Σαν σήμερα το 1990, έφυγε από την ζωή ο σπουδαίος Γάλλος μαρξιστής διανοητής Λουί Αλτουσέρ. Άνηκε στην μεγάλη γενιά των Γάλλων μαρξιστών της δεκαετίας του ’60. Εργάστηκε ως καθηγητής στην École normale supérieure (ENS) του Παρισιού, ενώ ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας (ΚΚΓ). Το 1968, μαζί με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, διοργανωνει τα τα Μαθήματα Φιλοσοφίας για επιστήμονες, τα οποία όμως διακόπτονται από το ξέσπασμα της εξέγερσης του Γαλλικού Μάη. Το 1970 συγγράφει το περίφημο έργο του Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί, το οποίο θα τον καθορίσει ως διανοητή.
Ο Αλτουσέρ εμφανίζει μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και την δεκαετία του 80 η υγεία του επιδεινώνεται. Στις 16 Νοεμβρίου 1980, θα στραγγαλίσει την γυναίκα του, χωρίς να έχει επίγνωση της πράξης του, και εισάγεται άμεσα για ψυχιατρική νοσηλεία, ενώ απαλλάσσεται απο τις κατηγορίες λόγω της κατάστασής του. Πεθαίνει στις 22 Οκτωβρίου του 1990 από καρδιακό επεισόδιο.
Όπως είπαμε και πιο πάνω, το έργο που τον καθιέρωσε ως διανοητή ήταν το Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του Κράτους.
Διαβάζουμε από τις σημειώσεις του γι’ αυτό το έργο:
“Το σημείο αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας. Διότι ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί ποτέ να μπει στην κυβέρνηση ενός αστικού κράτους (ακόμα κι αν πρόκειται για μια «αριστερή» κυβέρνηση λαϊκής ενότητας, η οποία είναι αποφασισμένη να προωθήσει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις) για να «διαχειριστεί» τις υποθέσεις τον αστικού κράτους. Μπαίνει στην κυβέρνηση, μόνο για να δυναμώσει τον ταξικό αγώνα και να προετοιμάσει την ανατροπή του αστικού κράτους. Όμως, δεν μπορεί επίσης να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου με την υπόθεση ότι το πραγματικό καθήκον του είναι να «διαχειριστεί» τις υποθέσεις αυτού του κράτους, αν και πρέπει να προετοιμάσει το μαρασμό και το τέλος του.
Γιατί αν το κόμμα αφιερώσει τις δυνάμεις του σ’ αυτή τη «διαχείριση», δηλαδή αν συγχωνευτεί πρακτικά με το κράτος – όπως συμβαίνει στις χώρες της Ανατολικής Ευρα>πης – δεν θα μπορέσει να συνεισφέρει στη συντριβή του κράτους. Ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί λοιπόν να λειτουργεί σε καμιά περίπτωση ως «κόμμα διακυβέρνησης», διότι το να είναι «κόμμα διακυβέρνησης» σημαίνει να είναι ένα κρατικό κόμμα. Το οποίο σημαίνει είτε ότι υπηρετεί το αστικό κράτος, είτε πάλι ότι διαιωνίζει το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συμβάλει στη συντριβή του.
[…]
Ένα εργατικό κόμμα δεν μπορεί σε αντιπαράθεση με αυτά να προσφέρει τίποτα στους οπαδούς του. Ούτε αργομισθίες ούτε υλικές απολαβές, με τις οποίες στην κυριολεξία αγοράζουν τα αστικά κόμματα την πελατεία τους, οσάκις αυτή μοιάζει να έχει αμφιβολίες. Το εργατικό κόμμα υπάρχει ως αυτό που είναι: μια οργάνωση του προλεταριακού ταξικού αγώνα που η μόνη της δύναμη είναι το ταξικό ένστικτο των εκμεταλλευομένων, μια επιστημονική θεωρία και η αυτοβουλία των μελών της, που στρατεύονται στη βάση της αναγνώρισης των καταστατικών αρχών του κόμματος. Οργανώνει τα μέλη του για να διεξαγάγει τον ταξικό αγώνα σ’ όλες τις μορφές του: στο οικονομικό επίπεδο (σε σύνδεση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις), στο πολιτικό και το ιδεολογικό επίπεδο.
Ορίζει τη γραμμή του και τις πρακτικές του όχι απλώς στη βάση των εξεγέρσεων των εκμεταλλευομένων έργα των, αλλά στη βάση των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στις τάξεις, τους οποίους αναλύει «συγκεκριμένα», με τη βοήθεια των αρχών της επιστημονικής του θεωρίας, που εμπλουτίζεται από τη συνολική πείρα της πάλης των τάξεων. Λαμβάνει λοιπόν από κάθε άποψη υπόψη τις μορφές και τη δύναμη του ταξικού αγώνα της άρχουσας τάξης, όχι μόνο σε εθνική κλίμακα, αλλά επίσης και σε παγκόσμια κλίμακα.
Με βάση αυτή τη «γραμμή» μπορεί να θεωρήσει χρήσιμο και «σωστό» σε μια συγκεκριμένη στιγμή να συμμετάσχει σε μια αριστερή κυβέρνηση, για να προωθήσει το δικό του ταξικό αγώνα και το δικό του στόχο. Σε κάθε περίπτωση πάντως υποτάσσει τα άμεσα συμφέροντα του κινήματος στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Υποτάσσει την τακτική του στη στρατηγική του κομμουνισμού, δηλαδή στη στρατηγική της αταξικής κοινωνίας. Αυτές τουλάχιστον είναι οι «αρχές».
Υπό αυτές τις συνθήκες έχουν δίκιο οι κομμουνιστές να ονομάζουν το κόμμα τους «κόμμα νέου τύπου», το οποίο διαφοροποιείται πλήρως από τα αστικά κόμματα, και να θεωρούν τους εαυτούς τους «αγωνιστές νέου τύπου», που διαφοροποιούνται πλήρως από τους αστούς πολιτικούς. Η πολιτική τους πρακτική – ανεξάρτητα από το αν είναι παράνομη ή νόμιμη, κοινοβουλευτική ή «εξωκοινοβουλευτική» – δεν έχει τίποτε το κοινό με την αστική πολιτική πρακτική.”
Για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους:
“Τι χαρακτηρίζει τον (κατασταλτικό) κρατικό μηχανισμό, του οποίου η ενότητα, αν και είναι βέβαια αντιφατική, είναι απείρως ισχυρότερη από αυτήν του συνόλου των ΙΜΚ; Ο κρατικός μηχανισμός περιλαμβάνει τον αρχηγό του κράτους, την κυβέρνηση και τη διοίκηση ως όργανα του εκτελεστικού, τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τα δικαστήρια και τα όργανα τους (φυλακές κλπ.).
Στο εσωτερικό αυτού του συνόλου πρέπει να διακρίνουμε αυτό, που θα ονομάσω πολιτικό μηχανισμό του κράτους (Appareilpolitique d’Etat) στον οποίο κατατάσσω τον αρχηγό του κράτους, την κυβέρνηση, την οποία αυτός καθοδηγεί άμεσα (το καθεστώς αυτό ισχύει σήμερα στη Γαλλία και σε πολυάριθμες άλλες χώρες), όπως επίσης και τη διοίκηση (που εκτελεί την πολιτική της κυβέρνησης). Ο αρχηγός του κράτους αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή εκείνη την αυθεντία, που είναι ικανή να επιβάλλει τα γενικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης απέναντι στα ιδιαίτερα συμφέροντα των μελών της ή μερίδων της. Ο Giscard d’Estaing εντελώς συνειδητά «πήρε θέση», όταν είπε, ότι θα παρέμενε στο αξίωμα του, εάν κέρδιζε η Αριστερά τις εκλογές του ’78, «για να υπερασπίσει τις ελευθερίες των Γάλλων» – που σημαίνει: εκείνες της αστικής τάξης.
Η κυβέρνηση (που καθοδηγείται σήμερα άμεσα από τον αρχηγό του κράτους) εξασκεί την πολιτική της κυρίαρχης τάξης και η διοίκηση, που είναι υποταγμένη στην κυβέρνηση, την εφαρμόζει επί μέρους. Σ’ αυτή τη διάκριση, που κάνει φανερή την ύπαρξη του πολιτικού κρατικού μηχανισμού, πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα, ότι εντάσσεται ομοίως και η διοίκηση, άσχετα αν όπως και το αστικό κράτος ζει στην ιδεολογία υπηρετώντας το «γενικό συμφέρον» και παίζοντας το ρόλο μιας «δημόσιας υπηρεσίας». Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για ατομικές προθέσεις ή ακόμα για εξαιρέσεις: η λειτουργία της διοίκησης είναι στο σύνολο της αχώριστα δεμένη με την εφαρμογή της πολιτικής της αστικής κυβέρνησης, η οποία είναι ταξική πολιτική.
Εντεταλμένη με το καθήκον να την εφαρμόζει στις επί μέρους πλευρές της, η ανώτερη κρατική διοίκηση παίζει έναν άμεσο πολιτικό ρόλο και η διοίκηση συνολικά όλο και περισσότερο ένα ρόλο επιτήρησης και «ομαλοποίησης» (quadrillage)*. Δεν μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική της αστικής κυβέρνησης, αν δεν είναι ταυτόχρονα εντεταλμένη να ελέγχει την εκτέλεση της μέσω μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων και να καταγγέλλει ή να παραδίνει στην καταστολή εκείνους που την περιφρονούν.”
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1977 στα γερμανικά, στη δεύτερη γερμανική έκδοση του βιβλίου του Λουί Αλτουσέρ «Θέσεις». Το χειρόγραφο, που έφερε τον τίτλο «Noie sur les Appareils ideologiques d’Elat (AIE)» παραχώρησε ο ίδιος ο συγγραφέας στο μεταφραστή των κειμένων του στη γερμανική γλώσσα Peter Schöttler. Η ελληνική μετάφραση έγινε από τον Μάριο Ιωαννίδη για την επιθεώρηση “Θέσεις”.