Από την Βασιλική Μαμαλούκου
“«Μέχρι τον Ιούλιο του 71′ οι Έλληνες είχαν κάτι εντελώς δικό τους, ήξεραν να ντρέπονται, ενώ όλοι οι άλλοι ήξεραν να έχουν ενοχές, είχαν μάθει πολύ καλά να αισθάνονται ένοχοι και μετά να απελευθερώνονται κάνοντας θόρυβο, τραγουδώντας την ρήξη, φλερτάροντας με την βία, εξαπολύοντας κύματα οργής.»
― Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος
Με αφορμή τον αποκλεισμό μέλους της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) από ελληνική προβολή ταινίας, που κυκλοφόρησε στις αίθουσες την προηγούμενη εβδομάδα, ακολούθησε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα ανάγωγης (όχι και αναίτιας) επίθεσης του προς πάσα κατεύθυνση, για την επιλογή της οικοδέσποινας εταιρείας διανομής να μην συμπεριλάβει στη λίστα των προσκεκλημένων της σε avant–premiere (και χωρίς να έχει προγραμματιστεί άλλη προβολή για τους δημοσιογράφους) τον ίδιο αλλά και άλλους διαπιστευμένους κριτικούς. Η γκρίνια απλώνεται και τρώει τον κινηματογράφο σαν την σκουριά..
Σημειωτέον, η ταινία έχει αποσπάσει ως σήμερα πολύ καλές κριτικές από το κοινό που την είδε, ενώ στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε το πολύ τιμητικό για μια ταινία Βραβείο Κοινού (το γεγονός ότι η ταινία δεν χρειάζεται την κριτική για να αρέσει στις αίθουσες δεν πρέπει να καταργεί τον ρολο της …)
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο και άδικο μαζί.Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που γράφω τούτο το κείμενο.
Είναι όλοι συνυπεύθυνοι για τη δύσκολη και ασφυκτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η διανομή ταινιών στις αίθουσες σε παράλληλο δρόμο με την κριτική κινηματογράφου, που οφείλει να είναι μια αντικειμενική και δημιουργική διαδικασία. Η ζωή μας έχει μετατραπεί προ πολλού σ’ ένα μεγάλο διαφημιστικό,και ειδικά στον κλάδο του κινηματογράφου,το αριθμητικό box–office των εισιτηρίων που κόβει μια ταινία το πρώτο 4ήμερο εξόδου της και τα αστέρια μιας χούφτας επαγγελματιών που βιάζονται να “προβιβάσουν” μια ταινία ή να την καταδικάσουν στη λήθη, κατευθύνοντας θετικά ή αρνητικά την κοινή γνώμη οδήγησαν στο να αποκλείονται ή να “θαβονται” ταινίες που ο Θεατής θα ήθελε να δει και που οι εταιρείες πληρώνουν ακριβά τη δεδομένη στιγμή.
Μπορώ να καταλάβω μια εταιρεία να μη θέλει να εκθέσει μια ταινία που διανέμει με αποτέλεσμα να αποκλείει δημοσιογράφους από το να τη δουν. Ο φόβος όμως δε θα έπρεπε να είναι για κανέναν δικαιολογία για τα αδικαιολόγητα.
Το σίγουρο είναι πως η πρακτική οριοθέτηση της κριτικής λειτουργίας πρέπει να επαναπροσδιοριστεί επειγόντως και οι ταινίες να ξαναβρούν την χαμένη τους υπόσταση και να αποτελέσουν ξανά πνευματική δημιουργία στην τελική κρίση του κοινού.Ο κριτικός είναι ένας ενδιάμεσος που μπορεί να βοηθήσει ή όχι την κατανόηση μιας ταινίας. Δεν είναι ο πιο σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα, αλλά η αλυσίδα δεν μπορεί να παραμένει συμπαγής χωρίς αυτόν.
Είναι σαφές δικαίωμα κάθε εταιρείας να επιλέγει που, πως και σε ποιους θα προβάλλει την ταινία της, ταυτόχρονα όμως είναι αναμενόμενη και φυσική και η αντίδραση-απόφαση του κριτικού που αποκλείεται να επιλέγει να απαξιώσει την ταινία. Όμως, ως εκεί. Ο αποκλεισμός δεν νομιμοποιεί την ακύρωση κάθε δεοντολογίας και ποιότητας, αρχών που πρέπει πάση θυσία να διατρέχουν τον δημόσιο διάλογο-αντίλογο.
Η κινηματογραφική παιδεία εκτός της κριτικής προσέγγισης προϋποθέτει και τα 2 υπόλοιπα Cs (εκτός της κριτικής, Critical – πολιτιστική, Cultural -δημιουργική,Creative). Αναρωτιέμαι, πόσο βοηθά την διαδικασία της ιδιωτικής σινεθέασης αυτό το δημόσιο ξεκατίνιασμα, πόσο λαβαίνει υπόψη του και σέβεται τον Θεατή, τον πιο σημαντικό αποδέκτη της κινηματογραφικής δημιουργίας,και τελικό Κριτή, και πόσο το σύνολο των παραγόντων που κινούν τα νήματα σε αυτό το ανταγωνιστικό, ετοιμοπόλεμο κύκλωμα που στάζει χολή, είναι σε ενότητα και διασφαλίζει την Ελευθερία που κάποτε ήταν και πρέπει να είναι σε κάθε εποχή το βασικό αίτημα στην πρόσληψη και ερμηνεία της τέχνης. Πόσο βαθιά κατευθυνόμενο και διχασμένο είναι το Σύστημα, πόσο σαθρό από την αφετηρία του, και πόσο με εντυπωσιάζει η ευκολία της ηλεκτρονικής έκθεσης ως απειλητικό μέσο πίεσης προκειμένου ο κάθε πικραμένος να επηρεάσει(σα να διεξάγεται αυτόκλητα κάποια δίκη )την κοινή γνώμη.. προς το προσωπικό του συμφέρον.Τι ρόλο παίζουν οι ενώσεις, μέχρι ποιο σημείο παρεμβαίνουν και τι μέλλον μπορεί να έχει ένας επαγγελματίας όταν ευθαρσώς ανοίγει τόσα πολεμικά μέτωπα;
Nιώθω την ανάγκη, μέσα σε όλο αυτό το τσουνάμι ύβρεων και επιθέσεων, σε μια εποχή κατάρρευσης και απαξίωσης της κριτικής και της δημοσιογραφίας, να εκφράσω την αντίθεση και ένσταση μου στην ευκολία με την οποία κάποιοι θέτουν στη βορά του πλήθους,ανθρώπους και καταστάσεις,σαν τα ζώα που σπρώχνονται στην αρένα (φανταστείτε μια άγρια κατάσταση σαν τις κυνομαχίες στις Χαμένες Αγάπες ή στον Λευκό Θεό) με την ευχή να επανακτηθεί το ήθος και η αγωγή που πρέπει να διακρίνει όλους τους επαγγελματίες του Πολιτισμού. Θέλω, τέλος, να μνημονεύσω μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, που γεννήθηκε έναν Ιανουάριο (1956-1993) και μεγάλωσε στις γειτονιές της Κυψέλης, της σημερινής δικής μου γειτονιάς.Ο Βακαλόπουλος, η πρώτη και τελευταία γενιά των νεοελλήνων κριτικών που ερμήνευσαν τον κινηματογράφο ανθρωπολογικά και όχι με όρους αισθητικής ή με βάση τους νόμους της αγοράς, υπήρξε κριτικός και κινηματογραφιστής,σεναριογράφος αλλά και παραγωγός ραδιοφώνου, και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της μεταπολιτευτικής σκηνής.
Ξεκίνησε νεαρός, 20 χρονών περίπου, ως συντάκτης για πολλά χρόνια μέχρι το 1983 του περιοδικού “Σύγχρονος Κινηματογράφος”, το οποίο επιδίωκε να μεταλαμπαδεύσει τις ιδέες των Cahiers du cinema στην Ελλάδα, αλλά και στην “Αυγή”. Παρακολουθούσε τη διεθνή κίνηση πηγαίνοντας στα ξένα φεστιβάλ παράλληλα με τις σπουδές του στην Ανώτατη Εμπορική. Άργησε να πάρει πτυχίο και είπε και το έκανε μόνο και μόνο για να μπορέσει να κάνει μεταπτυχιακό στο κρυφό του πάθος, τον κινηματογράφο, στο Παρίσι όπου μαθήτευσε με δάσκαλο τον Ρομέρ. Συνέχισε το ταξίδι του,ευαίσθητος και μαχητικός, μέχρι που χτυπήθηκε από μια θανατηφόρο νόσο,και απ’ την οποία έφυγε όχι πλήρης ημερών και ενώ είχε ακόμη να δώσει πολλά…
“Κάνεις δεν θυμάται ότι το μεγαλείο των ταινιών που μας αρέσουν είναι ο ανθρωποκεντρισμός τους, η απόφαση του Rossellini να υποκλιθεί στην Ingrind Bergman, η αγάπη του Renoir για τις πρωταγωνίστριές του. η απόφαση του Dreyer να παρουσιάσει τη Falconetti στη Ζαν ντ’ Αρκ χωρίς μακιγιάζ, η δοκιμασία του Orson Welles ως συμπαθητικού χοντρού κακού στις ίδιες του τις ταινίες.
Και η σημαντικότερη -κατά τη γνώμη μου- ελληνική ταινία, η Ευδοκία του Αλεξη Δαμιανού, είναι η συνάντηση ενός παθιασμένου ανθρώπου με τη λάμψη μιας γυναικείας παρουσίας.
Ολα αυτά ξεχάστηκαν. γιατί η τηλεόραση αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν ζωύφιο, και οι κινηματογραφιστές μένουν παρέα μ’ αυτό το άψυχο (και τόσο υπάκουο) μηχάνημα, την κάμερα. Είναι η ώρα της δοκιμασίας των ηθοποιών. Η επόμενη εξέγερση θα έρθει από αυτούς όπως τότε που ένας κλόουν, ο Charhe Chaplin, απέδειξε στην Αμερική ότι στο τσίρκο των εικόνων, ο θηριοδαμαστής είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης.”
Ο κόσμος είναι ντυμένος με εικόνες από τα γεννοφάσκια μας, έλεγε ο Βακαλόπουλος,του οποίου η ζωή ήταν συνυφασμένη με το σινεμά, ο πραγματικός όμως κινηματογράφος ξεπερνάει τις υπόλοιπες τέχνες όχι γιατί τις συνθέτει όπως υποστηρίζουν αόμματοι δημοσιογράφοι, αλλά γιατί εκπληρώνει μια βαθύτατη ανάγκη του ανθρώπου: να δει και ν ακούσει χωρίς ενδιάμεσους ( κυβερνήσεις, πολιτικούς, εφημερίδες, τηλεοράσεις κτλ ).
Αυτοί οι ενδιάμεσοι είναι σήμερα που λυμαίνουν το επάγγελμα της κινηματογραφίας αγνοώντας τον απλό Άνθρωπο-Θεατή, που κάθε Πέμπτη, που κυκλοφορούν οι νέες ταινίες, κοιτάζει τον οδηγό να δει τι καινούριο βγαίνει για να αποφασίσει τι να δει χωρίς να υπολογίζει ενδιάμεσα συμφέροντα, σκάνδαλα, προσωπικά καπρίτσια και απωθημένα των εμπλεκομένων.
Κλείνοντας θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους μας εκτός της κριτικής, που ασκούμε τόσο θερμόαιμα πια χωρίς να υπολογίζουμε τίποτα και κανέναν στο διάβα μας, να μην ξεχνάμε και την αυτοκριτική, να κοιτάζουμε μέσα μας και να αναθεωρούμε τα λεγόμενα και γραφόμενά μας, κάθε στιγμή, καθώς όλοι κρινόμαστε, επίσης να βουτάμε τη γλώσσα στο μυαλό μας και να αυτολογοκρινόμαστε πριν μας λογοκρίνουν, πριν βιαστούμε να εκθέσουμε και να εκτεθούμε. Μόνο η ενότητα θα σώσει τον κόσμο του κινηματογράφου. Η κινηματογραφία προϋποθέτει για εμένα εκτός από γνώση, και Αγάπη.Αν η στείρα σινεμανία και συμφεροντολογία μεταμορφωθεί σε ατόφια σινεφιλία, τότε ίσως ο βάτραχος μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα,και το σινεμά να επιστρέψει στις ρίζες του και ο Θεατής, που βαρέθηκε να αντιμετωπίζεται ως πορτοφόλι και “πελάτης”τώρα που έχει και εκείνος δύναμη να αντιδράσει μέσω του διαδικτύου, να γεμίσει και τις αίθουσες.Και όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Όχι κριτικές μόνο ψίθυροι, όπως θα έλεγε ο Βακαλόπουλος, που υπερασπίστηκε τη συμφιλίωση περισσότερο από κάθε άλλον. Μέχρι τότε θα τρώμε τις σάρκες μας…