Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Καθένας και οι μνήμες του. Και πρόσεξε! Δε θα φτιάξω ταίρι με τη γλώσσα. Όχι σήμερα τουλάχιστον. Κάποια στιγμή θα βρω τον τρόπο να ζητήσω συγνώμη για αυτή μου την απιστία. Δεν μπορώ όμως, δε γίνεται αλλιώς, είναι έξω απ’ τις δυνάμεις μου η αντίσταση σε ετούτο το κείμενο. Δε θα πω για α-λήθειες εδώ. Αν μνήμη είναι η επιβεβαίωση, τα θεμέλια της κάθε λέξης του παρόντος μας, λυπάμαι, αλλά ό,τι θα ακολουθήσει δε θα έχει από πού να κρατηθεί. Μετέωρες σκέψεις, ψέματα στην ευκολία της γλώσσας, μα έλα αγάπη μου να με πείσεις ότι κάτι από όλα αυτά δεν έζησα! Έλα και θίξε μου τον ειρμό μου, κοκκίνισε τα μάγουλά μου στη ντροπή μιας αφήγησης για ένα ανύπαρκτο προσωπικό μου παρελθόν. Απόψε δεν έχω αποστηθίσει∙ γράφω από φαντασίας.
Δώσ’ μου λέξεις! Πήρα μολύβι, σημειώνω: παρέα, φωνή, ζέστη, οικειότητα, γήτεμα, σκέπασμα, αγκαλιά, μάγουλο, γέλιο, μικρόφωνο, μαξιλάρι, χείλη, χροιά, ψίθυρος, κουβέρτα, χάδι, άκου, πες, διαβάζω, μιλάω, τρέμουλο, άγχος, ηρεμία, μουσική, τραγούδι, ομορφιά, ομορφιά, ομορφιά… Δε μου φτάνουν όμως! Αχόρταγος. Θέλω κι άλλες. Έτσι θα κλείσει το λεξικό σου το λογαριασμό με μια απ’ τις πρώτες μου αγάπες; Έτσι νομίζεις θα ξεμπερδέψεις με τον νηφάλια επιλεγμένο εθισμό μου; Σαν και κάποιος να γελιέται σε ετούτη την κουβέντα! Σαν και να σκέφτεσαι ότι πάλι το πληκτρολόγιο στον αυτόματο θα βάλεις και μόνο του αυτό θα εκφράσει και λυγμικούς κόμπους και άδεια μπουκάλια κρασί και πρωτοαγγιγμένα χείλη.
Ραδιόφωνο είναι το τρέμουλο μιας βελόνας κάπου στη βόρεια Αφρική, σε ένα φωτισμένο καντράν δεκαετίες πριν και η προσπάθειά του να πιάσει λέξεις απ’ την απέναντι ακτή. Είναι το γονάτισμα στα παράσιτα και η γροθιά ενός εφήβου στον τοίχο, για τη στιγμή που διάλεξε το σήμα να χαθεί, που έγινε η αφιέρωσή του μια φιλότιμα αποτυχημένη ερωτοτροπία. Ραδιόφωνο είναι το ροζ στα καλτσάκια μιας Τετάρτης και το πορτοκαλί στο “προσμένω τα όμορφα” μιας Παρασκευής. Είναι το σημάδι ενός βιολιού στο λαιμό και το ρούφηγμα στο ίδιο σημείο από φιλί-δοξαριά. Ραδιόφωνο είναι ένας στίχος του Κραουνάκη που ξεφεύγει του νοήματός του και γίνεται πληγή. Κι ένας άλλος του Παυλίδη που βγάζει γλώσσα-αλμύρα και γλείφει και γιατρεύει ό,τι χαίνει. Ραδιόφωνο είναι η παρανάγνωση ενός θηλυκού παραμιλητού και η σαν απ’ τα βραχέα εκφώνηση μιας αδέξιας αρσενικής ερωτικής εξομολόγησης. Το ραδιόφωνο δεν έχει ορισμό “αρχή-μέση-τέλος”. Είναι στίγματα σε ευθεία. Προβολές αυτών σε γειτονικούς συναισθηματικούς χώρους.
Καθένας και οι μνήμες του. Αυτές καθορίζουν την ποιότητά μας. Οι χαρακιές μας στο πρόσωπο, η λάμψη ή η θολούρα στα μάτια δείχνουν το παρελθόν μας. Αλάθευτα το κάνουν. Δείχνουν χνάρια αφημένα σε χώμα και σε νερό, ξύσματα ιδεών που σκορπίστηκαν ως ψίχουλα για ρότες που κάποια στιγμή θα ψάξουν την αρχή τους. Μνήμες όμως δεν είναι μόνο οι βεβαιωμένες θύμησες. Δεν είναι μόνο ετούτης της ζωής τα βιβλία. Έχω κόσμους εκεί μέσα που καμιά φυσική δε στήριξε ως πιθανή πραγματικότητα. Έχω ανθρώπους που καμιά βιολογία δεν μπόρεσε να συναρμολογήσει το παζλ τους. Πηγαινοέρχονται οι αφηγήσεις μου σε πίνακες αλλόφρονων υπάρξεων, σε εικόνες ακατάληπτων μηνυμάτων. Κι όλα αυτά -όλα σου λέω- τα έχω ντυμένα με ραδιοφωνικές εκπομπές.
Ήταν στο λύκειο η αντρική φωνή του περιφερειακού σταθμού που έπαιζε έντεχνα, όταν όλη η υπόλοιπη ντόπια μπάντα των fm σκυλαντάριαζε το walkman μου. Ήταν πιο πριν οι διακριτικές μεταμεσονύκτιες καληνύχτες στο εθνικό δίκτυο της ΕΡΑ, που έπειθαν σιγά-σιγά τον οργανισμό μου για την αλλαγή του βιολογικού του ρολογιού. Ήταν παλιότερα, στα κρυφά, ένα καινούριο τραγούδι του Θεοδωράκη που ξέφευγε της απύθμενης βλακείας των λογοκριτών κι έστηνε μικρές θαρραλέες επαναστάσεις μέσα σε φαινομενικά δειλά σώματα. Ήταν τα χρόνια της “μοντέρνας” μουσικής. Το κουβάλημα του τρανσίστορ παντού, σε εξοχή, σε θάλασσα, σε πάρτι και οι -με την πρώτη ευκαιρία- κινήσεις μερικών παλαβά χαρούμενων χορών. Και ακόμη πιο πίσω, τότε που οι σειρήνες ούρλιαζαν, που οι μπότες έστηναν τρόμου ανατριχίλες με τα βήματά τους και οι ειδήσεις των ξένων δικτύων λαθρακούγονταν ως ευαγγελικά λόγια μιας νίκης που θα ‘ρχόταν. Κι ήταν στην Αμερική του Μεσοπολέμου, μπλουζ νότες βραχνής χροιάς που μούλιαζαν στην υγρασία τους έναν αιώνα που ετοιμαζόταν να δείξει το χειρότερό του πρόσωπο. Κι ήταν κι άλλα. Κι είναι άλλα, πολλά ακόμη. Όσο κλείνω τα μάτια μπορώ να γράφω. Όσο σωπαίνω και σκέφτομαι μπορώ να ακούω.
Δε θα συνεχίσω όμως. Τέτοιους πίνακες έχουμε ζωγραφίσει όλοι μας κι εγώ σήμερα δεν είμαι εδώ για να ονοματίσω του καθενός τα εκθέματα. Δεν υπάρχει τέτοιος λόγος. Τα ονόματα, εξάλλου, είναι το κοινωνικό συμβόλαιο μιας και μοναδικής θύμησης και οι ραδιοφωνικές μας εμπειρίες δεν ενέχουν αυτό το “και μοναδικής”. Σήμερα μιλάμε για ένα μέσο που άλλαξε τόσο κι έτσι τον κόσμο όσο ελάχιστα άλλα το έκαναν στα χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτόν τον πλανήτη. Μιλάμε για ένα μέσο που θα έβαζε σε δίλημμα τον Προμηθέα, αν τότε που ανηφόρησε προς τη Λήμνο, το είχε ήδη για συντροφιά στο εργαστήρι του ο Ήφαιστος. Είναι αυτό που αρνήθηκε να συμβιβαστεί στο ότι η έκφραση “φέρνω κάτι κοντά” δε γίνεται να συνδεθεί με την ακοή. Σήμερα ακουμπάμε την ψυχή μας στο χαλί-πομπό των ραδιοφωνικών κυμάτων και την αφήνουμε να ταξιδέψει πάνω απ’ τον κόσμο αναζητώντας μαρκονιστές-δέκτες της τρυφερότητάς της. Αυτής και του μέσου το οποίο λατρεύει.
Η μνήμη όμως, θέλει σώμα για να σταθεί, να ντυθεί. Θέλει το παρόν γυμνασμένο, σε καλή φυσική και σωματική κατάσταση, θέλει να μπορεί να στήνει ασπίδες απέναντι σε κράμπες, ζαλάδες, πιασίματα που προκαλούν κινήσεις απότομες όπως το στρίψιμο του κεφαλιού και η εστίαση προς τα πίσω. Και το παρόν του ραδιοφώνου είναι υγιές, είναι δυνατό, δεν φέρει παθογόνα άγχη επιβίωσης. Έχει ξεπεράσει τις φοβίες του της προηγούμενης δεκαετίας. Η αντιπαλότητα και αρχικά φαινομενική κατατρόπωσή του απ’ το διαδίκτυο, εξελίχτηκε σε φλερτ κι εν τέλει παθιασμένο έρωτα μαζί του. Το web radio είναι μέρος της ζωής μας πια, έχει προστεθεί στο καλάθι των αναγκών μας και ως παλιός καλός παρηγορητής και πνευματικός, με τη βοήθεια του φωτός, μας ξεσκοτεινιάζει ένα σωρό μοναξιές. Τότε, ήταν ένα φωτισμένο καντράν, τώρα δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και τα αναμμένα φωτάκια στο χάρτη στην οθόνη ενός υπολογιστή.
*Ο πίνακας είναι της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου