Πράγμα περίεργο το λες, αλλά το αποτύπωμα της εμβληματικής του σκέψης το αγγίζουμε σχεδόν καθημερινά σ’ ένα κέρμα! Αρκεί συνήθως, για να αποκτήσουμε πράγματα ευτελούς αξίας, μολονότι οι ανακαλύψεις του υπήρξαν ανεκτίμητες για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Συνήθως φτάνει για έναν πρωινό καφέ στ’ όρθια. Ίσως, για φιλοδώρημα, σε κάποιο παιδί των φαναριών. Για ρέστα ή για ένα πακέτο τσίχλες. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν πως η παράσταση που απεικονίζεται στο κέρμα του ενός ευρώ, αφορά το διάσημο σχέδιο του «Βιτρούβιου Ανθρώπου» (1490), όπως μπορούμε να το θαυμάσουμε ολοζώντανο στην Gallerie dell’ Academia της Βενετίας. Και, υποθέτω, ακόμα λιγότεροι κατέχουν πως αυτή η συμβολική απεικόνιση αφορά μία κοσμοθεωρία που οραματίζεται τον Άνθρωπο απόλυτα ισορροπημένο με τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως, απόλυτα εναρμονισμένο με τη φύση. Γιατί, βάζοντας στην άκρη τις καθημερινές μας συναλλαγές, το γυμνό ανθρωπάκι που εγχαράχτηκε στο κέντρο του ευτελούς νομίσματος – απλώνοντας χέρια και πόδια στους ανοιχτούς ορίζοντες – αντικατοπτρίζει στην ουσία, ένα οικουμενικό πρότυπο Ζωής, όπως αυτό καταγράφτηκε κατά την Αναγέννηση από τον μέγα μύστη του Πνεύματος. Τον Leonardo da Vinci που πέθανε αρχές Μάη, στα 1519.
Η πρόκληση, βέβαια, έγκειται στο αν, τελικά, θα συνειδητοποιήσουμε πόσο επίκαιρη, και κυρίως πόσο ωφέλιμη παραμένει η σκέψη εκείνου του φλογερού νέου που έθεσε ως στόχο της ζωής του «να φτιάξει μηχανές που να κινούν κόσμους ολόκληρους»! Θα μπορούσε, για παράδειγμα, η γέννησή του σαν νόθο παιδί ενός συμβολαιογράφου και μιας υπηρέτριας να δώσει την πιο αποστομωτική απάντηση στα οικογενειακά και κοινωνικά στερεότυπα; Θα επαρκούσε η προσήλωσή του στη δύναμη του Ορθού λόγου, ώστε να αντιπαρέλθουμε το φανατισμό και τις προκαταλήψεις πολλών σύγχρονων ρασοφόρων; Η αδιαπραγμάτευτη πίστη του στην οικουμενικότητα του Ανθρώπου θα μας αφύπνιζε ενάντια στο φυλετικό ρατσισμό και σε όσους υψώνουν τείχη; θα αντλούσαμε επίκαιρα οικολογικά μηνύματα από τη βεβαιότητά πως η Φύση συνιστά τον «Απεριόριστο Λόγο» και συνάμα το μοναδικό σημείο αναφοράς του ανθρώπινου πολιτισμού; Και ο κατάλογος δεν έχει αναπαμό.
Ερωτήσεις, ερωτήσεις, ερωτήσεις. Σε αντιδιαστολή με τα κατεστημένα στερεότυπα που συχνά μάς εγκλωβίζουν πίσω από ντουλαπάκια περιορισμένης χωρητικότητας, ο Λεονάρντο ζούσε μονάχα μ’ έναν τρόπο ∙ βάζοντας ερωτήσεις. Ακόμη και αν επρόκειτο για πράγματα σχεδόν αυτονόητα είτε εύκολα οριοθετημένα για έναν μέσο νου, εντούτοις «ο πιο περίεργος άνθρωπος στην ιστορία» κατέληγε στους μνημειώδεις μονολόγους του: «Περίγραψε πώς σχηματίζονται τα σύννεφα και πώς διαλύονται, και τι προκαλεί την εξάτμιση των υδάτων, πού οφείλεται η ομίχλη και γιατί ο αέρας γίνεται πυκνότερος, και γιατί μοιάζει περισσότερο ή λιγότερο γαλάζιος κάποιες φορές… Περίγραψε…τι είναι το φτάρνισμα, το χασμουρητό, η ζαλάδα, ο σπασμός, η παράλυση, το τουρτούρισμα λόγω ψύχους, η εφίδρωση, η κόπωση, η πείνα, ο ύπνος, η δίψα, ο πόθος.» Το ανέκδοτο, δε, σχετικά με αυτή του την εμμονή, μόνον ως γλαφυρό και αντιπροσωπευτικό μπορεί να θεωρηθεί. Γιατί, κάθε φορά που ήθελε, λέει, να δοκιμάσει μια καινούρια πένα, ο Μύστης συνήθως σκάλιζε πάνω της, τη λέξη dimmi, δηλαδή ” Πες μου”. Και τότε, και πάλι ο ίδιος επανέρχεται αναζητώντας επιπρόσθετες επεξηγηματικές πληροφορίες: «Πες μου τι, πες μου πώς, πες μου γιατί;»
«Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», μονολογούσε ο Ιταλοθρεμμένος Ζακυνθινός, και, απ’ ό,τι φαίνεται, η συνταγή φαντάζει απαράλλακτη, αλλά αποκλειστικά για τους ποιητές ή τους επιστήμονες, εφόσον ετούτοι συνήθως κατανοούν πως το μονοπάτι δε γνωρίζει άλλη διαδρομή, παρά ακολουθώντας όσα υποδεικνύουν τα αψεγάδιαστα μάτια της Ψυχής. “Saper vedere”, όπως μαρτυρούσε και ο Φιορεντίνος, που σημαίνει «ο τρόπος να βλέπεις», και αυτές ήταν σίγουρα δύο λέξεις που κυριολεκτικά είχαν στοιχειώσει τη ζωή του. Κατά μίαν άλλη έννοια, η αίσθηση της όρασης ανάγεται σε ιδανικό εργαλείο που η Φύση εμπιστεύεται σ’ έναν ζωγράφο, ώστε αυτός, με τη σειρά του, να υπηρετήσει «τα βασικά αιτήματα της αλήθειας, της ομορφιάς και της ακρίβειας στην έκφραση». Κάτι σαν τον «αρνητικό χώρο» (negative space) στο ζωγραφικό σχέδιο, τον περιβάλλοντα δηλαδή χώρο μίας παράστασης, που μαθαίνεις και τον ξεχωρίζεις, όταν συχνά αναγκάζεις τα μάτια σου να δείχνουν αλλόκοτα και μικρά, ψάχνοντας τριγύρω σου να βρεις τι δε βρίσκεται σε τάξη, προκειμένου τελικά να διακρίνεις αν η ισορροπία στις ζωγραφικές απεικονίσεις είναι η σωστή. Γιατί, αν θες να εξιχνιάσεις τις μακρινές θολές γραμμές των οριζόντων, ώστε να τις αποτυπώσεις ζωγραφικά, χρειάζεσαι προηγουμένως όχι μόνο να οριοθετείς τριγύρω το σκοτάδι που τις περιβάλλει, αλλά παράλληλα να παρατηρείς και να εντοπίζεις λεπτομέρειες που λανθάνουν και από εσένα τον ίδιο. Και για το καταφέρεις αυτό, χρειάζεσαι μάτια, ενίοτε, ερμητικά κλειστά, αλλά κατά βάθος ολάνοιχτα – όσο κι αν δείχνει οξύμωρο για τους επιπόλαιους ή τους ανυποψίαστους. «Να κλείνω να μάτια, για να διακρίνω το λάθος από το σωστό»! «Να βλέπω πρώτα τη γέφυρα, πριν την περπατήσω»… Όσο, τώρα, για τα διαδοχικά βήματα αυτής της ερευνητικής διαδικασίας, ο Λεονάρντο όριζε έως και την αλληλουχία στη σειρά τους: «πρώτα ο εγκέφαλος, μετά η καρδιά, κι ύστερα τα μάτια».
Ολόκληρη η γνώση, και μία ιεροτελεστία. Τα μάτια σαν οι αψεγάδιαστες πύλες της γνώσης, και ποιος άλλος θα ήταν ο καταλληλότερος εκπρόσωπος αυτής της αλήθειας από έναν ζωγράφο, αφού αυτός είναι «διπλά προικισμένος με οξυδερκή παρατήρηση και πλήρη ικανότητα ζωγραφικής απόδοσης». Θεωρώντας, επομένως, πως τα ζωγραφικά σχέδια θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως τα κύρια «όργανα» αυτής της διδακτικής μεθόδου, ο Λεονάρντο προγραμμάτισε να συγγράψει 4 πραγματείες, καλύπτοντας τις θεματικές ενότητες που θα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του: ζωγραφική, αρχιτεκτονική, μηχανική και ανθρώπινη ανατομία (1495). Έκτοτε, τα 6.000 σχέδια!!!! αυτών των ενοτήτων, σε συνδυασμό με κάποιες γεωφυσικές, βοτανικές, υδρολογικές και αεροδυναμικές μελέτες συνθέτουν από κοινού έναν προσωπικό κώδικα γραφικής παράστασης (demostrazione) που συνιστά μια «ορατή κοσμολογία», δηλαδή μια συστηματική προσπάθεια να ερμηνευτούν τα κοσμικά φαινόμενα.
Ένα πραγματικά αξιοζήλευτο εργαστήρι που θα προκαλούσε το δέος σε οποιονδήποτε σύγχρονο πανεπιστήμονα. Μία ολοζώντανη βιβλιοθήκη κι όμως κατορθωτή από έναν μονάχα άνθρωπο! Εκείνον τον έφηβο που δε δίσταζε να δοκιμάζει, έστω και ανεπιτυχώς, τις αυτοσχέδιες πτητικές μηχανές του στους λόφους της Τοσκάνης. Τον σπουδαιότερο ανατόμο του 16ου αιώνα που απεικόνιζε τρισδιάστατα, τα μέλη και τα όργανα των ανθρώπινων σωμάτων – συνήθως εγκληματιών – αφού πρώτα τα αποσπούσε παράνομα από τα νεκροτομεία, αψηφώντας τις δεισιδαιμονίες της Καθολικής εκκλησίας. Μα και τον μηχανικό που πάσχιζε να μειώσει με τις ευρηματικές του εφευρέσεις τη χρήση της μυϊκής δύναμης. Τον παθιασμένο γεωμέτρη. Τον χαρισματικό γεφυροποιό. Τον δαιμόνιο μελετητή της υδροδυναμικής των κυμάτων και των δινών. Τον αρχιτέκτονα και τον στρατιωτικό μηχανικό. Και, για να μην ξεχνιόμαστε, τον αξιομνημόνευτο ζωγράφο, ακόμη κι αν θεωρείται αμφιλεγόμενος από πολλούς. Μόνο για να τα απαριθμήσεις, οι λέξεις λυγίζουν από το φορτίο.
Κάπου εδώ, επιστρέφω στο χρόνο 10 χρόνια πριν. 2006, Πάτρα Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και η Ιστορία μετρά ένα επιπλέον ναυαγισμένο καραβάκι, πριν κιόλας βγει στ’ ανοιχτά. Όμως, από εκείνη την ψυχρολουσία, για να είμαι ειλικρινής, ανακαλώ ξανά τη μοναδική εμπειρία που, τουλάχιστον στα μάτια μου, πίστεψα και ξεχώρισα από την αρχή. Και δεν εννοώ άλλη, βέβαια, παρά την ανυπέρβλητη έκθεση πρωτότυπων σχεδίων και μηχανικών αντιγράφων, με τίτλο “Leonardo da Vinci, Inventor and Scientist” («εφευρέτης και επιστήμονας»). Εξάλλου, πώς θα μπορούσα να την ξεπεράσω στο μικρό κύκλο του χρόνου μου, αφού αξιώθηκα να επιμεληθώ τον κατάλογο της; «Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον», μία αλησμόνητη εμπειρία, αλλά και μία ανεκτίμητη ευκαιρία να ταξιδέψω νοερά στον κόσμο του σοφού Γέροντα της Αναγέννησης. Πρωτίστως, όμως, μία σπάνια αφορμή για χιλιάδες μαθητές της ευρύτερης περιφέρειας να ταξιδέψουν με το διαστημόπλοιο της Γνώσης του!
Η αυλαία της έκθεσης, θυμάμαι, κλείνει με την πανηγυρική τελετή λήξης, και το τεράστιο «λάβαρο» με τη μορφή του Βιτρούβιου Ανθρώπου δεσπόζει για τελευταία νύχτα πάνω από εκατοντάδες επισκέπτες. Βγάζω από την τσέπη ένα ευρώ, το δίνω σ’ έναν φίλο να μου πάρει ένα μπουκάλι νερό, αυτός το κοιτά, και γελά σαρκαστικά. Μού δείχνει την παράσταση του Λεονάρντο – ναι, το συμμετρικό γυμνό ανθρωπάκι με τα απλωμένα χέρια και πόδια, στους ανοιχτούς ορίζοντες – κουνάω το κεφάλι μου σκεφτικός και μέσα μου μονολογώ: «Γυμνός, ελεύθερος και χωρίς φοβικά σύνδρομα».
Ούτε που καν υποψιαζόμουν τα σύννεφα που θα ξημέρωναν πάνω απ’ τον τόπο μου μετά από λίγα χρόνια. Και πάλι, για το ίδιο ευτελές νόμισμα του ενός ευρώ!
Γιάννης Δημογιάννης, για το Νόστιμον ήμαρ