Κυριακή, 9 Νοέμβρη, περίπου τρεις το πρωί. Ειδομένη. Ένας πιτσιρίκος κρατάει την αδερφή του αγκαλιά. Εκεί δίπλα είναι μια μικρή σόμπα υγραερίου. Την κρατάει για ώρα, σαν και για χρόνια. Αφηρημένος. Πριν τη συνέχεια του ταξιδιού τους, πριν βγουν πάλι στο κρύο, να τη ζεστάνει όσο γίνεται. Κάποια στιγμή έρχεται η μητέρα τους. Της δίνει ένα μπιμπερό με γάλα. Το κρατάει ο πιτσιρίκος. Φεύγει η μητέρα. Παραμένει αφηρημένος. Δεν κοιτάει τη σόμπα, δεν κοιτάει πίσω του ένα πανί που πάνω του κάποιος προβολέας δείχνει Tom & Jerry. Τίποτα. Βλέμμα χαμένο.
Κοντά τέσσερις το πρωί. Ο μικρός ακόμη εκεί. Πλέον, πολλά ακόμη παιδιά τριγύρω. Η θερμοκρασία έξω πλησιάζει τους μηδέν βαθμούς. Τα παιδιά που βλέπω κάθε φορά εδώ είναι χαρούμενα. Παίζουν, στήνουν παρέες απ’ το πουθενά, ζωγραφίζουν στο πρώτο λευκό χαρτί που θα βρουν, γελάνε στο μισό αστείο που θα τους κάνεις. Νασίμ, Νασίμα, Γουάλιντ, Άλι, Μαχμούτ… Φωνάζουν ονόματα που πια έχουν γίνει και δική μας οικειότητα. Εδώ και μήνες γνωρίζω λιγότερους Δημήτρηδες, Μαρίες, Γιάννηδες, Κωνσταντίνες…
Τον ρωτήσαμε αν θέλει σκουφάκι για τη μικρή, αν είναι εντάξει από ρούχα. Χαμογέλασε, ένα “ok” άφησε να φύγει, τη σκέπασε καλύτερα. Μπισκότο; Πάλι χαμόγελο. Το πήρε. Ένα πιτσιρίκι, άλλη μια οικογένεια στα μισά του δρόμου τους. Ίσως πρώτη του φορά μπήκε σε βάρκα, ίσως πρώτη του φορά διέσχισε θάλασσα, έφυγε απ’ τη χώρα του. Εικόνες και άνθρωποι σε διαρκή εναλλαγή. Αυτά βλέπω στο χαμένο του βλέμμα, αυτά φαίνονται σε πρώτο πλάνο. Ίσως και ό,τι έμεινε πίσω. Μια γειτονιά, ένα σχολείο, κάποιοι φίλοι, κάποιοι συγγενείς. Και βέβαια η κούραση, ο λίγος ύπνος, το κρύο, η αβεβαιότητα για τη συνέχεια. Και η δύναμη. Σίγουρα η πολλή δύναμη. Η δύναμη για να προστατεύσει τη μικρή, για να βγει αλώβητος ο ίδιος, για να πει ένα ακόμη “νίκησα” απέναντι στις τόσες ήττες που έχει να του αντιπαραβάλλει ο δικός μας κόσμος, των ενηλίκων.