Του Άρη Κεραμάρη
“Δεν ξέρω πόση ώρα την κοίταζα. Έτσι νόμιζα. Μάλλον εκείνη με κοίταζε. Πόσες αντιφάσεις σε μια εικόνα…”
Στάθηκε βιαστική για μια φωτογραφία με τα μάτια κλαμένα να δείξει. Να δείξει, με τα δάχτυλα τρεμάμενα, αυτό που έμαθε από μικρή… βλέποντας τον Άπο. Όπως οι χριστιανοί μαθαίνουν τον σταυρό τους.
Με το κορμάκι δυσανάλογα φορτωμένο.
Κυριακή απόγευμα κι εγώ σκεφτόμουν τον ήχο του, σαν παρατημένο παιχνίδι, σαν σφύριγμα λήξης, σαν σκιές που σκαρφαλώνουν στους τοίχους. Τυχερός όποιος έζησε παιδικά χρόνια και μπορεί να μελαγχολεί για βλακείες, τα Κυριακάτικα απογεύματα.
Εκείνη, δεν σκεφτόταν.
Η καρδιά της, χτυπούσε εκείνης.
Με τον τρόπο που χτυπάει όταν είσαι μόνος μ ένα φανάρι σε ένα σκοτεινό μονοπάτι ή ακόμα χειρότερα με τον τρόπο που χτυπάει όταν τρέχεις να προλάβεις.
Πόσες αντιφάσεις στον κόσμο.
Το κορίτσι θέλεις να το αγκαλιάσεις σαν αδερφή σου. Να του πεις κάτι να γελάσει. Να το πάρεις ως δια μαγείας από εκεί και να την αφήσεις να κάνει το μπάνιο της, σε ένα ποτάμι.
Δεν έχει χρόνο. Πρέπει να προλάβει.
Την ώρα που εμείς εκτονωνόμαστε στο χαρτί υπέρ της, διαπιστώνοντας και αναλύοντας αντιθέσεις, αντιφάσεις στον κόσμο… εκείνη ακούραστη, μέσα σε ρούχα που πλέει, πρέπει να σώσει πράγματα χαμένα κι όλες τις μικρές στιγμές που κάνουν την λέξη, “άνθρωπος”, να ακούγεται σπουδαία.
Ναι αυτή. Δεν είναι η Ναλίν Αφρίν. Είναι η Λίλια για πάντα.
Η Φωτογραφία και το κείμενο, είναι 5 χρόνια πίσω. Τότε ISIS, τώρα Τουρκία. Τίποτα δεν άλλαξε.