Τέχνη & Πολιτισμός

Κώστας Ταχτσής: Ένας ”καταραμένος ποιητής” απέναντι στην κατεστημένη διανόηση

By Γιώργος Μουργής

August 26, 2016

Από τον Γιώργο Μουργή

«Είχα βέβαια δύο θείους, ο μεν ένας, ”ο κακός”, με κουβαλούσε μαζί του σε διάφορα υπόγεια χαμαιτυπεία γύρω από την Ομόνοια. Ο άλλος με πήγαινε σε επίσημες δεξιώσεις, με υπουργούς και διάφορους άλλους μεγαλόσχημους. Έτσι αισθανόμουνα σα να ανήκω λιγάκι σ’ ένα κόσμο αδεσμεύτων κι έκανα επισκέψεις πότε στον υπόκοσμο και πότε στο κατεστημένο – ένα σχέδιο κατά κάποιο τρόπο ένα πρότυπο το οποίο φαίνεται με σφράγισε κι έχει συνεχισθεί σ’ όλη μου τη ζωή κατά καιρούς».

 (Από το βιβλίο του Γιάννη Βασιλακάκου, «Κώστας Ταχτσής: Η αθέατη πλευρά της Σελήνης»).

Ένας από τους πιο παρεξηγημένους και αμφιλεγόμενους μεταπολεμικούς μας λογοτέχνες, ο Κώστας Ταχτσής βρίσκεται δολοφονημένος στο σπίτι του στον Κολωνό στις 27 Αυγούστου του 1988.Η ιατροδικαστική έρευνα που ακολούθησε πιστοποιεί την δολοφονία του, δυο μέρες νωρίτερα.

Ο τραγικός επίλογος μιας αληθινά πολυτάραχης ζωής, για το «μαύρο πρόβατο» που δεν χωρούσε στο συντηρητικό πλαίσιο της κατεστημένης διανόησης. Δεν θέλησε ποτέ να τον αποδεχθεί ή να κατανοήσει το χαρακτήρα και το συγγραφικό του έργο.

Ο Κώστας Ταχτσής σαν «καταραμένος ποιητής» ή σαν περιθωριακός συγγραφέας, κατάφερε να γίνει «θρύλος», ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά της πνευματικής ζωής στην εποχή που η ελληνική πεζογραφία χαρτογραφούσε την ύπαρξή της, μεταξύ μιας εστέτ καινοφανούς ποιητικότητας και του λυρισμού της ψευδεπίγραφης διηγηματικής  ηρωοποίησης χαρακτήρων. 

Με το μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι» επανεμφανίζεται μετά από μια σειρά ποιητικές συλλογές: Ποιήματα (1951), Μικρά ποιήματα(1952), Περί ώραν δωδεκάτην (1953), συλλογή που αργότερα ο ίδιος αποκήρυξε, Συμφωνία του «Μπραζίλιαν» (1954) και Καφενείο «Το Βυζάντιο» (1956) *

Με την εκδοσή αυτής της τελευταίας του ποιητικής συλλογής έχει ήδη αποφασίσει  ότι δεν είναι «γεννημένος ποιητής», βάζοντας τον Τσαρούχη να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του βιβλίου, με ένα αγγελτήριο θανάτου, «τελειώνοντας» συμβολικά ο ίδιος την ποιητική του διαδρομή.

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Ανδρέα Εμπειρίκο.

«Τα ρέστα», μια συλλογή διηγημάτων και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» μια άλλη συλλογή από αυτοβιογραφικά κείμενα και συνεντεύξεις, αποτελούν τα επόμενα έργα του.

«…Έτσι, κατέληξα και στον έρωτα ό,τι και σ’ όλα τα άλλα, δηλαδή να είμαι κάτι και συγχρόνως να μην είμαι. Να είμαι κι εδώ κι εκεί και παντού… Φαντάζομαι ότι αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που με πιάνει ασφυξία ακόμα και στην ιδέα ότι μπορεί ν’ ανήκω επίσημα και τελεσίδικα σε μια οποιαδήποτε κλειστή ομάδα ή οργάνωση, κι αυτός είναι πάλι εν μέρει, ο λόγος που δεν πολυπιστεύω στην αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε αγώνα μέσα από οργανώσεις. Πιστεύω ότι την αληθινή ελευθερία -κατ’ αντιδιαστολή προς τις πρακτικές ελευθερίες της καθημερινής ζωής- την κατακτάει κανείς μόνος του».

«Μια συνέντευξη» από το βιβλίο «Η γιαγιά μου η Αθήνα».

Αυτό που θα τον στιγματίσει όμως, καθιερώνοντάς τον, στην ελληνική πεζογραφία είναι το μοναδικό «Το τρίτο στεφάνι».

Στο συγγραφικό «μανιφέστο» της κυρά Εκάβης, μέσα από τις σελίδες του έργου, ο  Ταχτσής καυτηριάζει την «ιλαροτραγωδία» της μικροαστικής Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για ένα «έπος», όπως έχει χαρακτηριστεί από τον Ανδρέα Εμπειρίκο,  της μικροαστικής Ελλάδας που βιώνει ο ίδιος μετά την επιστροφή του από την Αυστραλία, μαζί με ό,τι κουβαλάει από την κοσμογυρισιά των ταξιδιών του.

Μια θεατράλε παρλάτα που εισχωρεί στη βιωματική του παρόρμηση, την διαφορετικότητα της ομοφυλοφιλίας του, τις προσωπικές του οικογενειακές περιπέτειες.

Φτάνει από τα δικά του εσώψυχα στην καταγραφή, με την αριστουργηματική πλοκή του «Στεφανιού», ενδοσκοπικά στην εικόνα των μικροαστικών και μη οικογενειακών δραμάτων, διασυνδέοντας την τραγωδία με τη παρωδία του λόγου της «κυρά Εκάβης».

Σκηνικό και διάλογοι μιας εποχής που ξεπερνούν την ηθογραφική αναπαλαίωσή της, καταλήγοντας  μέσα από την ανατρεπτική ματιά του, να αφήσει αυτοβιογραφικά  αποτυπώματα που τον σημάδεψαν, άλλοτε σαν τραύματα και άλλοτε σαν ζώσα πραγματικότητα.

«Ο Κώστας Ταχτσής περνάει την εφηβεία του σε ένα μητριαρχικό περιβάλλον, όπου τα αρσενικά πέφτουν συχνά θύματα των γυναικών, οι οποίες μηχανορραφούν εις βάρος τους, υφαίνοντας σαν τις αράχνες τον ιστό στον οποίο παγιδεύουν τους άντρες- θηράματά τους. Κι έτσι χάρη σε αυτές, διεισδύει από πολύ μικρός στη γυναικεία ψυχολογία -αντιζηλίες, προδοσίες, εκδίκηση- την οποία και αποδίδει τόσο αριστουργηματικά στο έργο του».**

Συνυπογράφει την «Δήλωση των 18 κατά της λογοκρισίας» την περίοδο της χούντας, με αποτέλεσμα να μπαινοβγαίνει στα αστυνομικά τμήματα και τα έργα του να περνούν αυστηρή λογοκρισία.

Οι προσωπικές παρέες του πια περιλαμβάνουν από τον Σεφέρη μέχρι τον Ιόλα, τον Φασιανό και τον Ακριθάκη.

«Το τρίτο στεφάνι» διαδίδεται  μέσα στον Κορυδαλλό την περίοδο της χούντας χάρις στους πολιτικούς κρατουμένους, περνώντας από χέρι σε χέρι.

Συνεργάζεται  με τον Θ. Αγγελόπουλο στο σενάριο του «Θιάσου», χωρίς ο σκηνοθέτης να βάλει το όνομά του στους συντελεστές.***

Ο συν-εκδότης του περιοδικού «Πάλι» Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό «Αντί», τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: «Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου»: «Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. […]

Ο Κώστας Ταχτσής στη δεκαετία του ’80, πρωταγωνιστεί σε μια πολύπλοκη ρήξη με τους τρανς της Συγγρού, σημείο που και ο ίδιος συμμετείχε με την παρουσία στην εκεί παρενδυσία του. Συμμετέχει ενεργά και ουσιαστικά στο κίνημα των δικαιωμάτων για τους ομοφυλόφιλους.

Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στα ύστερα κείμενα του Ταχτσή είναι η ομοφυλοφιλία του, που άλλοτε την αποδέχεται και άλλοτε τη θεωρεί σαν μόνιμη κατάρα.

«Ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Έχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται, ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει»****

Η δημοσιοποίηση των λεπτομερειών της  προσωπικής του ζωής ματαιώνει την κινηματογραφική μεταφορά του «Στεφανιού» από τους Αγγελόπουλο και Κακογιάννη.

Μας αφήνει ίσως με αυτό το παράπονο, θύμα μιας μυστηριώδους δολοφονίας από εραστή ή «πελάτη», στο σπίτι του στον Κολωνό, σε ηλικία εξήντα ενός ετών.  Άφησε ημιτελές ένα έργο εξαιρετικού ύφους και αφηγηματικής πυκνότητας, «Το φοβερό βήμα».

Ίσως λένε κάποιοι ότι πρόκειται για την προφητική αυτοβιογραφία, «όπου πρόλαβε να πει τα πάντα για τον εαυτό του αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, κάποιος -άθελα του ή προσχεδιασμένα- φρόντισε να μην προλάβει…».

«Το τρίτο στεφάνι» διασκευάζεται ειδικά δραματοποιημένο για ραδιόφωνο και φιλοξενείται από το Τρίτο Πρόγραμμα του φίλου του Μάνου Χατζηδάκη, μέσα από τις φωνές της Ρένας Βλαχοπούλου και της Σμαρώς Στεφανίδη το 1979, ύστερα από περιπέτειες για την τελική επιλογή των ηθοποιών.

Για  έναν μυστήριο λόγο αρνήθηκα να παρακολουθήσω την τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος από το κανάλι του Αντένα, το 1995, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, αλλά εξακολουθώ να απολαμβάνω τη μουσική της σειράς, γραμμένη από αυτό το «άτιμο τέρας» Σταμάτη Κραουνάκη, σε στίχους της άλλης «μάγισσας» Λίνας Νικολακοπούλου, αλλά δεν νομίζω ότι έχασα τίποτα.

Η μουσική του «Κραου» αποζημιώνει με το παραπάνω και συντροφεύει κάθε σελίδα του Ταχτσή, όποιο βιβλίο του κι αν πιάσω στα χέρια μου. Σαν να περνάει από μπροστά μου η ζωή, οι μέρες και οι νύχτες που πρόλαβε να ζήσει.

Oι νεότεροι ηλικιακά αναγνώστες, διαβάζοντας «Το τρίτο στεφάνι», μάλλον θα σκουντουφλήσουν σε έναν κόσμο που δεν θα τους είναι οικείος. Η κοινωνία η οποία αναδύεται από το μυθιστόρημα του Ταχτσή δεν υπάρχει πλέον, παρά μόνο μουσειακά ενσταλαγμένη σε απόμακρες αφηγήσεις, καθιστώντας το σήμερα λιγότερο αιχμηρό από όσο φάνταζε πριν από τριάντα χρόνια.

«Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν’ αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του ”Μπραζίλιαν” ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν’ αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου».

Πρόκειται μάλλον για ενοχική ματαιοδοξία, μιας από τις τραγικές ευαισθησίες που παράχωνε καλά μέσα του ο Ταχτσής, στο δρόμο της δικής του σαρκικής επιβεβαίωσης.

Ένα κατά αναλογία «μετασαρκικό» μυθιστόρημα που μας άφησε εν αγνοία του, αφού «το όλον», όπως περιγράφεται σήμερα από όσους γράφουν στη μνήμη του, είναι το πλήρες έργο της δικής του απουσίας. Κάτι σαν αντιποίηση μιας ηδυπαθούς σωματικής αρχής που εκφράστηκε από την πνευματική γραφή και το λόγο του. Το συναμφότερον του  Κώστα Ζουράρι, πάνω στον ίδιο το Ταχτσή, που συγκατοικεί μέσα στις αχαλίνωτες ορέξεις ενός δισυπόστατου σώματος, αλλά με το ίδιο μοναδικό – κοινό πνεύμα.

Τα συμφραζόμενα του δικού του λόγου, του δικού του έργου, όπως εκπίπτουν αόρατα από το στόμα της «κυρά Εκάβης»:

«Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν΄ αυτή που μούστειλες θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι να βλέπω τη μούρη της, ν΄ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν΄ απαλλαγώ απ΄ αυτό το έκτρωμα της φύσεως που μ΄ άφησε ο πατέρας της για να μ΄ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ΄ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…

Μα γιατί τους βλαστημάω; Δε ζούνε πια. Ούτε φταίν΄ εκείνοι. Φταίω εγώ που τους άκουσα. Σε τέτοια ζητήματα πρέπει ν΄ ακούει κανείς μόνο τον εαυτό του, κανέναν άλλον!..».

Μετά τον θάνατο του Ταχτσή εκδόθηκαν πάνω από δέκα δικά του μυθιστορήματα που παραμένουν σκόπιμα ή μη στην αφάνεια των ημερών μας.

 

* Κώστας Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής-Παρουσίαση ανθολόγηση»,Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του 67,τομ.Ζ, εκδ.Σοκόλη, Αθήνα, 1992.

** Κώστας Ταχτσής: Ζωή σαν μυθιστόρημα. Εφημερίδα Έθνος 2009, του Χρηστου Παρίδη.

***Ποιoς δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή Σταυρούλα Παπασπύρου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008

**** Συνέντευξη  του Κόστα Ταχτσή στο περιοδικό ΚΡΑΞΙΜΟ.