Πολυγραφότατος συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος, πολιτικός και περιβαλλοντικός ακτιβιστής ο Λουίς Σεπούλβεδα υπήρξε καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ένας ελεύθερος άνθρωπος και ένας ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης που αγωνίστηκε για έναν κόσμο ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Έχοντας λάβει ενεργό μέρος στους συλλογικούς και πολιτικούς αγώνες που έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο τον Σαλβαδόρ Αγιέντε στη Χιλή επρόκειτο να διωχθεί, να φυλακιστεί και να εξοριστεί από το δικτατορικό καθεστώς του Αουγούστο Πινοσέτ.
«Αγωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος!»
Γεννημένος στις 4 Οκτωβρίου του 1949 στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί στη βόρεια Χιλή ο Λουίς Σεπούλβεδα επρόκειτο να αναπτύξει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μια ιδιαίτερη αγάπη για τη λογοτεχνία και για τα γράμματα. Στο πλαίσιο αυτό θα σπούδαζε θεατρική σκηνοθεσία στο εθνικό πανεπιστήμιο της Χιλής αναπτύσσοντας παράλληλα ενεργή πολιτική δραστηριότητα μέσω της συμμετοχής του στο φοιτητικό και κοινωνικό κίνημα της εποχής του στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής και του Σαλβαδόρ Αγίεντε. Για τη δράση του αυτή επρόκειτο μάλιστα μετά από το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοσέτ να διωχθεί και να φυλακιστεί αρχικά και στη συνέχεια να εξοριστεί. Μετά την καταδίκη του σε εξορία ο Λουίς Σεπούλβεδα θα ζούσε στην Ευρώπη (Σουηδία και αρκετά αργότερα στη Γερμανία) και σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Ουρουγουάη, Βραζιλία, Παραγουάη, Εκουαδόρ, Νικαράγουα, Περού, Κολομβία), όπου και θα εργαζόταν ως δημοσιογράφος και όπου θα δίδασκε και θα έγραφε λογοτεχνία.
Έχοντας ζήσει κατά καιρούς σε διάφορες χώρες της κεντρικής και νότιας Αμερικής ο Λουίς Σεπούλβεδα θα αποκτούσε εναργή συνείδηση του αποικιοκρατικού παρελθόντος και του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της Λατινικής Αμερικής και θα αγωνιζόταν για την κατοχύρωση και για την προάσπιση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών. Σε αρκετές μάλιστα από τις ιστορίες του, όπως στο «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» θα αφηγηθεί με ένα αίσθημα βαθύτατου σεβασμού και αγάπης τις ιστορικές εμπειρίες και τα βιώματα των ινδιάνων Σουάρ και άλλων ιθαγενών (Μαπούτσε, Πεούτσε, Τεούλτσε) που βίωσαν την αποικιοκρατική καταπίεση και εκμετάλλευση καθώς και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Κυριότερα έργα του θα υπάρξουν «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» (1989), «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (1989), «Patagonia Express» (1995), «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» (1996), η «Χρονικά του περιθωρίου» (2000), «Η τρέλα του Πινοσέτ» (2002) και τα «Τελευταία νέα από τον Νότο» (2011). Ο Λουίς Σεπούλβεδα επρόκειτο να πεθάνει στις 16 Απριλίου του 2020.
«Είναι εύκολο να αποδεχόμαστε και να αγαπάμε ανθρώπους που μας μοιάζουν. Το δύσκολο είναι να αγαπάμε εκείνους που είναι διαφορετικοί!»
Στο έργο του «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1996, ο Λουίς Σεπούλβεδα διηγείται την ιστορία ενός νεαρού γλάρου, της Καλότυχης, που μετά την απώλεια της μητέρας του, που θα πέσει θύμα της ρύπανσης του περιβάλλοντος λόγω μιας πετρελαϊκής διαρροής στο λιμάνι του Αμβούργου θα υιοθετηθεί και θα μεγαλώσει στο πλευρό ενός γάτου, του Ζορμπά . Στην ιστορία αυτή, που είναι γεμάτη με τρυφερότητα και ευαισθησία, ο μεγάλος παραμυθάς και σπουδαίος συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα θα μιλήσει με μια γλώσσα άμεση και παραστατική για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από τους ανθρώπους, για τη μεγάλη αγάπη του για τα ζώα και τη φύση, για την αξία της φιλίας και της αλληλοβοήθειας και για την ανάγκη αποδοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας στις σύγχρονες κοινωνίες. Με τον τρόπο αυτό θα εκφράσει την πίστη του σε έναν κόσμο που σέβεται και προστατεύει το φυσικό περιβάλλον και που στηρίζεται στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, στην ανεκτικότητα και στην αποδοχή της διαφορετικότητας στο πλαίσιο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Η πραγμάτωση του οράματος μιας τέτοιας κοινωνίας προϋποθέτει το θάρρος και την τόλμη να τη διεκδικήσουμε έμπρακτα και ενεργά στο μικρόκοσμο της καθημερινότητας την ατομική και συλλογική μας αυτοπραγμάτωση ανοίγοντας τα φτερά μας. Γιατί όπως θα γράψει χαρακτηριστικά: «Η Καλότυχη πετούσε ολομόναχη μέσα στη νύχτα του Αμβούργου. Απομακρύνθηκε, φτερουγίζοντας με δύναμη, ώσπου σηκώθηκε πιο ψηλά από τους γερανούς του λιμανιού, κι ύστερα γύρισε πλανάροντας κι έπιασε να γυροφέρνει το καμπαναριό της εκκλησίας. «Πετάω Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!” έκρωζε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού. Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου. “Εντάξει γάτε. Τα καταφέραμε” είπε αναστενάζοντας. “Ναι” νιαούρισε ο Ζορμπάς. “Στο χείλος του κενού κατάλαβα το πιο σημαντικό.” “Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό” ρώτησε ο άνθρωπος. “Πως πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει” νιαούρισε ο Ζορμπάς».