, ο Μανολόπουλος – πιθανότατα, το λογοτεχνικό alter ego του Μουρσελά – αναρωτιέται για λογαριασμό μας. Μετά από 17 ολόκληρα χρόνια, τα λόγια του με στοιχειώνουν: «Άρχισε να ψιλοβρέχει, και, βλέποντας από μέσα, πίσω από τη τζαμαρία του λουκουματζίδικου, τη βροχή να πέφτει, μ’ έπιασε πάλι εκείνη η γνωστή απελπισία και θυμήθηκα το αιώνιο παράπονό μου, γιατί ποτέ δεν πρόλαβα να ρωτήσω τον πατέρα όσο ζούσε – πάντα το ανέλαβα για άλλη μία φορά και όλο για μία άλλη φορά – , να τον ρωτήσω να μου πει, για να ξέρω, πώς ήταν, ας πούμε, η μέρα που γεννήθηκα, γιατί πολύ θα ήθελα να ξέρω αν, για παράδειγμα, έβρεχε ή αν είχε λιακάδα ή συννεφιά… Να μου πει, ας πούμε, γιατί κρυβόμουν. Γιατί μού άρεσε να κρύβομαι σε υπόγεια και σε σοφίτες και ντουλάπες; Το είχε ποτέ σκεφτεί; Το είχε ψάξει; Ή, γιατί πάντα μου άρεσε ν’ ακούω τη βροχή να πέφτει πάνω στους τσίγκους και στις λαμαρίνες; Είχε αναρωτηθεί ποτέ;
«Τότε σκέφτηκα πως ήταν κι αυτό ένας μικρός θάνατος, που δεν έχω δηλαδή πια κανέναν δικό μου, να φρεσκάρω τις σκουριασμένες μνήμες μου, να συμπληρώσω τα κενά τους, να ξέρω ποιος ήμουν, ποιος πραγματικά είμαι. Οι μόνοι που ήξεραν έφυγαν. Έφυγαν αμετάκλητα και για πάντα, και όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσεις, τόσο πιο ανθρώπινος γίνεσαι…»
Ο μονόλογος ενός ανθρώπου, που συνεχίζει να πορεύεται με όλες τις πληγές του, μετέωρες και βασανιστικές! Απορίες, που, δυστυχώς, θα εξακολουθούν να σέρνονται για πάντα, αναπάντητες, όχι για ένα λογοτεχνικό υποκείμενο, αλλά και για όλους, όσοι ταλανίζονται στις δίνες των καιρών. Αν, επομένως, ο θάνατος του Κώστα Μουρσελά θα μπορούσε να σημαίνει κάτι, για τούτη την οριστικά «Χαμένη Άνοιξη» – πρωτίστως για τον τόπο, και για τους ανθρώπους του – πιστεύω πως είναι, κυρίως, γι’ αυτή καθεαυτή την απώλεια, που ο θάνατος αυτός ανασύρει στην επιφάνεια. Την αμετάκλητη, δηλαδή, απώλεια όλων εκείνων των ανθρώπων, που, ενώ αυτοί μονάχα θα μπορούσαν να ρίξουν φως, στο σκοτάδι του προσωπικού και συλλογικού μας βίου, εντούτοις όλοι τους, σιγά – σιγά, αποσύρθηκαν στην αιώνια σιωπή, συμπαρασύροντας στο πηγάδι της Λήθης, τις όποιες, κρυφές απαντήσεις γνώριζαν. Διότι ο συγκεκριμένος «τροβαδούρος» των ονείρων και του προδομένου Πόθου προστέθηκε πράγματι τελευταίος, στη χορεία «των οριστικά χαμένων Αγγέλων». Των μόνων ικανών ν’ αγγίξουν το Ελληνικό παράδοξο, με όρους λογικής, ευαισθησίας, Δημοκρατίας και πολιτισμού.
Ο Κ.Μουρσελάς γεννήθηκε ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Γαλουχημένος μέσα στην καταιγίδα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Στα πέτρινα χρόνια ενός κόσμου, που, μέχρι και σήμερα, αρνείται πεισματικά να βγει από τις στάχτες της Ιστορίας. Λες και όλες οι δυνάμεις της Οικουμένης να συνωμότησαν, κάποτε, προκειμένου να εξατμιστεί έως και η τελευταία ρανίδα από εκείνο το «Σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας», μπας και περίσσευε κανάς σπόρος, για το μέλλον. Από τα 15 του, μέλος της Επόν, να κυνηγά δράκους και ανεμόμυλους. Γνωστός του Μπελογιάννη. Φυλακισμένος και βασανισμένος, «διότι δε συνεμμορφώθη προς τας υποδείξεις». «Τους έφερναν», λέει ο Μουρσελάς, «στην αίθουσα των βασανιστηρίων, για να τους δελεάσουν, ώστε να υπογράψουν δήλωση σωφρονισμού. Από τα παράθυρα, οι φύλακες δασκάλευαν γυναίκες από την Τρούπα, να ξεγυμνώσουν τα στήθη τους, μπας και λυγίσουν οι κρατούμενοι κομμουνιστές, από την ηδονή και τον πόθο της στέρησης, και συνειδητοποιήσουν τι χάνουν, με τα μυαλά που κουβαλούν! Οι μεγάλοι – συνεχίζει ξανά – ήταν κάτι σαν Άγιοι, σαν να είχαν αγιοποιηθεί. Γυρνούσαν την πλάτη στις γυναίκες, την ηδονή, τον πειρασμό. Εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ, γιατί ήμουν 15χρονος. Αραιά και που, γυρνούσα, κι έβλεπα. Κάπως έτσι, ήρθα αντιμέτωπος, με τα δύο πρόσωπα του εαυτού μου. Τον πόθο, και το ένστικτο της επιβίωσης…»
Εξάλλου, για τον Μουρσελά, όπως και για τόσους άλλους, Δον Κιχώτες της γενιάς του, το Πάθος, ειδάλλως η Ηδονή, μαζί με το ένστικτο της επιβίωσης, είναι οι δύο, αμφίρροπες δυνάμεις, που θρέφουν, που ορίζουν τη Ζωή. Πλην όμως, αντί αυτές να συνυπάρχουν, αρμονικά και συμφιλιωμένα, μεταξύ τους, συνήθως αντιμάχονται, η μία την άλλη. Η ίδια ανελέητη μάχη, ανάμεσα στην αρχέγονη σπίθα για τη λευτεριά, και την υποταγή στα «πρέπει» του Πολιτισμού. Ενός πολιτισμού, που αντί να υπηρετεί την αναντικατάστατη αξία του Ανθρώπου, αυτοαναιρείται μέσα στις εκπληρούμενες προφητείες του. Και κάπου εδώ – ανάμεσα στις Συμπληγάδες, που θα κινδύνευαν αλλιώς να συνθλίψουν τον άνθρωπο – διαμεσολαβεί η Τέχνη. Για να ερμηνεύσει με τα έργα της, το ενδιάμεσο χάσμα. Ν’ ανακουφίσει το κενό. Ν’ αφουγκραστεί όχι το σάβανο μίας ιδέας, αλλά τον Άνθρωπο, που υπηρετεί, και εκφράζει αυτήν την Ιδέα. Γιατί για τον Μουρσελά, η μόνη αξία, που πρέπει, εν τέλει, να διασωθεί δεν είναι άλλη, παρά το Πάθος ∙ η σφοδρότερη, και η πιο τίμια κατάφαση της Ύπαρξης. Γι’ αυτό και ο ίδιος, δίχως την παραμικρή συστολή, δήλωνε στα βιβλία του, πως πορεύτηκε ισόβια σαν «ένας ηδονοβλεψίας και ωτακουστής της ζωής».
«… Οι μόνοι που ήξεραν έφυγαν. Έφυγαν αμετάκλητα και για πάντα, και όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσεις τόσο πιο ανθρώπινος γίνεσαι…» Οι σκουριασμένες μνήμες, και αυτοί, που γνώριζαν, αλλά χάθηκαν αμετάκλητα. Η “ιστορία” φαντάζει τραγική: όποτε η ψυχή μας ρωτά πώς ήμασταν μικροί, «γιατί μάς άρεσε να ακούμε τη βροχή να πέφτει στους τσίγκους και στις λαμαρίνες», εμείς, την αφήνουμε να περιπλανιέται, κουβαλώντας το ίδιο αφόρητο παράπονο, τον ίδιο αβάσταχτο πόνο. Και, κάθε φορά, που αυτή επιστρέφει με το παράπονο στο στόμα, εμείς μεταθέτουμε ες αύριον, τα σπουδαία, μέχρις ότου ο Θάνατος, αυτός ο υπέρτατος άρχων, να μας χτυπήσει ξαφνικά στην πλάτη, παγώνοντας την ανάσα μας, για πάντα.
Με μία διαφορά, καλοί μου φίλοι, – όπως θα σάρκαζε και ο κυρ Φάνης, ένας αφηγηματικός ήρωας του βιβλίου. Όταν ο θάνατος παγώνει μία ανθρώπινη ανάσα, οι ζωές παγώνουν κι αυτές, οριστικά ματαιωμένες. Γιατί, όπως μαρτυρεί ο κυρ-Φάνης, απλά ξεχάσαμε ότι «τίποτε, εκτός από το θάνατο, δεν είναι οριστικό στη ζωή μας».