Είναι οι δικοί τους άνθρωποι! Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, όλοι τους κατατρεγμένοι. Έχω, όμως, συγκλονιστεί, γιατί αυτούς τους ανθρώπους της φωτογραφίας, οι πρόσφυγες δεν τούς εγκατέλειψαν, δεν τούς παράτησαν στην κόλαση και την παράνοια. Και όταν οι υγιείς, οι αρτιμελείς και δυνατοί έφυγαν για το μετέωρο όνειρό τους στην Ευρώπη, μετέφεραν μαζί τους ισότιμα – κουβάλησαν καλύτερα αγόγγυστα – και τους δικούς τους ξεπεσμένους Αγγέλους, τους πιο πληγωμένους. Όλους τους γέροντες, τους ανήμπορους, τους τραυματισμένους, τους ανάπηρους. Όλους, ισότιμα, δίχως την παραμικρή εξαίρεση. Χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη.
Προφανώς, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν μπορούμε να κατανοήσουμε, ή έστω να χωρέσουμε αυτόν τον κοινό ξεριζωμό, αυτό το ισότιμο φευγιό από τον πλέον ανείπωτο σύγχρονο κανιβαλισμό; Το θέμα, βέβαια, είναι αν έχουμε καν αναλογιστεί το μέγεθος αυτής της πρωτόγνωρης ανθρωπιάς των προσφύγων; Αν ξέρουμε τι σημαίνει “κουβαλώ τον ανάπηρο άνθρωπο μου, διασχίζοντας την μισή υφήλιο;” Περνώντας από στεριές, οργισμένες θάλασσες, και κύματα που καταπίνουν ανθρώπους και όνειρα; Και στη συνέχεια, να πορεύονται όλοι μαζί αδελφωμένοι, διασχίζοντας, από κοινού, αναρίθμητα χιλιόμετρα, κουβαλώντας στις αποσκευές τους, το πλέον ξεχασμένο σ’ εμάς όπλο. Ένα χαμόγελο άφθαρτο, και μία καλοσύνη ανείπωτη.
Να κουβαλάς, που λες, αγόγγυστα τους ανάπηρους συνανθρώπους σου, σε όλη την υφήλιο… Αγόγγυστα, έχοντας για παρηγοριά ένα άσβεστο χαμόγελο. Και ύστερα αναλογίστηκα τη δικιά μας φτώχεια. Γιατί, εμείς οι καλοζωισμένοι λαπάδες – αυτό αποδεικνύει η καθημερινότητά μας – αραδιάζουμε ανερυθρίαστα τους δικούς μας ανάπηρους, μπροστά σε μία τηλεόραση, θεωρώντας τους απροκάλυπτα και αδιάντροπα, σαν ένα αβάσταχτο Βάρος! Ένα ασήκωτο βάρος που αδυνατούμε ή αδιαφορούμε να το μετακινήσουμε, έστω και για ένα μέτρο γης. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, ανάμεσα στους τοίχους της ξεφτίλας μας!
Γιάννης Δημογιάννης αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ