Από τους Αλέξανδρο Νίκα και Νίκο Παπανικολάου
#LiveReport: Ejekt Festival Day 1
DJ Zenn & Kid Angelo, Σtella, Crystal Castles, James, Editors, Velix, Dimitri Vegas & Like Mike στην Πλατεία Νερού.
Με το καλοκαίρι να έχει φτάσει, σχεδόν, στη μέση του και με τη φεστιβαλική περίοδο να έχει ξεκινήσει προ πολλού ήρθε η ώρα και για το Ejekt Festival να ανοίξει τις πόρτες του. Στην πρώτη από τις δύο μεγάλες μέρες του (ακολουθεί η κορύφωση με τους Muse), επέλεξε ένα lineup που ανταποκρινόταν σε κάθε μουσικό γούστο. Από το indie rock των Editors και τους ηλεκτρονικούς Crystal Castles ως την εκλεπτυσμένη ποπ της Σtella και την dance μουσική των Like Mike & Dimitri Vegas. Κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσες να αντιληφθείς από το μωσαϊκό του κόσμου που είχε αρχίσει να γεμίζει την Πλατεία Νερού λίγο μετά τις 17:00 όταν και άνοιξαν οι πόρτες.
DJ Zenn & Kid Angelo ήταν αυτοί που ανέλαβαν τη δύσκολη δουλειά, δηλαδή να αρχίσουν να παίζουν μπροστά σε λίγο κόσμο και με τις θερμοκρασίες να βρίσκονται σε υψηλά, προφανώς, επίπεδα. Η πιτσιρικαρία έσπευσε να πάει μπροστά στη σκηνή, όντας πιο εξοικειωμένη με τους ήχους των δύο DJ, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθούσε να βρει ένα σκιερό μέρος να καθίσει. Το set των δύο, το οποίο κράτησε σχεδόν μία ώρα, ήταν αρκετά δυναμικό ωστόσο χανόταν, μοιραία, μέσα στην, σχεδόν, άδεια, Πλατεία Νερού.
Η αγαπημένη Σtella ήταν αυτή που πήρε τη σκυτάλη από τους DJ Zenn & Kid Angelo και ανέβηκε στη σκηνή του Ejekt Festival δέκα λεπτά πριν τις πέντε. Χωρίς ίχνος άγχους και αντιλαμβανόμενη τη σπουδαιότητα του να παίζει σε ένα τέτοιο φεστιβάλ, η Σtella παρουσίασε ένα set το οποίο περιείχε κομμάτια από το επερχόμενο δεύτερο άλμπουμ της αλλά και πολλά από το εξαιρετικό πρώτο της. Στα 45 λεπτά που διήρκεσε η εμφάνιση της, ερμήνευσε κομμάτια όπως τα Detox, Picking Words, Works For You, The Map, Made To Attack και Promise I Made, μεταξύ άλλων, αποδεικνύοντας σε όλους γιατί θεωρείται ως το πιο σπουδαίο όνομα της εγχώριας ποπ σκηνής και τους λόγους για τους οποίους όλοι συζητάνε γύρω από τ’ όνομα της.
Το πρώτο μεγάλο όνομα της βραδιάς, οι Crystal Castles, χωρίς την Alice Glass στη σύνθεση τους και με την Edith Frances να την αντικαθιστά, ανέβηκαν στη σκηνή του Ejekt Festival γύρω στις 19:00. Με την ξεχωριστή της φιγούρα, τα κόκκινα μαλλιά της σε αντίθεση με τη λευκή της επιδερμίδα και αυτή τη δερμάτινη καμπαρντίνα υπό συνθήκες καύσωνα, η Edith με τον Ethan ξεκίνησαν την εμφάνιση τους πολύ δυνατά. Με κομμάτια από το επερχόμενο άλμπουμ τους και αρκετά από το προηγούμενο σε μία setlist μοιρασμένη αρκετά, με κομμάτια όπως τα Baptism, Celestica, Untrust Us, Frail, Wrath Of God και I’m Not In Love, έδειξαν να έχουν τη διάθεση αλλά φαίνεται να προδόθηκαν από τον πολύ δυνατό και κακό ήχο ο οποίος κατάπινε τα φωνητικά της Edith Frances. Αναμφισβήτητα οι Crystal Castles είναι ένα ντουέτο αρκετά ιδιαίτερο μουσικά, δεν είναι για όλα τα αυτιά και επ’ ουδενί δε χαρακτηρίζεται εμπορικό ή εύπεπτο. Ωστόσο αν είναι κανείς μυημένος στον ήχο τους, ξέρει πως είναι ένα ντουέτο το οποίο μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα, ωστόσο προχθές λίγο ο ήχος, λίγο ο κόσμος που ήταν εξοικειωμένος μαζί τους και λίγο το ότι ψάχνουν, σα νεοσύστατο ντουέτο, να βρουν τα πατήματα τους, τους οδήγησαν σε μία εμφάνιση μάλλον μέτρια.
Πλέον ήταν σειρά των βετεράνων James να ανέβουν γι’ άλλη μια φορά στη σκηνή του Ejekt Festival σε μια από τις πάμπολλες εμφανίσεις τους επί ελληνικού εδάφους. Έχοντας στις αποσκευές τους το νέο τους άλμπουμ, το οποίο δεν ήταν συναυλιακά δοκιμασμένο έπαιξαν ένα σετ που τους αδικεί, κατά τη γνώμη μου, σε μία εμφάνιση που κρίνεται αδιάφορη κι αυτό φάνηκε από την ανταπόκριση του κοινού αφού άπαντες περίμεναν να ακούσουν παλιότερα κομμάτια, κάτι που δε συνέβη ποτέ. Ο κόσμος έδειξε να ξεσηκώνεται όταν ο Tim Booth άρχισε να ερμηνεύσει παλιότερα κομμάτια των James, όπως τα Waltzing Alone, Sit Down, She’s A Star, Just Like Fred Astaire, Come Home και Sometimes ενώ αντίθετα στα νέα κομμάτια της μπάντας, ο κόσμος έστεκε κάπως αμήχανος. Στις ιδιαίτερες στιγμές της εμφάνισης τους ήταν το stage diving που έκανε ο Tim Booth αλλά και η αφιέρωση του Moving On σε μία φίλη του που απεβίωσε πρόσφατα, ωστόσο δε μπορεί να παραβλέψει κανείς τις μεγάλες απουσίες κομματιών από τη setlist τους, κομμάτια όπως τα Getting Away With It, Senorita, Laid, Lose Control και πολλών ακόμη. Ωστόσο, επειδή οι James πάντα μας χαρίζουν ωραία live, δε θα ήθελα σε καμία περίπτωση να τους αδικήσω για μία εμφάνιση που ήταν μέτρια, καθώς είμαι σίγουρος πως θα μας αποζημιώσουν στο εγγύς μέλλον.
Ελάχιστα λεπτά πριν τις 22:30, ο κόσμος επιτέλους υποδέχεται ενθουσιωδώς το μεγάλο όνομα της βραδιάς, καθώς τα μέλη των Editors ανεβαίνουν στην σκηνή με τελευταίο τον Tom Smith, για τον οποίο τα πλήθη επιφύλασσαν το πιο θερμό χειροκρότημα, να βγαίνει υπό τη μουσική υπόκρουση της εισαγωγής του εναρκτήριου No Harm, με το γνωστό μαύρο δερμάτινο του και ένα πολλά υποσχόμενο για το υπόλοιπο της βραδιάς χαμόγελο. Και αν η σκοτεινή ατμόσφαιρα, ο χαμηλός φωτισμός και οι μαγευτικές εναλλαγές μεταξύ των κλασικών βαρύτονων φωνητικών και του χαρακτηριστικού φαλτσέτο που συνόδευσαν το κομμάτι —το οποίο είχε ανοίξει και την συναυλία του Δεκεμβρίου στο Gazi Music Hall— δεν ενδείκνυνται για να ξεσηκώσουν το ελληνικό κοινό, τότε το Sugar που θα ακολουθούσε ήταν καταδικασμένο να επιτύχει. Ο Tom γνωρίζει την ιδιαίτερη αγάπη που έχουμε εδώ για το συγκεκριμένο κομμάτι, αφού πάνω απ’ όλα, ακόμη και πάνω από το ανεξάντλητο και αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, ο frontman των Editors είναι ένας ασυναγώνιστος showman, κάτι που δεν έχανε την ευκαιρία να μας επιδεικνύει κάθε δευτερόλεπτο: από το ειλικρινές πάθος του για κάθε στίχο που ξεστόμιζε μέχρι τις εντυπωσιακές χορευτικές κινήσεις του και τις παιχνιδιάρικες ματιές που μοίραζε σε όλο το κοινό της Πλατείας Νερού αλλάζοντας διαρκώς θέση στη σκηνή.
Αυτήν τη φορά, όμως, το απολαυστικά κυκλοθυμικό Smokers Outside the Hospital Doors δεν αποτέλεσε τον προσωπικό, acoustic παιδότοπο του, αλλά ερμηνεύτηκε κανονικά προτού παραδώσει την σκυτάλη στο Life Is A Fear, από τον τελευταίο δίσκο ‘In Dream’, τα συγκλονιστικά δεύτερα φωνητικά του οποίου επιτέλους κάποιος πρέπει να εγκωμιάσει. Με τις διαχρονικές επιτυχίες An End Has A Start και Bones, η setlist ξαναπαίρνει φωτιά και το κοινό αναπόφευκτα χορεύει στους κιθαριστικούς ρυθμούς, ενώ λίγο μετά το λατρεμένο Formaldehyde είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε μία πρώτη επαφή με το ακυκλοφόρητο The Pulse. Αντιμετωπίσαμε, η αλήθεια είναι, μία δυσκολία με τον ήχο που έφτανε στα αυτιά μας αναφορικά με τα ηλεκτρονικά στοιχεία στην αρχή του κομματιού, αλλά στην πορεία και με την συμμετοχή όλων των οργάνων καταφέραμε να το παρακολουθήσουμε —μας άφησε μία πολύ ευχάριστη γεύση, ιδιαίτερα χάριν στις δύο αλλεπάλληλες κορυφώσεις προς το τέλος.
Κατόπιν παρότρυνσης του Elliot Williams (πλήκτρα), το κοινό θα συμμετάσχει ενεργά στην ερμηνεία του επίσης πολύ αγαπημένου στη χώρα μας Eat Raw Meat = Blood Drool, ενώ το The Racing Rats θα απογειώσει ολόκληρη την Πλατεία Νερού που θα τραγουδάει ασταμάτητα. Με εξαίρεση το επίσης ξεσηκωτικό Munich κάπου ενδιάμεσα, οι Editors θα ρίξουν ελαφρώς το tempo, κάνοντας επίθεση στον κομφορισμό με το Forgiveness, ταξιδεύοντας μας στο διάστημα με το All The Kings, αλλά και πίσω στον χρόνο με τις gothic πινελιές του Open Your Arms από το μακρινό ‘The Back Room’. Στη συνέχεια, οι πρωταγωνιστές της πρώτης μέρας του φετινού Ejekt Festival ερμήνευσαν το Ocean of Night, ζητώντας μας σε έναν αργό χορό υπό τις μαγευτικές νότες ενός πιάνου και της γραμμής που αυτό ρητά υπαγόρευε στον πολύ χαρακτηριστικό κιθαριστικό ρυθμό, ενώ μας γέμισαν ένα τόνο αγάπης και άλλον έναν διασκεδαστικής προσμονής για μία έστω ευκαιρία στην επιθυμία με το A Ton Of Love.
Καλά είναι τα διαλείμματα και τα encore, αλλά ο Tom Smith αποφάσισε να μην ακολουθήσει το υπόλοιπο συγκρότημα στα backstage· αυτό που θα ακολουθούσε πολλοί το ήθελαν, αλλά λίγοι το είχαν φανταστεί και ακόμη λιγότεροι το υποψιάζονταν. Πριν λίγες μέρες, ένας φίλος θα είχε την χαρά και τιμή να πάρει συνέντευξη από τους Editors ενόψει της συναυλίας και, γνωρίζοντας καλά πόσο τρελαμένοι είμαστε με την πάρτη τους, μας ρώτησε αν θα θέλαμε να ρωτήσει κάτι συγκεκριμένο. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, αναρωτηθήκαμε αν σκόπευαν να ερμηνεύσουν ζωντανά την εξαιρετικά σπάνια στις συναυλιακές τους εμφανίσεις επιλογή τους, το No Sound But The Wind, με αφορμή την υφιστάμενη προσφυγική κρίση και την αξιοσημείωτη φιλοξενία με την οποία οι Έλληνες αντιμετώπισαν τα θύματα αυτής της κατάφωρης αδικίας. Η απάντηση του Ed Lay, φυσικά, συνοψίζεται σε μερικές αλληλέγγυες κουβέντες θλίψης για την απογοητευτική αντιμετώπιση που επιφύλαξαν συνολικά οι Ευρωπαίοι στους πρόσφυγες, πρόδωσε όμως και την έκπληξή του σε ένα βαθμό, και έκλεισε με την υπόσχεση ότι «ίσως και να το ερμηνεύσουμε… θα προσπαθήσουμε από την πλευρά μας να βοηθήσουμε με τον δικό μας τρόπο.» Δεν γνωρίζουμε αν έπαιξε κάποιο ρόλο εν τέλει η ερώτηση, άλλωστε σπάνια παίζει ρόλο μία ερώτηση, αλλά εμείς θα επιλέξουμε να πιστεύουμε ότι βάλαμε το λιθαράκι μας σε αυτήν τη στιγμή που θα θυμόμαστε για καιρό.
Όπως και να ‘χει, ένα είναι σίγουρο: η συγκλονιστική ερμηνεία αυτού του διαμαντιού που μας χάρισε ο Tom Smith στο πιάνο υπήρξε το highlight ολόκληρης της βραδιάς, αφήνοντας το κοινό σαστισμένο, με κομμένη την αναπνοή, δάκρυα στα μάτια και την αίσθηση του υπερήρωα. Κι επειδή ο ίδιος ο Smith δεν ικανοποίησε τη δίψα του για σόλο ερμηνεία, έφερε στην Πλατεία Νερού και απέτισε φόρο τιμής στον Bruce Springsteen, ερμηνεύοντας το Dancing In The Dark του The Boss, κάνοντας την καρδιά μας να σπάσει σε χίλια κομμάτια και το μυαλό μας να ταξιδέψει μακριά.
Η μαγεία, όμως, σε ένα gig των Editors δεν τελειώνει προτού το κοινό αφήσει τον ιδρώτα του και τα κόκαλα του στο venue, χορεύοντας το Papillon σα να μην υπάρχει αύριο, τη διάρκεια του οποίου οι Editors που είχαν φυσικά πλέον επιστρέψει συνολικά στη σκηνή φρόντισαν να επεκτείνουν. Ο επίλογος της αξέχαστης αυτής συναυλίας γράφτηκε με το Marching Orders, με το οποίο παραδοσιακά πλέον επιλέγουν να κλείνουν τις εμφανίσεις τους.
Η αγάπη μεταξύ Editors και ελληνικού κοινού είναι αμοιβαία· δεν ξέρω ποιο άλλο κοινό θα ανταποκρινόταν τόσο θεαματικά θερμά σε τόσο συχνά καλέσματα των Editors και θα έκανε έως και mosh pit σε συναυλία τους. Και ας έμειναν αυτοί ανάλγητοι στο αίτημα πολλών να ακούσουν το μοναδικό The Phone Book, το οποίο διαχρονικά λάμπει δια της ενοχλητικής απουσίας του, κάνοντας αυτήν τη φορά παρέα στα Nothing και Blood που επίσης θα θέλαμε πολύ να είχαμε απολαύσει.
Η συνέχεια άνηκε στο πιο χορευτικό κοινό καθώς τόσο ο Velix όσο και οι Like Mike & Dimitri Vegas μετέτρεψαν το Ejekt Festival σε ένα ατελείωτο dance party που κράτησε ως τα ξημερώματα. Το αλκοόλ έρεε άφθονο, ο κόσμος χόρευε ασταμάτητα, τα κορίτσια φιλιόντουσαν με τα αγόρια τους και γενικότερα ήταν ένα εξαιρετικό κλείσιμο για την πρώτη ημέρα του Ejekt Festival η οποία στέφθηκε με επιτυχία παρά τις όποιες ενστάσεις μπορεί να υπάρχουν. Αναμφισβήτητα ήταν ένα lineup που στήθηκε γύρω από τους Editors, οι οποίοι δικαίωσαν απόλυτα τις προσδοκίες ενώ παράλληλα το Ejekt δείχνει να θέλει να ικανοποιήσει και το κοινό της dance μουσική σκηνής, το οποίο ανταποκρίνεται στο κάλεσμα αυτό. Με το συναυλιακό καλοκαίρι να οδεύει στο τέλος του, το Ejekt Festival προετοιμάζεται πλέον για τη μεγάλη εμφάνιση των Muse στις 23 Ιουλίου, εκεί που η καλοκαιρινή συναυλιακή σεζόν θα κλείσει, επίσημα, με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο.
#LiveReport: Ejekt Festival Day 2
Με Muse, Unkle, Temples και Ilia Darlin!
Έχοντας περάσει, ήδη, εννιά χρόνια από την τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα και μόνο η ανακοίνωση της εμφάνισης των Muse στη δεύτερη ημέρα του Ejekt Festival ήταν από μόνη της η είδηση της χρονιάς, τουλάχιστον μέχρι το βράδυ της 23ης του Ιουλίου. Εκεί που η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολλαπλάσιες φορές καλύτερη από τη φαντασία του καθενός μας, σε μία εμφάνιση που θα θυμόμαστε για πολλά πολλά χρόνια. Μία ασφυκτικά γεμάτη Πλατεία Νερού, ένα κοινό που έδειχνε να μετράει ακόμη και τα λεπτά μέχρι να ακούσει τις πρώτες νότες της κιθάρας του Matt Bellamy, σε ένα μακρύ συναυλιακό καλοκαίρι που έκλεισε με τον πιο μαγικό τρόπο.
Με τις πόρτες να ανοίγουν από τις 15:00, ήταν αρκετοί αυτοί που αψήφησαν την υπερβολική ζέστη και κατηφόρισαν από νωρίς στην Πλατεία Νερού για να πιάσουν μία θέση μπροστά από τη σκηνή. Αρκετοί, μάλιστα, εξ’ αυτών ήταν από άλλες χώρες, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί την Αθήνα για να δουν, ίσως, τη μεγαλύτερη stadium rock μπάντα που υπάρχει σήμερα στον πλανήτη. Ποδαρικό στη δεύτερη μέρα του Ejekt Festival έκανε η Ilia Darlin, το μοναδικό ελληνικό όνομα του lineup. Έχοντας στην φαρέτρα της την πολύ καλή της φωνή και το εντυπωσιακό της εμφάνισης της, είχε αυτό τον άχαρο ρόλο να προσπαθήσει να κάνει το δικό της σόου μπροστά σε ένα κοινό που έδειχνε να μην έχει τη διάθεση να την παρακολουθήσει, παρά τις τίμιες προσπάθειες της. Προσπαθώντας να παρουσιάσει ένα άλλο είδος ποπ, πιο καλλιτεχνικό, η Ilia θα ήταν ένα εξαιρετικό opening act για μία πιο ποπ συναυλία, στην οποία θα μπορούσε να εκτιμηθεί καλύτερα το ταλέντο της. Ωστόσο για μία μέρα της οποία το lineup περιλάμβανε Muse, Unkle και Temples, η επιλογή της Ilia αποδείχθηκε, μάλλον, άστοχη.
Οι Temples, από την άλλη, που διαδέχθηκαν την Ilia Darlin όχι μόνο άστοχη επιλογή δεν ήταν αλλά αντιθέτως μία μοναδική ευκαιρία να δούμε μία μπάντα εν τη γενέσει της. Με το πρώτο τους άλμπουμ, Sun Structures, να έχει κυκλοφορήσει το 2014, οι Temples είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες της σημερινής psychedelic rock. Οι τέσσερις Βρετανοί είχαν εξαιρετική χημεία επί σκηνής, με το μόνο μείον να είναι ο ήχος κάτι που δε τους πτόησε ωστόσο, παρουσιάζοντας μας μία setlist εννέα κομματιών, δύο εκ των οποίων ήταν καινούργια. Επιπλέον, έδειξαν να είναι μία μπάντα αμιγώς μουσική, εννοώντας πως δεν είχαν καμία διάθεση να επιδοθούν σε σκηνικά τρικ ή αλχημείες. Ξέρουν πως το δυνατό τους κομμάτι είναι η μουσική τους και αυτό είναι που θέλουν να προβάλλουν, όχι άδικα μιας και μιλάμε για ένα από τα ονόματα που θα κάνουν τη διαφορά στο μέλλον, βάσει των τωρινών τους δυνατοτήτων. Από τη μικρή, αλλά συμπαγή setlist τους, δεν έλειπαν κομμάτια όπως τα Colours To Life, A Question Isn’t Answered, Sun Structures, Shelter Song και Keep In The Dark ενώ τα δύο νέα, πρώτο δείγμα από το νέο τους άλμπουμ, προμηνύουν έναν πολύ καλό δεύτερο δίσκο.
Το “παρά ένα” πριν τους Muse, οι εξαιρετικοί Unkle ήταν αυτό που ελπίζαμε να δούμε. Η αλήθεια είναι πως το 2010 όταν τους είχα δει πάλι σε Ejekt με είχαν απογοητεύσει ελαφρώς. Ωστόσο, πάντα ήξερα πως η τότε τους εμφάνιση υπήρξε απλά μία παραφωνία, κάτι που μου απέδειξαν με τον πιο περίτρανο τρόπο το Σάββατο το βράδυ. Με έναν εξαιρετικό ήχο και μία setlist από την οποία δεν έλειπαν όλα τα αγαπημένα μας κομμάτια τους, οι Unkle έβγαλαν στη σκηνή μία μοναδική ενέργεια, απολαμβάνοντας το πλήθος του κόσμου που είχαν μπροστά τους και παράλληλα να μας προετοιμάσουν και γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Το κοινό έδειξε να παρασύρεται στους ρυθμούς τους και σε κομμάτια όπως τα Hold My Hand, Restless, Burn My Shadow, Heaven, Lonely Soul, The Answer, Reign και Touch Me, καταφέρνοντας να αποσπάσουν, δίκαια, ένα πολύ θερμό χειροκρότημα στο τέλος της εμφάνισης τους, μίας εμφάνισης που ήρθε για να ξορκίσει αυτή του 2010 μια για πάντα και μία εμφάνιση που έδειξε από την αρχή μέχρι το τέλος της πως οι Unkle αποτελούν ένα πολύ σπουδαίο συγκρότημα.
Με μία πολύ μικρή αλλά αισθητή —καθώς δε βλέπαμε την ώρα— χρονική απόκλιση από το πρόγραμμα, ο ενοχλητικός drill sergeant από τον τελευταίο δίσκο θα κάνει την εμφάνισή του στα video walls για αυτά τα χαρακτηριστικά 20 δευτερόλεπτα, όσα δηλαδή χρειάστηκαν οι γίγαντες της σύγχρονης ροκ για να ανέβουν στην σκηνή αλλά και οι περίπου τριάντα χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν στην Πλατεία Νερού για να συνειδητοποιήσουν τι επρόκειτο να ζήσουν. Από το σημείο εκείνο και μέχρι το τέλος της βραδιάς, το εκστασιασμένο κοινό έβγαλε απωθημένα εννέα χρόνων και δε σταμάτησε να χοροπηδάει, να τραγουδάει, να πανηγυρίζει. Κάπως έτσι, λοιπόν, οι Muse θα ξεκινήσουν με το Psycho, όπως ακριβώς δηλαδή ανοίγουν και κάθε συναυλία στο πλαίσιο αυτής της περιοδείας. Και έχοντας ξεκινήσει έτσι δυνατά, μόνο επικά θα μπορούσαν να συνεχίσουν, με τον Bellamy να παιγνιδίζει με το μαγικό controller και τους πιο μυημένους να καταλαβαίνουν τι ακολουθεί από τα χαρακτηριστικά κιθαριστικά εφέ του. Plug In Baby από τα παλιά, και ένα από τα σπουδαιότερα, πολυβραβευμένα και πλέον αναγνωρίσιμα κιθαριστικά riffs της εποχής μας στέλνει το κοινό σε απόλυτη νιρβάνα. Και είναι αυτό το σημείο που καταλαβαίνεις ότι η σκηνή του Ejekt Festival αποδεικνύεται πολύ μικρή για να χωρέσει τις ορέξεις του κινητικά περιορισμένου Bellamy• αλλά, ας μη γελιόμαστε, το ίδιο θα λέγαμε και για οποιαδήποτε σκηνή είχε την τιμή να φιλοξενήσει τον μουσικό αυτό θεό.
Αφού μας έχει βάλει στην πρίζα, το Devon trio θα μας μεταφέρει στο 2004, ακολουθώντας την ακριβή ροή του “Absolution”, και θα ερμηνεύσει live το Interlude και το ξεσηκωτικό Hysteria με μία γεύση από Led Zeppelin και AC/DC στο outro. Μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά είναι στιγμές όπως αυτή που ακούς το φαινομενικά απλό μα τόσο ιδιαίτερο εισαγωγικό Interlude που κάνουν θρύψαλα την σπονδυλική σου στήλη —λίγο η ατμοσφαιρική, distorted πινελιά, λίγο η αίσθηση ότι θα μπορούσε να είναι η ιδανική εισαγωγή του Resistance που ήρθε και μας κέρδισε πολύ αργότερα, λίγο ο συνειρμός ότι αποτελεί το προοίμιο της υστερικής μπασογραμμής του Hysteria, και τα συναισθήματά σου προσαρμόζονται επιτυχώς στα χρονικά πλαίσια της κατάστασης που καλείσαι να απολαύσεις, αφιερώνοντας μόλις μερικά δευτερόλεπτα στην ανατριχίλα από ένα κομμάτι που δεν έχεις ακόμη ακούσει αλλά ξέρεις ότι έρχεται, προτού παραδοθείς ολοκληρωτικά στην πανηγυρική υστερία. Συνεχίζοντας το ταξίδι στο ένδοξο και πάρα πολύ αγαπημένο δισκογραφικό παρελθόν τους, οι Muse μάς χαρίζουν μερικές στιγμές που φειδωλά μοίρασαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους: ο Matt, αφού πρώτα μας χαζέψει με την απαράμιλλη μαεστρία του στο πιάνο του Butterflies & Hurricanes (την οποία και διόλου τσιγκουνεύεται, αφήνοντάς μας άφωνους με το ρομαντικό piano section – ωδή στον Rachmaninov), με κάθε του γρατζουνιά φροντίζει να σκορπίσει τον έρωτα σε ολόκληρη την Πλατεία Νερού με το καταιγιστικό —και συμβιβαστικά αδικημένο, ορχηστρικά— Bliss. Να σημειωθεί ότι, κάπου εδώ, έχω την αίσθηση ότι ακούστηκαν μερικές νότες του Endlessly, αλλά δεν ξέρω αν όντως συνέβη αυτό ή απλώς έκαναν παιχνίδια τα αυτιά μου, στο πλαίσιο αυτής της νοσταλγικής αναδρομής.
Ακολούθησε ένα πολύ σύντομο instrumental διάλειμμα για όλους, με μία εκ των δικαιολογημένα ελάχιστων αναφορών στο “The 2nd Law”, με τη μορφή μίας περιορισμένης ερμηνείας του Isolated System. Ο καταιγιστικός ρυθμός σπάει, αλλά το κοινό δεν ξενερώνει, ίσα-ίσα βρίσκει ξανά την αναπνοή του υπό τη μελωδική αποτύπωση του θορύβου που δημιουργεί ο ανθρώπινος παράγοντας σε έναν μικροσκοπικό πλανήτη στη μέση του πουθενά, πριν την καθηλωτική, αδιάκοπα διασκεδαστική και ιδιαίτερα απαιτητική συνέχεια. Έτσι, μετά από μία αναπάντεχα δυνατή συμμετοχή του κοινού στο The Handler, η ηλεκτρική κιθάρα του ταλαντούχου κύριου Bellamy μετατρέπεται, μέσα από χαρακτηριστικά παιχνιδίσματα σε γώριμους τόνους, στο απόλυτο μουσικό όπλο που, στις νότες του λατρεμένου Supermassive Black Hole, εκτοξεύει οργασμούς προς πάσα κατεύθυνση.
Ανάσες για το μουσικό πολυεργαλείο που ακούει στο όνομα Matt Bellamy, ο οποίος δίνει τη σκυτάλη στους εξίσου εκρηκτικούς και εξαιρετικούς σε αυτό που κάνουν μουσικούς του συντρόφους: Chris Wolstenholme (μπάσο) και Dominic Howard (drums) γίνονται για μερικά λεπτά τα νέα αφεντικά του venue, ερμηνεύοντας το Munich Jam που —σαν άλλο Assassin— αποδεικνύει την αξία αυτού του ευλογημένου drummer. Μετά από μία τελευταία επίσκεψη στο “The 2nd Law” και το Madness, στο οποίο το ιδιαίτερα ενεργό ελληνικό κοινό θα δείξει για πολλοστή φορά ότι αξίζει κάθε δευτερόλεπτο αυτής της μοναδικής εμπειρίας, οι Muse ερμηνεύουν το υπέροχα καταθλιπτικό Dead Inside, που «on the outside» μπορεί να φαίνεται ορχηστρικά λιτό, αλλά μέσα του κρύβει synth στοιχεία και ρυθμούς που μας παραπέμπουν επιτυχώς στα 80s (και τους Depeche Mode), ένα εκπληκτικό falsetto που ο κόσμος φρόντιζε να υπερκαλύπτει, και μία μακρόσυρτη, απολαυστική ορχηστρική και στιχουργική κορύφωση που προσωπικά ήθελα πολύ να ζήσω live. Λίγα τραγούδια, όμως, έχουν αναπτύξει μία τόσο ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό όσο το Starlight, γι’ αυτό ο κόσμος δεν παύει να δίνει ρυθμό και να τραγουδάει στα διάφορα χρώματα που βγάζει αυτό το κομμάτι, ενώ στην συνέχεια θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει ένα τραγούδι που, όσα δισκογραφικά αριστουργήματα και να κυκλοφορήσει στο μέλλον αυτή η μπάντα (και είμαστε σίγουροι ότι θα είναι πολλά), δεν πρόκειται να λείψει ποτέ από την setlist τους. Ο λόγος για το Time Is Running Out, ούτε έναν στίχο του οποίου φρόντισε να μη χάσει ο κόσμος καθώς το χοροπηδητό του έσπρωχνε την Πλατεία Νερού στη θάλασσα.
Μετά την παρέλαση των επιτυχιών, ακολουθεί η αγαπημένη μου στιγμή του “Drones”, που δεν είναι άλλη από το πολυεπίπεδο Globalist, και η live εμπειρία του κομματιού ανταπεξέρχεται πλήρως στις επικές προσδοκίες που είχα καλλιεργήσει: την εικόνα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων να εκστασιάζονται με τη μουσική ηδονή που ακολουθεί την αντίστροφη μέτρηση πριν την απόλυτη καταστροφή του πλανήτη και τη γέννησή του εκ νέου με το πάτημα ενός κουμπιού, καθώς και τη σκηνή που ο Bellamy περιγράφει μελωδικά το post-apocalyptic τοπίο στο πιάνο μπροστά από το ανάλογο οπτικό ερέθισμα που μας χάριζαν τα video walls, θα τις κρατήσω βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου ως ενθύμια μίας από τις ομορφότερες συναυλιακές μου εμπειρίες.
Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάλειμμα για τους Muse και καθώς τελειώνει το ομώνυμο κομμάτι του “Drones”, οι χορδές προδίδουν το επαναστατικό Uprising και ο κόσμος, με υψωμένες τις γροθιές, έντονο πάθος και ιδιαίτερο ζήλο, δίνει όλο το είναι του στα αντιεξουσιαστικά ρεφρέν, παραδίνοντας την σκυτάλη στο Mercy, στο τελείωμα του οποίου ο ουρανός γεμίζει με χιλιάδες κορδέλες και κομφετί που ξεσηκώνουν και πάλι το κοινό. Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος αυτής της ονειρικής βραδιάς, με το καθιερωμένο συναυλιακό τελείωμα των Muse: με τον Chris να ερμηνεύει το Man With a Harmonica του Morricone, Matt και κοινό εναρμονίζονται και δίνουν μαζί τις κραυγές που εισάγουν το υπερρεαλιστικό Knights of Cydonia. Η μαγεία του κομματιού, φυσικά, δεν περιορίζεται στην εισαγωγή ή τα λιγοστά, εύστοχα lyrics των δύο μοναδικών κουπλέ, αλλά συγκεντρώνεται κατά βάση στο αγαπημένο ρεφρέν και φυσικά την τρέλα που ακολουθεί: τριάντα χιλιάδες άνθρωποι χάνονται σε ένα απέραντο mosh pit, δίνουν την ψυχή τους, και ανταλλάσσουν τον ιδρώτα τους για μερικά λεπτά καύλας και ευτυχίας.
Στον αντίποδα, δεν έλειψαν τα προβλήματα διοργάνωσης: το venue αντικειμενικά αδυνατεί να υποστηρίξει τέτοια πρωτοφανή νούμερα συμμετοχής, με αποτέλεσμα να υπάρξουν μικροτραυματισμοί αλλά και η Πλατεία Νερού να ξεμείνει από… νερό, εκνευρίζοντας το αφυδατωμένο μετά το τέλος της συναυλίας κοινό, ενώ δεν είναι λίγα τα παράπονα που ακούσαμε για τον ήχο σε ορισμένα σημεία του χώρου και σε συγκεκριμένα κομμάτια (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Madness, παρότι εμείς προσωπικά δεν αντιμετωπίσαμε τέτοια προβλήματα). Όπως αναμενόταν, παράπονα υπάρχουν και για την επιλογή των κομματιών (ή μάλλον για τη μη επιλογή των αγαπημένων του καθενός). Είναι δεδομένο ότι ορισμένα κομμάτια, όπως το Resistance ή το Map Of The Problematique που αποτελούν μέρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των setlists στις πρόσφατες εμφανίσεις των Muse και αναμένονταν να ακουστούν, έλαμψαν δια την απουσία τους• όμως, ας είμαστε ειλικρινείς, η δισκογραφία του συγκροτήματος αυτού περιλαμβάνει πάνω από εκατό κομμάτια, πάνω από εκατό εκ των οποίων είναι αριστουργήματα και θα θέλαμε να τα ζήσουμε ζωντανά —προσωπικά, ήθελα διακαώς να ακούσω μεταξύ άλλων τα διαμάντια Citizen Erased και Stockholm Syndrome που έχουν ενίοτε κάνει την εμφάνισή τους στις setlists της περιοδείας και δε φαντάζουν τόσο απρόσιτα. Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν έχει σημασία εκτός από το προφανές, το γεγονός δηλαδή ότι το όνειρο πολλών χιλιάδων ανθρώπων έγινε πραγματικότητα, ότι είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε την εμπειρία της σπουδαιότερης ίσως σύγχρονης ροκ μπάντας με το σπουδαιότερο live act στον κόσμο. Ελπίζουμε ότι η συναυλιακή εμπειρία, στην οποία —όπως είπε ένας φίλος— συνυπάρχουν η απόλυτη ελευθερία του κοινού με τον καθηλωτικό του έλεγχο από έναν αληθινό ηγεμόνα που μπορεί να παίζει μαζί μας σα να είμαστε μαριονέτες, να μη μείνει ανεξίτηλη μόνο στη δική μας μνήμη, αλλά να σχημάτισε και στους Muse την εικόνα ενός κοινού που αξίζει την προσοχή και τις επισκέψεις τους, ώστε να μη χρειαστεί να περιμένουμε άλλα εννέα χρόνια μέχρι την επόμενη φορά.
Η δεύτερη μέρα του Ejekt Festival ήταν ο τρόπος με τον οποίο όφειλε να κλείσει αυτό το συναυλιακό καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι στο οποίο είδαμε πολλά σπουδαία ονόματα σε διάφορα φεστιβάλ, ένα καλοκαίρι που μας γέμισε με υποσχέσεις για το επόμενο, ένα καλοκαίρι που μας έβγαλε από τη συναυλιακή μιζέρια των παλαιότερων χρόνων. Και εδώ ακριβώς οφείλω να κάνω μία υποσημείωση: Σε κάθε φεστιβάλ θα υπάρχουν παράπονα από τον κόσμο, είναι δεδομένο. Αρκετοί θα γκρινιάξουν για τις τιμές, άλλοι για τη διοργάνωση, άλλοι για τις προσκλήσεις, ο καθένας θα βρει κάτι. Δίκαιο ή άδικο δε θα το κρίνω εγώ, άλλωστε οι απόψεις είναι υποκειμενικές. Ωστόσο σε μία χώρα που διαρκώς η φορολογία αλλάζει (και δη αυτή του θεάματος) και η οικονομική πραγματικότητα δε θυμίζει, σε καμία περίπτωση, την αίγλη άλλων εποχών, είναι ευχής έργον να έχουμε ακόμη ανθρώπους που σε πείσμα των καιρών φέρνουν ονόματα όπως οι Muse, οι Last Shadow Puppets, οι Editors, οι Sigur Ros, η Lana Del Rey, η PJ Harvey, οι Beirut, οι Suede, οι Dropkick Murphys και πάρα πολλά ακόμη. Και προφανώς η υποσημείωση δεν είναι για να ευαγγελιστεί καμία εκ των δύο πλευρών, περισσότερο να κάνουμε όλοι ένα παραπάνω βήμα για να υπάρξει μία αλληλοκατανόηση μεταξύ μας. Επιπλέον, εδώ μπαίνει ο δεύτερος αστερίσκος, είναι πολύ σημαντική η κίνηση των Muse να στηρίξουν τους Γιατρούς Χωρίς Σϋνορα στην προσπάθεια των τελευταίων να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, σε μία χώρα στην οποία οι εθελοντές παλεύουν να παρέχουν μία υποτυπωδώς καλύτερη ζωή στους ανθρώπους αυτούς, σε μία εποχή που οι περισσότερες (Δυτικές) χώρες δείχνουν να αδιαφορούν επιδεικτικά για ένα τόσο σημαντικό ανθρωπιστικό ζήτημα.
* Ευχαριστούμε θερμά τον Γιώργο Βραχνό για την παραχώρηση των φωτογραφιών που συνοδεύουν το ρεπορτάζ.