Του Γιάννη Δημογιάννη
Η πρώτη μου επαφή με το φαινόμενο Βαρώτσος ήταν, πάνω κάτω, η συνήθης μ’ έναν μέσο Νεοέλληνα της δεκαετίας του 80. Πρωτοετής φοιτητής, τότε, στη Φιλολογία Ιωαννίνων, χρειάστηκε, κάπου ανάμεσα στο 88 – 89 να ταξιδέψουμε μαζί με την οικογένεια στην Αθήνα. Φύγαμε, θυμάμαι, αργά το απόγευμα, και σε όλη τη διαδρομή ήμουν απορροφημένος με τον μικρόκοσμο μου και τις επίμονες απορίες του. Όταν πλησιάσαμε στο κέντρο, η πόλη φάνταζε μουντή, παγερή, απωθητική. Το σκηνικό καταθλιπτικό, ασφυκτικό. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα – εκεί που ο δρόμος οδηγούσε στην καρδιά της Αθήνας – όλα μετατράπηκαν, ως δια μαγείας, σε μία πάμφωτη γιορτή! Μπροστά στην οθόνη του νεανικού μυαλού, ορθωνόταν ένας εκτυφλωτικός, γυάλινος γίγαντας. Μία πρωτόγνωρη εικόνα, που ξεπερνούσε κατά πολύ, τα όρια της φαντασιακής μου ενδοχώρας. Ολοκληρωτικά φτιαγμένος από θραύσματα γυαλιού – εύθραυστος, όπως και κάθε άνθρωπος – μα και συνάμα υπερφυσικός, σαν εξωγήινη οντότητα. Ολόιδιος, θαρρείς, με κάποιον απαστράπτοντα Μυθικό Τιτάνα, που ξεπήδησε από τον αιώνιο ύπνο του, μέσα από τα σπλάχνα μίας γης, που έχασε κάποτε την ιερότητα της!
Κολλημένος, λοιπόν, στο τζάμι ενός φτωχικού Fiat 128 – με τα μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη της εικόνας – ποτέ δε θα ξεχάσω την ένταση εκείνης της νεανικής απορίας: «Πώς μπορεί, άρα, ένας γλύπτης να χρησιμοποιήσει το γυαλί – το πλέον ασυνήθιστο υλικό – προκειμένου ν’ απεικονίσει την κίνηση ενός αθλητή, και μάλιστα, στην ύστατη στιγμή του τερματισμού κυριολεκτικά, πάνω στη γραμμή του photo finish; Πώς θα μπορούσε η διάνοιά του ν’ αποτυπώσει πάνω στο παγερό υλικό του γυαλιού, την απεριόριστη ροή της ανθρώπινης κίνησης; Να παγώσει με απόλυτη αληθοφάνεια, αυτή τη ατιθάσευτη ενέργεια, είτε ακόμη και τα συναισθήματα ετούτης της υπέρβασης; Να αιχμαλωτίσει, δηλαδή, ή έστω ν’ αποτυπώσει σ’ ένα διάφανο, γυάλινο σύμπλεγμα, μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο της μετάβασης στο χώρο, μέχρι το απειροελάχιστο μόριο της Ύλης, που μας περιβάλλει αεικίνητη και χαοτική;» Ένας θείος μου, συνεπιβάτης στο Fiat, μού έλυσε την απορία, μ’ όλη την περηφάνια ενός «ενσωματωμένου» επαρχιώτη: «Ιδού ο Δρομέας, το στολίδι της πόλης μας! Τον έστησε στην καρδιά της Ομόνοιας, ο γλύπτης, Κώστας Βαρώτσος.»
Από τότε, πολύ νερό κύλησε στο μύλο του Χρόνου. Ο τόπος που εγκυμονούσε στη δεκαετία του ’80, τόσες ελπίδες για το μέλλον – η χώρα του «ποτέ», όπως βαφτίζεται στα παραμύθια – κατάντησε στο παρόν να μοιάζει με τη χώρα του τίποτε. Ένα κενοτάφιο οραμάτων και ανθρώπινων ναυαγίων, που ξεβράστηκαν κάτω από έναν εκτυφλωτικό ορίζοντα. Παρά, όμως, τις όποιες διαψεύσεις ή αμφισημίες χαρακτηρίζουν την κοινωνική μας γεωγραφία, αυτός ακριβώς ο ορίζοντας της απέραντης αιθρίας της Σαντορίνης, ήταν που όρισε τις συντεταγμένες του μετέπειτα ταξιδιού, στο εικαστικό σύμπαν: «Αυτός ο ορίζοντας ήταν αυτός ο οποίος θα καθόριζε τη ζωή μου. Ήταν μία πολύ σημαντική στιγμή, ήταν η στιγμή της επιστροφής…» Ο άσβεστος Νόστος, που μεταμορφώθηκε σταδιακά σε γόνιμο σώμα, ικανό να κυοφορήσει στα σπλάχνα του, τη δημιουργική περιπέτεια των υλικών. Μία περιπλάνηση, που αρχικά ξεκίνησε με την αναζήτηση των πιο συμβατών προς τη Φύση υλικών, αλλά αργότερα, επεκτάθηκε στην επίπονη, συνθετική προσπάθεια, προκειμένου η μετουσίωση όλων των συγκοινωνούντων με τη Φύση στοιχείων, να επαναπροσδιορίσει και, γιατί όχι, να αποκαταστήσει εννοιολογικά, τη διαταραγμένη σχέση του Ανθρώπου με το περιβάλλον, τον εαυτό του και τους άλλους. Ειδάλλως, η δεσπόζουσα δυναμική της Αναγεννησιακής αντίληψης περί Τέχνης, σε αντιδιαστολή πάντα με την εμμονική προσπάθεια του Μοντερνισμού να κατακερματίσει την Αλήθεια, υιοθετώντας αντικειμενικούς κώδικες, οι οποίοι, εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και αδιέξοδοι.
… Το ταξίδι επιστροφής σε μία Ιθάκη, που δεν ανιχνεύεται πλέον, στους χάρτες και τις καρδιές. Κυριολεκτικά, μία πανσπερμία από προσωπικές στιγμές, που ζωντάνεψαν πρόσφατα ενώπιον του κοινού της Πάτρας, όταν αυτό προσήλθε στα πλαίσια του TedxPatras με τίτλο «Στιγμή», αναζητώντας καθαρές απαντήσεις στα αδήριτα ερωτήματα που γονιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του συναρπαστικού διάπλου: «Μπορείς τελικά να συνθέσεις, να εναρμονίσεις τα ετερόκλητα υλικά; Πόσο εύκολο είναι να διαφυλάξεις την εικαστική ισορροπία στο έργο σου; Θα καταφέρεις άραγε ποτέ ως καλλιτέχνης να απαντήσεις στο τρομακτικό έλλειμμα αυτογνωσίας και εσωτερικής ζωής; Σε τελική ανάλυση, σε ποιο βαθμό μπορείς να ευαισθητοποιήσεις τους πολίτες, χωρίς βεβαίως να ενδώσεις σε ρητορείες και δημαγωγικές απλουστεύσεις;» Εν κατακλείδι, ολόκληρη η προσπάθειά ενός γλύπτη να συμφιλιώσει τα φαινομενικά ετερόκλητα: Να είσαι πολίτης του κόσμου, και συνάμα βαθύτατα Ελληνοκεντρικός. Να αφουγκράζεσαι τη Φύση, αλλά ταυτόχρονα να την αναδομείς εντός του αστικού τοπίου. Να αναγνωρίζεις την αναγκαιότητα της ευαισθησίας, αλλά ταυτόχρονα να θεωρείς ως αναντικατάστατη, τη διαμεσολάβηση της Λογικής.
Αυτό, όμως, που ξεχώρισε, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, από την αφήγηση αυτής της μακρόχρονης πορείας ήταν πρωτίστως η ποιητική πρόσληψη της πραγματικότητας. Η ανάγκη, με άλλα λόγια, του συγκεκριμένου δημιουργού να αποτυπώσει ανάγλυφα πάνω στα έργα του, εκείνη την ενέργεια που ταιριάζει στην ξεχωριστή ευαισθησία των ποιητών αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό, και όταν αναφέρθηκε στον «Ποιητή», το πρώτο έργο που εξέθεσε στην Αμμόχωστο της Κύπρου, στην ουσία ιχνηλάτησε την ιδιαίτερη υπόσταση αυτού του υποκειμένου: «Ήθελα, λοιπόν, να κάνω ένα αφιέρωμα στον ποιητή, το 1983, αλλά το έργο μου δεν ήθελα να είναι ποιητικό, περιγραφικό, αλλά να είναι συνθετικό. Και άρχισα να γράφω σ’ ένα χαρτί τι είναι ο ποιητής. “Ο ποιητής είναι Θεός. Ο ποιητής είναι εύθραυστος. Ο ποιητής είναι αυτοκτονικός. Ο ποιητής είναι εκρηκτικός. Ο ποιητής είναι μεγάλος, οπότε σκέφτηκα από τι υλικό είναι φτιαγμένος ο ποιητής. Το γυαλί (το υλικό με το οποίο έγινε αυτό το έργο) είχε όλα τα συστατικά, που χαρακτηρίζανε όλα αυτά τα οποία είχα γράψει στο χαρτί.» Μία ανάμνηση, που ομολογουμένως ένιωθες, λες και αντικαθρέφτιζε εκείνη τη στιγμή, αυτούσια την αγωνία του Σεφέρη, σχετικά με τη φύση και την ευθύνη που επωμίζεται ο ποιητής στη σύγχρονη εποχή: «Ο ποιητής σηκώνει την ευθύνη μίας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του, τι θα διασώσει; Τί μπορεί να διασώσει; Τί πρέπει ν’ απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή, που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρά του; «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα…»
Οι αντικαθρεπτισμοί της Τέχνης και το στίγμα ενός καλλιτέχνη στον κόσμο. Από την αφετηρία, κιόλας, της δημιουργικής του διαδρομής, ο γλύπτης Κ.Βαρώτσος οραματίστηκε και υλοποίησε τη δικιά του εικαστική εκδοχή, η οποία παραπέμπει ευθέως στο κίνημα της public art. Γι’ αυτόν, εξάλλου, η έκθεση ενός έργου στο δημόσιο χώρο και όχι σε κάποια «αποστειρωμένα δωμάτια» μίας γκαλερί ή ενός μουσείου, δε συνιστά απλά μία ακαδημαϊκή επιλογή, αλλά πρωτίστως μία συνειδητή πολιτική πράξη. Υπ’ αυτή την έννοια, οι συνθέσεις του αποπειράθηκαν να θέσουν εκ νέου, τις βάσεις ενός πολυπρισματικού διαλόγου, με απώτερο σκοπό να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος και η θέση του σύγχρονου πολίτη, εντός του Δημόσιου χώρου. Ο ίδιος, δε, προσδιόρισε ευκρινώς τις συντεταγμένες αυτής της προσέγγισης: «Όταν έχεις μία πραγματική σχέση με το χώρο, τότε, αποκτάς μία αληθινή σχέση με το κοινό… Άρχισα, λοιπόν, να βάζω ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: “Ποιος είσαι εσύ που θα έρθεις στην πλατεία μου και θα μου επιβάλλεις την άποψή σου”. Αυτό που έκανε ο μοντερνισμός ∙ ερχόταν και έβαζε μία άποψη, αντικειμενικά σωστή, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. Αυτό το έργο, πολλές φορές, δεν είχε μία καμία σχέση με αυτό που λέμε Ιστορική διαστρωμάτωση ή πολιτισμική υπόσταση του χώρου. Άρχισα να αντιστρέφω αυτό, και δημιούργησα τις συνθήκες, έτσι ώστε το έργο να βγαίνει από το χώρο και όχι εγώ να βάζω το έργο στον χώρο. Δεν είναι ο καλλιτέχνης που βγάζει το πρόβλημά του, ο καλλιτέχνης γίνεται ένα μέσο, άρα θα πρέπει να αντιληφθείς τι συμβαίνει στην περιοχή που βάζεις το έργο.»
Σε καιρούς άνυδρους, σαν αυτούς που διανύουμε, φαντάζει ίσως σαν ανορθόδοξη πολυτέλεια, ένας καλλιτέχνης να πασχίζει, ώστε να αντιστρέψει το παιχνίδι, με όρους πολιτικής ωριμότητας και ανθρώπινης ευαισθησίας. Τα λόγια του, πάραυτα, συνιστούν, κατ’ εμέ, ένα ξεκάθαρο μανιφέστο ελευθερίας, ενάντια σε όλες τις στερεοτυπικές αγκυλώσεις: «Το έργο πρέπει να είναι συνθετικό, πρέπει να συμπυκνώνει, και να γίνεται ένας καθρέφτης πολιτισμικός, έτσι ώστε να μπορέσει να κοιταχτεί ο άλλος μέσα και να μπορέσει να αποκτήσει μία αυτογνωσία της Ιστορικής στιγμής που ζει. Για να μπορέσει να καλυτερεύσει και σαν άνθρωπος. Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα που έχουμε, είναι η έλλειψη αυτογνωσίας, χρονικής αυτογνωσίας, απέναντι στον πραγματικό χρόνο. Αυτό είναι συνδεδεμένο με αυτό που λέμε Κριτικός λόγος, κριτική αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτό βοηθά να ενεργοποιήσει η Τέχνη. Η Τέχνη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ένα μασάζ, στον μυ της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου. Δεν μπορεί να είναι πολιτική, δεν μπορεί να είναι ανθρωπολογία. Η Τέχνη πρέπει να παίζει ένα ρόλο συνθετικού καθρέπτη και ενεργού τόπου, που θα πρέπει να κινητοποιεί τις συνειδήσεις και αυτές τις ενέργειες, που, πολλές φορές, γίνονται σημάδι.»
Φωτογραφία: Νάνσυ Μάρκου