Γράφω κατευθείαν μετά την επιστροφή μου από το σινεμά, μόνο όταν πρόκειται για συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες και εδώ έχουμε μία τέτοια περίπτωση.
Για να την δω επισκέφτηκα το Παλατάκι του Παγκρατίου (Πτι Παλαί). Είναι μία ταινία για έναν βιοπαλαιστή που προσπαθεί να αντέξει μέσα στη μέγγενη της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Πριν ξεκινήσει, είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου στη σύντροφο μου οτι σε αυτήν την ταινία έρχονται μόνο θεατές από Σύριζα κι αριστερότερα. Τι το ‘θελα? Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε ο Μπίστης, πρωην κκε, ανανεωτική αριστερά, πασόκδημάρ και μεταγραφές σε καμιά δεκαπενταριά κόμματα στην πολυετή του καριέρα.
Μία πραγματικά επίκαιρη ταινία με όλα αυτά που ζούμε σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η υπόθεση μας διαδραματίζεται στην σύγχρονη Γαλλία της πολλοστής φοράς κεντροαριστερά, εκεί που λίγες μέρες πριν οι απολυμένοι της Air France πήραν φαλάγγι τα πρώην αφεντικά τους.
Ο πρωταγωνιστής μας είναι κι αυτός απολυμένος, μεσήλικας, πολύ δύσκολη περίπτωση για να ξαναμπεί στην αγορά εργασίας. Οι πρώτες σκηνές δείχνουν οτι ο φακός θα εστιάσει σε αυτόν. Και όντως όλη η ταινία είναι πάνω του. Ακριβώς για να καταδείξει τις επιπτώσεις ενός απάνθρωπου καπιταλισμού πάνω σε έναν άνθρωπο και όχι σε δείκτες και πλεονάσματα που δεν αφορούν κανέναν.
Πόση αξιοπρέπεια μπορείς να αγοράσεις με 500 ευρώ? Οι καθημερινές δυσκολίες, το αδιέξοδο της ανεργίας, τα ασφυκτικά δάνεια.
Με μπόλικη κάμερα στο χέρι αλά Δόγμα 95 των Λαρς Φον Τρίερ και Τόμας Βίντερμπεργκ, ο Μπριζέ εντείνει τον ρεαλισμό, ενώ το θέμα θυμίζει τις γαλλόφωνες των Βέλγων αδερφών Νταρντέν, καθώς και τις καλές γαλλικές ”Ελεύθερος Ωραρίου” και το ”Τσεκούρι” (του Γαβρά) της προηγούμενης δεκαετίας.
Πάνω στις εκφράσεις του προσώπου του πρωταγωνιστή (Βενσάν Λιντόν – πήρε βραβείο για αυτήν του την ερμηνεία στις Κάννες) σε διάφορα χαρακτηριστικά αποσπάσματα μιας σκληρής καθημερινότητας, αποτυπώνεται όλη η βαρβαρότητα ενός συστήματος που βάζει ψυχές στην μηχανή του κιμά και τις διαλύει μέρα με τη μέρα.
Ενα σύστημα όπου θλιβεροί wannabe γιάπηδες κρίνουν (θεωρώντας ότι βρίσκονται) αφ’ υψηλού με βάση ξεφτιλισμένα guidelines και powerpoints. Γραβατωμένα τσουτσέκια που καλούνται να απαιτήσουν να μην υπάρχει καμία αλληλεγγύη, κανένα έλεος.
Η τραγική ειρωνία: Πιάνει δουλειά ως σεκιουριτάς σε ένα εμπορικό κέντρο. Αυτός που αν οι φτωχοί μικροκλέφτες δεν έχουν να πληρώσουν, φωνάζει την αστυνομία. Ο χαφιές της εργοδοσίας. Ο μάρτυρας κατηγορίας. Στο νόμο της Αγοράς.
Ο διχασμός ανάμεσα στη συνείδηση και την ανάγκη. Ο κοινωνικός αυτοματισμός, ο κανιβαλισμός, η παραδειγματική τιμωρία, η τραγωδία και ο προσωπικός γολγοθάς του καθενός. Και η λυτρωτική κάθαρση.
Ο Χρήστος Μήτσης στο τέλος της κριτικής που έγραψε για το Αθηνόραμα γράφει για ”τον ιδεολογικό πυρήνα που συντηρεί τη σύγχρονη αλλοτρίωση: το ηθικο-οικονομικο-πολιτικό δίλημμα του με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις, το οποίο ο Μπριζέ απαντά με κινηματογραφική αμεσότητα και πολιτική σαφήνεια.”
Εγώ θα συμπληρώσω πιο απλοϊκά οτι οι αξίες δεν μετριούνται σε points μιας γαμημένης χρεωστικής κάρτας.
Υ.Γ. Η φάση έπρεπε να είναι ”αγανακτισμένος σινεφίλ γραπώνει πολιτευτή της κεντροαριστεράς ουρλιάζοντας για τα μνημόνια” αλλά έφυγε σα βρεγμένη γάτα