Όταν οι Clutch επισκέφθηκαν “τον αγαπημένο προορισμό και το καλύτερο κοινό” της περιοδείας τους.
Ένα πρωτοφανώς και ευχάριστα έντονο συναυλιακό καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του και, ανάμεσα σε όσους κλήθηκαν να ρίξουν την αυλαία στην Αθήνα, βρίσκεται και το διαχρονικά αγαπημένο και για πολλούς λόγους ταιριαστό μουσικό δίδυμο Mastodon και Clutch. Και μπορεί οι πρώτοι να κλείνουν επίσημα το καλοκαίρι στις 30/08, όμως οι δεύτεροι ανέλαβαν να θυμίσουν στους Αθηναίους που λες και επέστρεψαν ταυτόχρονα από διακοπές ότι—παρά τους δροσερούς ανέμους και τους γεμάτους δρόμους—η πρωτεύουσα μυρίζει ακόμα καλοκαίρι.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Gagarin 205, όπου ο Jello Biafra χάριζε εναλλακτικές καθώς διασκεύαζε το “Nazi Punks Fuck Off” για τα μάτια του Trump και του ενισχυμένου ρατσισμού στις ΗΠΑ, το θέαμα στην Ιερά Οδό ξεκίνησε στις 21.00, με τους Έλληνες Tuber να δίνουν το σύνθημα και φυσικά να καλλιεργούν την ιδανική ατμόσφαιρα για μία τέτοια βραδιά. Έχοντας επιστρέψει από την ευρωπαϊκή τους περιοδεία καθώς και μία μεγάλη εμφάνιση στο Exit Festival στα μέσα του καλοκαιριού, οι Σερραίοι ποστ ροκάδες φρόντισαν να μας χαρίσουν μία αψεγάδιαστη ερμηνεία, με μελωδικές πλην δυνατές ατμοσφαιρικές συνθέσεις. Τα έντονα groovy, desert rock στοιχεία με τα οποία ντύνουν τις post ψυχεδέλειες τους αφενός έδεσαν καταπληκτικά με το ύφος της επικείμενης εμφάνισης των Clutch, αφετέρου ενίσχυσαν καταλυτικά το χαρακτηριστικό της instrumental σύνθεσης, που δεν είναι άλλο από την ελευθερία που οφείλει να δίνει στον ακροατή να ταξιδέψει στην ιστορία που ο ίδιος δημιουργεί με όπλο την απουσία των φωνητικών. Αν πρέπει να γράψω ότι κάτι μας ενόχλησε από την εμφάνιση των Tuber, αυτό θα ήταν αναμφίβολα η πρόωρη λήξη της λόγω κάποιου τεχνικού προβλήματος• αν δε με γέλασαν τα αυτιά μου (διόλου απίθανο στο κατάμεστο venue της Ιεράς Οδού) κάτι σχετικό με τα μουσικά τους όργανα ήταν η αιτία. Η πολύ θετική εντύπωση που δημιούργησαν οι Tuber, όμως, σίγουρα δεν είναι δική μου ιδέα αφού αποτυπώθηκε και στο αναπάντεχα θερμό χειροκρότημα που το κοινό τούς επιφύλαξε κατά την ανακοίνωση της πρόωρης διακοπής αυτής και την έξοδό τους από την σκηνή.
Και υπό το ίδιο δυνατό χειροκρότημα ανέβηκε στη σκηνή το main act της βραδιάς, μόλις λίγα λεπτά μετά τις 22.30 και κάτι περισσότερο από δύο χρόνια μετά την τελευταία τους επίσκεψη στην Αθήνα. Από τον Ιούνιο του 2014, όμως, οι Clutch κυκλοφόρησαν έναν καινούργιο δίσκο: μπορεί το “Earth Rocker” να είναι το δυναμικό rock’n’roll μείγμα από blues, metal, progressive, psychedelic και funk στοιχεία που τους ξεκόλλησε από την blues rock εμμονή τους και τους καταξίωσε παγκοσμίως ως ένα κτήνος της μετά βίας επιζώσης σύγχρονης hard rock, όμως το φρέσκο “Psychic Warfare” (2015) είναι αυτό που διεύρυνε ακόμη περισσότερο την γκάμα των μουσικών στοιχείων που τους απαρτίζουν και το οποίο εκτίναξε τη θέση τους στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά charts. Με το “Psychic Warfare” στις αποσκευές και την επίγνωση της επιτυχίας αυτού, λοιπόν, οι Clutch επισκέφθηκαν “τον αγαπημένο προορισμό και το καλύτερο κοινό” της περιοδείας τους, όπως οι ίδιοι θα σημείωναν αργότερα (και όπως, απρόθυμα υποθέτουμε, δηλώνουν μπροστά σε κάθε τους κοινό).
Δεν μας έκανε, επομένως, καμία εντύπωση το γεγονός ότι η συναυλία τους περιστράφηκε γύρω από το “Psychic Warfare”, αφού η setlist της βραδιάς περιελάμβανε οκτώ από τα δώδεκα συνολικά κομμάτια του δίσκου, επισκιάζοντας όλη την προηγούμενη δισκογραφία τους από την οποία ακούστηκαν μόνο τα χιτάκια. Έτσι, ξεκινώντας με θεωρίες συνωμοσίας, ζώδια και ντρόγκια στο καταιγιστικό X-Ray Visions (αδιαμφισβήτητα η ναυαρχίδα του δίσκου) και πολεμοχαρείς κορασίδες στο Firebirds!, η παρέα του εντυπωσιακά λιτού και ουσιώδους Neil Fallon ξεσηκώνει με το “καλησπέρα” το ενθουσιώδες κοινό. Με ένα σύντομο διάλειμμα με το Burning Beard, η Ιερά Οδός εξακολούθησε να σείεται στους ρυθμούς του “Psychic Warfare” με τα Decapitation Blues, Son of Virginia και Noble Savage, με τα καθηλωτικά riffάκια και μελωδικά drums του επικού επτάλεπτου στο δεύτερο εκ των οποίων να ξεχωρίζουν.
Παραμερίζοντας για λίγο την πρόσφατη δουλειά τους, οι Clutch μας μεταφέρουν πάνω από δύο δεκαετίες πίσω στο παρελθόν, και συγκεκριμένα στο ομώνυμο “Clutch” (1995), από το οποίο ερμήνευσαν τα αχώριστα Escape from the Prison Planet και Spacegrass. T minus whenever it feels right, λοιπόν, και βρίσκω αδιανόητα δύσκολο να περιγράψω την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα που οι αγαπημένοι στονεράδες του ελληνικού κοινού κατάφεραν να δημιουργήσουν με το τελευταίο. Παραδόξως, η μοναδική αναφορά στο “Earth Rocker” υπήρξε αυτή στο D.C. Sound Attack!, ενδεχομένως απογοητεύοντας ορισμένους που ήλπιζαν ότι δε θα αδικούσαν τόσο τον συγκεκριμένο δίσκο—αλλά επί της ουσίας αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για ένα συγκρότημα που δεν επαναπαύεται ή εμμένει στις δισκογραφικές επιτυχίες του παρελθόντος, όσο μεγάλες κι αν είναι, όπως κάνουν τόσα και τόσα άλλα. Απεναντίας, δύνανται να προσαρμόσουν το live act τους στις ανάγκες μίας περιοδείας, το εξελίσσουν παράλληλα με τη μουσική τους και δε διστάζουν να επιδεικνύουν το ευρύ τους μουσικό οπλοστάσιο με το οποίο μπορούν να διασκεδάσουν το κοινό τους.
Με το ξεκαρδιστικά υπερφυσικό και ξεσηκωτικό Sucker for the Witch, τα άρρωστα riffs του A Quick Death in Texas και το—λιακοπουλικό, όπως λέει και ένας φίλος, αναφερόμενος στους στίχους—Behold the Colossus, οι Clutch έκλεισαν το κεφάλαιο “Psychic Warfare”. Οδεύοντας προς το επικό τέλος της κανονικής διάρκειας του live και μετά από το εντυπωσιακά υποβλητικό Cypress Grove (και πριν τη δική τους εκδοχή του Gravel Road), ήρθε η στιγμή που οι περισσότεροι περίμεναν: σε πλήρη μέθεξη και με μία φωνή, το ενθουσιασμένο κοινό τραγούδησε μέχρι και τη στίξη του The Regulator, το οποίο μάλλον αποτέλεσε και το αναμενόμενο highlight της συναυλίας. Μετά το καθιερωμένο διάλειμμα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι θεατές δεν σταμάτησαν λεπτό να απαιτούν ρυθμικά ότι θέλουν κι άλλο ζητωκραυγάζοντας το όνομα της μπάντας, ήρθε και η ώρα του δυναμικού encore. Οι Clutch προφανώς υπέκυψαν και έβαλαν τους innocent bystanders into a trance, αλλά σε αντάλλαγμα σίγουρα δεν έμειναν ασυγκίνητοι από την καθηλωτική συμμετοχή του κοινού, τόσο στο The Mob Goes Wild όσο και στο μεγαλύτερο χιτάκι τους Electric Worry με το οποίο (και το σύντομο One Eye Dollar) μας αποχαιρέτησαν μέχρι την επόμενη φορά.
Όπως προεξοφλούσε και ο Νίκος Παπανικολάου, κάθε live των Clutch είναι μία αξέχαστη εμπειρία, με τη σκληρή μελωδικότητα τους να λειτουργεί ως διεγερτικό ναρκωτικό, από την πρώτη έως και την τελευταία νότα που θα παίξουν. Εάν κάτι, όμως, μας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι το ταλέντο του frontman, Neil Patrick Fallon, δεν περιορίζεται στη μουσική διάσταση: χωρίς πολλά λόγια και με μία εκπληκτικά περιορισμένη προσπάθεια, κατάφερε να αναπτύξει μία ιδιαίτερη επικοινωνία με το κοινό. Μοναδικό μελανό σημείο της συναυλίας υπήρξε η ανυπόφορα υψηλή θερμοκρασία εντός του venue. Πέραν αυτού, ο ήχος—τουλάχιστον από εκεί που βρισκόμασταν εμείς—ήταν πολύ περισσότερο από ικανοποιητικός, προβλήματα στη διοργάνωση δεν παρατηρήσαμε, και ο κόσμος φάνηκε να απολαμβάνει το θέαμα.
*Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου