Από τον Θανάση Ξένο
Τι είναι αυτό που θα κάνει όλου του κόσμου τα παιδιά ευτυχισμένα αναρωτήθηκε ο Λουμίλ; Μεμιάς βάλθηκε να βρει τον τρόπο εκείνο που θα χάριζε χαμόγελο σε αγόρια και κορίτσια κάθε ηλικίας, σε όλες τις άκρες του Μπαλόνου, του πλανήτη εκείνου που ζούσε μαζί με όλες τις υπόλοιπες φυλές που τον κατοικούσαν.
Ο ίδιος ανήκει στη φυλή των Υγρών Λόρδων. Τους Υγρούς Λόρδους τους χαρακτηρίζει το κορδωμένο ανάστημά τους και οι μεγάλες πατούσες που όμως τους βοηθούν να κολυμπούν πιο γρήγορα από κάθε άλλο πλάσμα στον κόσμο τους. Μα αυτό που σε μαγεύει πάντα όταν συναντήσεις έναν Υγρό Λόρδο είναι ο τρόπος που μιλάνε. Είναι εκείνη η έμφυτη μελωδικότητα στη φωνή τους που σε κάνει να νομίζεις ότι τραγουδάνε, παρά κουβεντιάζουν.
Ο Λουμίλ βέβαια παρά την μελωδικότητα στη φωνή του έχει τη συνήθεια να γουρλώνει τα μάτια και πολλές φορές να κοιτάζει τον κόσμο σκυθρωπός και σκεπτικός, μα όσοι τον ξέρουν πραγματικά καταλαβαίνουν ότι μόνο αυστηρά δεν κοιτάζει τους άλλους. Είναι ο δικός του τρόπος να ψηλαφεί και να εξερευνεί τον κόσμο του. Και παρά την ικανότητα που έχει και αυτός στο κολύμπι το περπάτημά του είναι κάπως ατσούμπαλο. Σαν τον βλέπεις να περπατάει στο δρόμο πηγαίνει μια δεξιά και μια αριστερά, μια γοργά και μια αργά, θαρρείς πως μονίμως τον σκουντάνε ή πέφτει πάνω σε εμπόδια.
Έχουν περάσει μέρες από τότε που πρωτόβαλε στον νου το παραπάνω ερώτημα. Έτσι λοιπόν και τώρα τον βρίσκουμε να περπατάει μέσα στο σπίτι του πάνω κάτω, πάνω κάτω, έχοντας κοπανήσει σε κάθε καρέκλα και τραπέζι. Τα μάτια του δε είναι τόσο γουρλωμένα που τα βλέφαρα του φτάνουν στα φρύδια και το κούτελό του έχει μαζέψει τόσο πολύ, λες και είναι μισό. Έχει βυθιστεί στις σκέψεις του προσπαθώντας να βρει τη λύση. Τη λύση του πως θα έκανε όλα τα παιδιά ευτυχισμένα σε όποια φυλή και αν ανήκαν.
Και έχει φτάσει σε εκείνο το σημείο που ξέρει ότι τις σκέψεις του ποτάμι πρέπει να τις κάνει και σε αυτές να κολυμπήσει, πρέπει να νιώσει οικεία και μετά, και μετά θα είναι εύκολο!
Μετά όμως από τόσες μέρες έχει πλέον κουραστεί και έχει μπερδευτεί. Όταν στον νου του φέρνει ένα παιδί το σκέφτεται πάντα χαμογελαστό, δεν του ταιριάζει άλλη εικόνα για ένα παιδί. Τελικά όμως δεν είναι τόσο απλό στην πράξη.
Είπε παιχνίδια να τους χαρίσει μα γρήγορα κατάλαβε πως τα παιχνίδια μπορεί να μη αρκούν ή ακόμα και να χαλάσουν σε λίγο καιρό. Σίγουρα θα μπορούσαν τα παιχνίδια να κάνουν τα παιδιά ευτυχισμένα αλλά θα ήταν για πάντα; Σκέφτηκε ότι αν έχουν όλα τα παιδιά ένα φίλο να παίζουν κυνηγητό τότε τα παιχνίδια ίσως περισσεύουν.
Είπε γλυκά να τους δώσει μα και πάλι κατάλαβε ότι και αυτή ίσως θα ήταν μια εφήμερη χαρά. Σκέφτηκε ότι αν έχουν όλα τα παιδιά να φάνε φαγητό σίγουρα τα γλυκά δε θα ήταν ο πρώτος λόγος για να είναι χαρούμενα.
Είπε καινούρια ρούχα να τους πάρει για να είναι όλα καλοντυμένα. Πάλι λάθος του φάνηκε όμως, αν έχουν όλα τα παιδιά ρούχα σκέφτηκε, δε χρειάζεται να είναι λαμπερά και καινούρια για να τρέξουν στο κυνηγητό.
Και εκεί που όλα φάνταζαν ένα αδιέξοδο κατάλαβε ότι η απάντηση ήταν τελικά πολύ απλή. Παιχνίδια, γλυκά, ρούχα και κάθε άλλο θα μπορούσαν να δώσουν στα παιδιά χαρά αλλά είναι απλώς κάποια μέσα. Αυτό που ίσως χρειάζονται είναι κάποιον να τα ακούσει και να τα παίξει, να τρέξει μαζί τους και να τα αγκαλιάσει.
Ποιο το νόημα να πάρεις καινούρια ρούχα αν δεν λερώσεις τα δικά σου μαζί τους; Ένα γλυκό ίσως δώσει χαρά αλλά με το να μαγειρέψει για τα παιδιά ίσως τα έκανε πραγματικά ευτυχισμένα όπως και το να παίξει μαζί τους αντί να τους χαρίσει ένα παιχνίδι. Και έτσι λοιπόν από την επόμενη κιόλας μέρα όλα αυτά ο Λουμίλ τα έκανε πράξη και είδε χαμόγελα να ανθίζουν και γέλια να πάλουν τον ουρανό και … ζήσαμε εμείς καλά και τα παιδιά καλύτερα.
Γιατί τελικά όλα αυτά είναι αγάπη και τα παιδιά αγάπη έχουν ανάγκη για να είναι ευτυχισμένα.
ΥΓ1: Ο Λουμίλ και ο κόσμος του που θα πλάθεται σε κάθε ιστορία, είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας, ένα παραμύθι. Οι ιστορίες του άλλοτε απλώς για να διασκεδάσουν και άλλοτε για να προβληματίσουν πάντα για γνώμονα έχουν ότι όλοι είμαστε παιδιά αυτού του κόσμου και στα παιδιά αρέσουν τα παραμύθια.
ΥΓ2: Η σημερινή ιστορία του Λουμίλ είναι αφιερωμένη σε όλες εκείνες τις κοινωνικές δομές και σε κάθε έναν ξεχωριστά που βοηθάνε ομαδικά ή αυτόνομα ανθρώπους που στερούνται ακόμα και τα βασικά, από όποιο μέρος του κόσμου και αν είναι. Δίνουν χρόνο και ενέργεια, δίνουν ζωή απ’ τη ζωή τους για να γίνει λίγο καλύτερη η ζωή αυτών που έχουν ανάγκη!
Θανάσης Ξένος, για το Νόστιμον ήμαρ