Ιδέες

Κουλτούρες Αντίστασης

By Γιάννης Γεράσιμος

October 30, 2016

Από τον Γιάννη Γεράσιμο

1935. Σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο της Βιέννης ο Έντμουντ Χούσσερλ, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του περασμένου αιώνα και πνευματικός πατέρας της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού παραδίδει μια από τις τελευταίες του διαλέξεις σχετικά με την κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας.

Στο επίκεντρο της διάλεξης του βρίσκεται η βαθιά πνευματική κρίση της Ευρώπης που ανάγει τις ρίζες της στο μονόπλευρο χαρακτήρα των ευρωπαϊκών επιστημών που είχαν συρρικνώσει τον κόσμο σε ένα απλό αντικείμενο τεχνικής και μαθηματικής διερεύνησης αποκλείοντας από τον ορίζοντα τους τον απτό κόσμο της ζωής οδηγώντας σε μια βαθύτερη λήθη της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνικής διάστασης της πραγματικότητας της εποχής του.

Σε αντίθεση με τις θετικές επιστήμες στις οποίες η θετικιστική προσέγγιση των κεντρικών προβλημάτων και ερωτημάτων μπορούσε να οδηγήσει σε μια επιστημονικά ακριβή γνώση της εξωτερικής αντικειμενικής πραγματικότητας, η υιοθέτηση του θετικισμού από τις ανθρωπιστικές επιστήμες κατέληγε στον αδιέξοδο δρόμο ενός αφελούς υλιστικού ρεαλισμού καλύπτοντας πίσω από την επιφάνεια μιας αυστηρά δομημένης και ευλογοφανώς αντικειμενικοποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας τη βαθύτερη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης και των κοινωνικών σχέσεων (οδηγώντας στη λήθη του είναι).

Έναν αιώνα περίπου αργότερα η βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που μαστίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο οδηγώντας σε μια όξυνση των κοινωνικών, διαγενεακών και γεωγραφικών ανισοτήτων φέρνει στο φως μια νέα μορφή προσπάθειας κανονικοποίησης ενός κατ’ όνομα μόνο ορθολογικοκεντρικού τρόπου πρόσληψης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της οικονομίας (η οποία έχει αποσυνδεθεί πλέον από την πολιτική ηθική και τις ανθρωπιστικές επιστήμες με τις οποίες είχε στενή σχέση την εποχή του πρώιμου φιλελευθερισμού του Άνταμ Σμιθ) που στο όνομα μιας αναπόδραστης αναγκαιότητας προσπαθεί να θεμελιώσει τη λιτότητα και το μονεταρισμό ως μοναδική διέξοδο από την κρίση.

Στο όνομα της αυταρέσκειας μιας ορθοδοξίας που δεν έχει επίγνωση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας, των διευρυνόμενων κοινωνικών ανισοτήτων και κοινωνικών αναγκών και η οποία προβάλλεται ως μονόδρομος επιδιώκεται η ανάσχεση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων δεκαετιών και η οικοδόμηση μιας μορφής κοσμοπολιτισμού που δεν έχει όμως ως σημείο αφετηρίας τις πολιτισμικές παραδόσεις και πνευματικά επιτεύγματα των λαών αλλά μόνο τη δημιουργία ενός σύνθετου πλέγματος οικονομικών και εμπορικών διασυνδέσεων που λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με κεντρικό άξονα και επιδίωξη το ίδιο το κέρδος.

Από αυτή την άποψη η σύγχρονη εποχή θυμίζει από πολλές απόψεις τον κόσμο στον οποίο αναφερόταν ο Καρλ Πολάνυι όταν έγραφε το «Μεγάλο μετασχηματισμό», όταν εξετάζοντας κατά τη διάρκεια του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας τις δεκαετίες του 20 και του 30 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «οι ρίζες της κρίσης αυτής βρίσκονταν στην ουτοπική επιδίωξη του οικονομικού (νέο)φιλελευθερισμού να επιβάλλει ένα σύστημα απόλυτα αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Εφαλτήριο σημείο του νεοφιλελευθερισμού είναι η σκέψη ότι τα πάντα δύνανται να έχουν εμπορική αξία και να είναι ανταλλάξιμα, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι η υπαγωγή ακόμη και στοιχειωδών βιοτικών και πολιτισμικών αγαθών στο μηχανισμό της αγοράς συνεπάγεται τελικά την υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στους νόμους της.

Οι αγορές χρειάζεται να οχυρωθούν για να διαφυλαχθούν από κάθε μορφή πολιτικής παρέμβασης και απ’ ό,τι μπορεί να επηρεάσει το σύστημα τιμών. Αυτή η διάκριση όμως της οικονομίας από την πολιτική καταλήγει κατά τον Polanyi να σημαίνει ότι αντί η οικονομία και η διαμόρφωση των αναγκαίων παραγωγικών δομών να ριζώνουν στις παραδόσεις, στη νοοτροπία και στις ιδιαίτερες συνθήκες ύπαρξης κάθε κοινωνίας και λαού, οι κοινωνικές σχέσεις ριζώνουν αντίθετα και ετεροκαθορίζονται από την αγορά και τις ανταγωνιστικές οικονομικές σχέσεις που τη διέπουν οδηγώντας στη σταδιακή απώλεια της κοινωνικής ασφάλειας των πολιτών, στη διάβρωση των πολιτισμικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων και ταυτοτήτων και στο μαράζωμα της ίδιας της δημοκρατίας. Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε μια αντίστροφη πορεία και προσπάθεια αποεμπορευματοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η οποία στην ακραία εκδοχή της οδήγησε στην άνοδο του φασισμού.

Οι σκέψεις αυτές παραμένουν δραματικά επίκαιρες και σήμερα, διότι μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα θεμελιώδες δίλημμα που αφορά την άκριτη υιοθέτηση μιας μορφής φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και οικονομικού τεχνοκρατισμού που αντιστρατεύονται τις βαθιές δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις που έχουν τις ρίζες τους στις ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις και δεσμούς κοινότητας στο πλαίσιο των εθνών κρατών. Από αυτή την άποψη η προσπάθεια οικοδόμησης μιας μορφής αντίστασης στην ισοπεδωτική προέλαση του νεοφιλελευθερισμού διέρχεται από την κατανόηση της δυναμικής της έννοιας της κοινότητας στην οποία έχει βαθύτερες ρίζες μία πολιτική κοινωνία και του ιστορικού πλαισίου της εν λόγω θεωρητικής αντιπαράθεσης.

Η αντιπαράθεση αυτή ανάγεται στην κριτική που άσκησε ο Herder και το κίνημα του ρομαντισμού, αλλά και η σύγχρονη κοινοτιστική φιλοσοφική παράδοση στον Κant και στις σύγχρονες φιλελεύθερες αντιλήψεις. Η πρόταξη της ατομικής αυτονομίας και της κοσμοπολιτικής ικανότητας υπέρβασης των πολιτισμικών διαφορών στη βάση του ορθού λόγου και των υπερβατικών αρχών που αυτός επάγεται επιφέρει το βαθύτερο κίνδυνο μιας ανεπανόρθωτης ηθικής έκπτωσης και απώλειας κοινωνικού και ηθικού προσανατολισμού. Κι αυτό διότι αν ο λόγος γοητευμένος από τον εαυτό του επιφέρει την ικανότητα εξύψωσης του ατόμου και υπέρβασης μιας δεδομένης πρακτικής αξιολόγησης των αξιών και πολιτισμικών βιωμάτων και εμπειριών μιας δεδομένης κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέρος στο όνομα ενός κοσμοπολιτικού ανοίγματος τότε το άτομο κινδυνεύει να πληγωθεί από τα θραύσματα ενός ματαιωμένου κοσμοπολιτικού ιδεαλισμού που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά μιας άκαρπης και βαθύτερα αδύνατης ατομιστικής αφαίρεσης και αποξένωσης, μιας απουσίας αξιακής δέσμευσης και απώλειας ηθικού και κοινωνικού προσανατολισμού.

Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Michael Walzer η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης σχετίζεται άμεσα με τα νοήματα και τις αρχές ενός τρόπου ζωής στο πλαίσιο μιας δεδομένης κοινότητας και μόνο αυτοί που είναι σε θέση να αντιληφθούν τα νοήματα αυτά στο κοινωνικό πλαίσιο τους είναι σε θέση να αντιληφθούν τις απαιτήσεις και τις επιταγές της κοινωνικής δικαιοσύνης που είναι σύστοιχη με τις ιστορικές εμπειρίες και βιώματα μιας δεδομένης κοινότητας. Ο Λόγος δε μπορεί να πάρει τη θέση του ανήκειν, της ταύτισης με έναν ενεργό τρόπο ζωής στο πλαίσιο μιας κοινότητας ως πηγή της ηθικής μας υπόστασης χωρίς την ανέκκλητη απώλεια μιας τάξης αξιών που είναι συνυφασμένες με τις ιστορικές εμπειρίες, βιώματα και ανάγκες της δεδομένης κοινότητας και οι οποίες δύνανται να αποτελέσουν τη μόνη στέρεη βάση ενός κριτικού στοχασμού και επανεξιολόγησης των αξιών και ιδεών της εν λόγω κοινότητας. Όπως, επεσήμαινε, κάποτε ο Hegel «στοχασμός και ανήκειν, Λόγος και ιστορία υφαίνουν από κοινού το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας και το ανθρώπινο πνεύμα οφείλει να προχωρεί όχι ανυψώνοντας τον ευατό του σε μια άποψη πέρα έξω από ένα δεδομένο τρόπο ζωής, αλλά μόνο στοχαζόμενο μέσα σ αυτήν, παρακολουθώντας τις εσωτερικές της αντιφάσεις και αποτυχημένες επιδιώξεις».

Επομένως, η απελευθέρωση την οποία υπόσχεται η πρόταξη μίας μορφής νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού μακριά από το αναδεικνύει την ανθρώπινη ελευθερία και δημιουργική υπέρβαση των παθογενειών του παρελθόντος αποκαλύπτει κάτω από την επιφάνεια της ως βασική της επιδίωξη το κέρδος και την πρόταξη ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου που δε ριζώνει και δε στηρίζεται στις παραδόσεις και στις ανάγκες και δημοκρατικά αιτήματα των λαών ισοπεδώνοντας σε αρκετές περιπτώσεις τους θεσμούς και τις μορφές κοινωνικής συνύπαρξης στο πλαίσιο μιας δεδομένης κοινότητας στις οποίες είναι ριζωμένη η κοινωνική δικαιοσύνη και οι θεμελιώδεις αξιακές επιλογές της εν λόγω κοινωνίας.

Στην ισοπέδωση αυτή η μόνη μορφή απάντησης θα μπορούσε να προέλθει από την οικοδόμηση μια κουλτούρας αντίστασης βασισμένης στην ανάδειξη δεσμών κοινότητας και πολιτισμικών και κοινωνικών ταυτοτήτων που πλήττονται από τον τρόπο διακυβέρνησης που είναι συνυφασμένος με τη μορφή αυτή κοσμοπολιτισμού. Αν ισχύει ότι η πολιτική ηθική αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αλλά και ζωτικό μέρος των ανθρωπιστικών επιστημών τότε η ανανέωση και η πρόταξη της περνάει μέσα από τη διαμόρφωση μιας άλλης αισθητικής και πολιτικής αντίληψης για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα στηριγμένης στη στέρεη αυτή τη φορά βάση των πολιτισμικών βιωμάτων, των ιστορικών εμπειριών και του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού των λαών της Ευρώπης.