Χρόνια πριν, παρακολουθούσα έναν αγώνα ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Το αγαπάω το ερασιτεχνικό. Ομάδες με πιτσιρίκια, ομάδες με σαραντάρηδες, ομάδες με δύο τρεις που ξέρουν, καθόλου ομάδες.
Ανεπίσημα πρέπει να έχω και ρεκόρ Γκίνες. Δεν ξέρω αν έχει γίνει, ακόμα και στην τελευταία κατηγορία της Ζιμπάμπουε, παίχτης που παίζει εξάρι να μην έχει αγγίξει μπάλα ούτε μια φορά στα 90 λεπτά. Ούτε καν να τον χτυπήσει. Ανέμελος μέσα στο στρογγυλό γύριζα.
Λατρεμένα κυριακάτικα πρωινά που πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα, αμέσως μετά το τελευταίο μπαρ. Τι να σου κάνει ο καφές; Όσο πικρός κι αν είναι.
Γ τοπικό, ήταν ο αγώνας που έβλεπα. Σε αυτήν την κατηγορία, οι ομάδες ασανσέρ σταματάνε. Δεν πάει άλλο.
Η γηπεδούχος κέρδιζε 5-0 και ήθελε κάνα πεντάλεπτο να λήξει. Χωρίς τα χασομέρια. Δίπλα μου καθόταν δυο συμπαθέστατα γερόντια. Από την ομάδα που έχανε. Ζούσαν με την δικιά τους στωικότητα το ματσάκι, περιμένοντας μοιρολατρικά την λήξη.
Η αλήθεια είναι πως, ως το 3ο γκολ χουλιγκάνιζαν. Κάποια στιγμή ο Ουώλντορφ, γύρισε στον Στάτλερ φυσώντας τον καπνό του προτελευταίου τσιγάρου, ενός πακέτου που είχε ανοιχτεί ακριβώς πριν 85 λεπτά και με γουρλωμένα μάτια ρώτησε με αγωνία και σοβαρότητα. Όπως βλέπουμε στα διαγγέλματα. “Λες να χάσουμε;”
Άσχετες ιστορίες της Sunday league. Η μέρα είναι η 4η Μαρτίου. Τσικνοπέμπτη. Κι αν έχεις και γενέθλια, ποιος σε πιάνει. Πώς να χάσεις; Όλους τους γλεντάς. Δικιά σου η μπάλα, ο διαιτητής και το γήπεδο.
Ύστερα τσακώθηκαν, γιατί ο Στάτλερ είχε φορτώσει στην καρότσα ως το αεροδρόμιο, εκείνον τον τύπο, που είχε ξεχαστεί να κάνει ποδήλατο και είχε φτάσει από την Αθήνα στο κεντρικό Ζαγόρι και σταμάτησε γιατί το δάσος, γύρω, δεν του θύμιζε Πάρνηθα.
Λες να χάσουμε;