Από το Πρόβατο όχι Αρνί
«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.»
(Νίκος Καββαδίας, Fata Morgana)
Έχω καιρό να γράψω. Έψαχνα τρόπο να επανέλθω.
Ξέρεις, δεν είναι εύκολες οι λέξεις όταν τις αφήνεις. Στέκονται άκαμπτες μπρος σου κι εσύ σαν πιτσιρίκι με νεύρα που κάνει παζλ που του λείπουν κομμάτια, νιώθεις ανίκανος ακόμη και να κολλήσεις ένα επίθετο πλάι σε ένα ουσιαστικό. Ζεστός ήλιος, υγρή βροχή, βουβό κλάμα, χαζές μέρες… Όχι. Τίποτα δε σου αρέσει. Πετάς το παζλ μακριά…
Πήγα σε πιο σίγουρα μονοπάτια. Στη βιβλιοθήκη. Ποίηση. Έβγαλα το Τραβέρσο. Στην τύχη; Δεν υπάρχει τύχη στη συνάντηση με τις λέξεις. Fata Morgana. Έλα να πούμε για ‘σένα. Έλα να μιλήσουμε για τη συγκλονιστικότερη περιγραφή της παλινδρόμησης μιας γλώσσας στα «τελειώνω» ενός κόλπου.
Γυναίκα της Σικελίας, ναι με μάγεψες. Όσο θα ρίχνω το καράβι μου στα βράχια, άσε με να σε γλείφω.
Το 1060 μ.Χ. περίπου, ο Conte Ruggero περπατούσε σε μια παραλία της Καλαβρίας κοιτάζοντας απέναντι τη Σικελία. Αναστέναζε, στενοχωριόταν κι αναρωτιόταν αν θα μπορούσε ποτέ να την κατακτήσει και να την ελευθερώσει απ’ τους Άραβες. Ήταν δύσκολο, με δυνατά ρεύματα το πέρασμα της Μεσήνης ήταν επικίνδυνο, φυλασσόταν καλά κι όσες προσπάθειες κι αν είχε κάνει, οι Άραβες τις είχαν αποκρούσει εύκολα.
Τότε, γυναίκα όμορφη σαν τη ζάχαρη στη φράουλα, σαν ξεραμένο αλάτι στο κυρτό της κλίσης ενός μελαμψού στήθους, εμφανίστηκε μπρος του και του μίλησε με φωνή τέτοιας χροιάς που αν την είχαν ακούσει, εννιά συμφωνίες του Μπετόβεν και κάθε νότα που γράφτηκε απ’ τον Μότσαρτ, θα παρέδιδαν τα κλειδιά του ήχου τους και θα ζητούσαν δουλειά σε κομπρεσέρ. Μεμιάς ο ουρανός καθάρισε, όλα ήρθαν πιο κοντά, και το ποθητό νησί ήταν μπρος του σε απόσταση ενός βήματος.
-Αυτό δε θες; Ορίστε. Είναι δικό σου. Άπλωσε το χέρι σου και πιάσε τα αμπέλια που έχουν σκαρίσει, τα κορίτσια που περπατάν ξυπόλυτα, τα σπίτια που γκριζάρουν στη σκόνη της Αίτνας. Κάνε ένα βήμα και πέρνα μαζί εσύ με όλο σου το στρατό και κατέκτησε όσα χρόνια τώρα ποθείς. Ορίστε. Όλα εδώ είναι, όλα δικά σου, σταμάτα να αναστενάζεις, σταμάτα το σαράκι που τρώει και σωθικά και διάθεση και νιάτα. Κάνε την κίνηση κι άλλαξε την ιστορία του νησιού και τον τρόπο που θα αναφέρει εσένα η ιστορία του κόσμου.
-Ναι, είναι όμορφα και ω, Θεέ μου, τόσο κοντά! Κάνω έτσι δα ένα βήμα κι είμαι εκεί δηλαδή;
-Ακριβώς. Δώσ’ μου το χέρι σου και θα περάσουμε μαζί. Πιάσε με απ’ το μπράτσο να περπατήσουμε απέναντι.
-Αλήθεια; Και μου το δίνεις έτσι; Δεν έχει αντάλλαγμα;
-Το αντάλλαγμα είμαι εγώ. Θα μου δοθείς. Θα μου αφιερωθείς. Καρδιά, μυαλό, αφή, ιδρώτας σου… όλα σου θα γίνουν δικά μου. Τον έρωτά σου θέλω, την τρέλα σου και τη λογική σου. Τα πάντα σου για ‘μένα. Ομορφότερη δε θα βρεις, ούτε και άλλη που να μπορεί να φτάσει τις ερωτικές ακτές σου σε τέτοια χαρτογράφηση.
-…
-Τι σκέφτεσαι; Το σκέφτεσαι;
-Ναι. Δε με νοιάζει που θα πουν ότι σου δόθηκα για τη φήμη, ότι σου αφέθηκα για να πάρω έναν τόπο που αλλιώς θα χρειαστώ δεκαετίες για να πατήσω το πόδι μου. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Με γονατίζει η σκέψη ότι θα πάψω για άλλον να ανασαίνω κι όταν αυτό γίνει εσύ θα φύγεις προσφέροντας την οπτασία σου σε καινούριο ταξιδευτή.
-Σου λέω σου προσφέρω εσένα τα πάντα και για πάντα. Αυτή η προς το συν άπειρο υπόσχεση ενέχει τα αισθήματά μου του τώρα. Μπορεί σε ένα χρόνο να μην ισχύει αλλά τώρα που στο λέω το πιστεύω με κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Θα ρισκάρεις για μια υπόθεση του αύριο ολόκληρη τη ζωή σου που θα μπορούσε να ξεκινάει με όρους ευτυχίας απ’ το σήμερα, απ’ το ακριβώς τώρα;
-…
-Πες!
-Ναι, θα το ρισκάρω. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για όλα. Θα συνεχίσω να πολιορκώ τη Σικελία ακόμη κι αν μου πάρει όλη μου τη ζωή να τα καταφέρω. Αυτό μπορώ να το αντέξω. Να μου διαλύσεις την καρδιά όμως δε νομίζω ότι θα βρω τρόπο να το διαχειριστώ.
-Καλά… Εσύ ξέρεις. Φεύγω. Συνέχισε τη βόλτα σου, δε θα με ξαναδείς. Σου αφήνω για λίγο ακόμη το από απέναντι όραμα να το χαρείς. Μπορεί και να μην καταφέρεις ποτέ να δεις το νησί από κοντά.
-Ναι… μπορεί… Στο καλό. Δε μου είπες όμως, πώς σε λένε;
–Fata Morgana.
*Ο Conte Ruggero αποβιβάστηκε με στρατό στη Μεσσήνη την επόμενη χρονιά (1061) και ξεκίνησε έναν μακροχρόνιο, αιματηρό πόλεμο με τους Άραβες. Του πήρε ακριβώς τρεις δεκαετίες για να ελευθερώσει όλο το νησί (1091) και να γίνει αυτό που του πρόσφερε η Morgana σε μια στιγμή αν της δινόταν.