Του Περικλή Κοροβέση
Ενα από τα θεμελιώδη ιδεολογήματα του φασισμού-ιμπεριαλισμού είναι η διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών. Ή μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων λαών.
Και αυτές οι απόψεις έχουν ποτίσει βαθιά τον δυτικό κόσμο, διαμορφώνοντας μια υπολανθάνουσα ρατσιστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται στην κατάλληλη ευκαιρία, ακόμα και σε ανθρώπους που θεωρούν τον εαυτό τους προοδευτικό.
Η Εκκλησία της Ελλάδος θα δεχόταν ποτέ έναν μαύρο αρχιεπίσκοπο; Ή ακόμα θα δεχόμασταν έναν Ελληνα τουρκογενή μουσουλμάνο στη θέση του υπουργού Αμυνας, άσχετα αν αυτοί είναι από πολλές γενιές Ελληνες και οι χώρες καταγωγής τους είναι μια μακρινή ανάμνηση; Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά.
Αν νοικιάζαμε κάποιο σπίτι και είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια οικογένεια από τη Σουηδία και σε μια οικογένεια από τη Σομαλία, ποια θα επιλέγαμε;
Ο καθένας ας απαντήσει από μέσα του. Η διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών, πολιτισμένων και απολίτιστων λαών είναι δημιούργημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.
Οταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις άρχισαν να ανακαλύπτουν πως υπάρχουν και άλλοι κόσμοι, πέραν του Ειρηνικού και Ατλαντικού, αλλά δεν δημιουργούσαν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις. Απλά τους κατακτούσαν χάρη στην υπεροπλία τους, με πρόσχημα τον εκπολιτισμό τους. Και σε αυτό βρήκαν συμμάχους και προπαγανδιστές σπουδαίους διανοούμενους.
Ο μεγάλος φιλόσοφος Φρίντριχ Χέγκελ υποστήριζε πως η Αφρική πρέπει να μελετηθεί όχι για τον πολιτισμό της, αλλά για την αγριότητα και τη βαρβαρότητα των φυλών της. Από κοντά και ο εθνικός συγγραφέας των Γάλλων, Βικτόρ Ουγκό, που ήταν υπέρμαχος του εκπολιτισμού των αγρίων.
Μαζί τους και ο Αγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ, που είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο πολιτισμός έπρεπε να σβήσει από τον χάρτη τις κατώτερες φυλές. Και ο εκπολιτισμός έφτασε με τις ορδές που κατέσφαξαν λαούς και κατέστρεψαν αρχαίους πολιτισμούς λεηλατώντας την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Για να υποταχθεί μια χώρα πρέπει πρώτα να καταστραφεί ο πολιτισμός της, να μείνει χωρίς ρίζες, αναφορές και Ιστορία.
Ενα από τα έργα αυτών των αγρίων που έπρεπε να σβηστούν από τον χάρτη (προαναγγελία ολοκαυτώματος;) ήταν και το μεγάλο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα που γράφτηκε τον 4ο ή 5ο αιώνα προ Χριστού (Ευρώπη δεν υπήρχε τότε) και πήρε την οριστική του μορφή περίπου δέκα αιώνες αργότερα.
Και αυτό σημαίνει πως ρίζωσε βαθιά στη συνείδηση αυτού του πολιτισμού. Φανταστείτε μια αντίστοιχη πορεία του Ομήρου. Το έργο αυτό, αν και είναι δεκαπέντε φορές πιο μεγάλο από τη Βίβλο, είχε ενσωματωθεί στην προφορική παράδοση, αν και προέρχεται από τον γραπτό λόγο, τα σανσκριτικά.
Η Δύση το αγνοούσε παντελώς. Μόλις στις αρχές του περασμένου αιώνα το έργο μεταφράστηκε ολόκληρο στα αγγλικά από Ινδούς στη Βομβάη. Στη Δύση υπήρχαν αποσπάσματα και περιλήψεις και κάτι προσπάθειες που έγιναν στη Γαλλία τον 19ο αιώνα για να εκδοθεί ολόκληρο, αλλά δεν βρέθηκαν εκδότες.
Από την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση της Μαχαμπαράτα, που δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Δύση, έπρεπε να περιμένουμε ακόμα 85 χρόνια, για να γίνει αυτό το έπος κτήμα της ανθρωπότητας και να ενταχθεί στα αριστουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Και αυτό χάρη στον μεγάλο πρωτοπόρο σκηνοθέτη, τον Πίτερ Μπρουκ, που έδωσε μια θεατρική μορφή στη Μαχαμπαράτα, το 1985 στην Αβινιόν, και από κει έκανε παγκόσμια καριέρα.
Να δούμε λιγάκι μερικές λεπτομέρειες για την προετοιμασία αυτού του έργου. Ο Πίτερ Μπρουκ, ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ και η Μαρί-Ελέν Εστιέν, μόνιμοι συνεργάτες του Μπρουκ, για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια πάλευαν για να δώσουν θεατρική μορφή σ’ αυτόν τον τεράστιο όγκο και παράλληλα έκαναν έρευνα, σεμινάρια με ειδικούς, ταξίδια στην Ινδία και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το έργο έχει διάρκεια εννιά ωρών, με 25 ηθοποιούς, που ανήκαν σε εφτά διαφορετικές εθνότητες. Τα σκηνικά ήταν πέτρες και χώμα. Υπάρχει ακόμα ως φιλμ και ως τηλεοπτική σειρά. Να σημειώσουμε επίσης πως το έργο αποδίδεται σε έναν και μοναδικό συγγραφέα και αντανακλά ιστορικά γεγονότα (τον πόλεμο μεταξύ Δραβίδων και Αρίων, περίπου το 2000 προ Χριστού).
Τι έκανε τον Μπρουκ, έναν σκηνοθέτη με παγκόσμια αναγνώριση, να ασχοληθεί για τόσα χρόνια με ένα άγνωστο τριτοκοσμικό έργο, που είχε όλες τις προϋποθέσεις αποτυχίας; Η αγωνία του για το μέλλον της ανθρωπότητας. Θα εξαφανιστούμε ή θα επιζήσουμε;
Το ίδιο ερώτημα που έβαζε και η Μαχαμπαράτα, εδώ και 2.500 χρόνια. Και η απάντηση έρχεται από το ντάρμα, που είναι ο νόμος που διατηρεί την τάξη του κόσμου. Παράλληλα είναι ο εσωτερικός νόμος του κάθε ανθρώπου και οφείλει να εναρμονίζεται με αυτόν.
Το ντάρμα, του κάθε ανθρώπου, εφόσον γίνεται σεβαστό, συνιστά εγγύηση της οικουμενικής τάξης. Αν προστατεύσουμε το ντάρμα, μας προστατεύει, αν το καταστρέψουμε, μας καταστρέφει.
Ζούμε την εποχή της καταστροφής. Μπορούμε να την αποφύγουμε; Και ο Μπρουκ επανέρχεται με μια νέα Μαχαμπαράτα, το «Battlefield», που θα δούμε σε λίγες μέρες στην Αθήνα. Πρέπει όλοι μας να πάμε για προσκύνημα.