του Γιάννη Μπάκου
Από τα σποτάκια του Rock FM, στο Blue Bar στο Χαλάνδρι και τα CD που περιμέναμε να έρθουν στο Metropolis ή στο Rock City, οι Madrugada είναι παντού.
Βασικό συστατικό μια γενιάς που άκουσε μουσική με τον «παραδοσιακό» τρόπο, ενηλικιώθηκε μέσα από συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ, περίμενε στο ραδιόφωνο το αγαπημένο της τραγούδι για να το γράψει σε κασέτα και λίγο αργότερα αντέγραψε τα πρώτα της CD, ωρίμασε μέσα από πλατφόρμες ανταλλαγής μουσικής και γνώρισε μπάντες μέσα από το myspace, πάλεψε να μην χάσει την ταυτότητα της και υποδέχτηκε το you tube και το broadband internet κοντά πλέον στα 30.
Ήταν 7 Ιανουαρίου 2002 όταν έλαβα το δώρο επί της ονομαστικής μου εορτής, από έναν καταλυτικό άνθρωπο παρόντα τα τελευταία 30 χρόνια στην ζωή μου. Άνοιξα τον φάκελο του Metropolis και έπιασα στα χέρια μου το “ The Nightly Disease”. Το ίδιο βράδυ, γύρισα σπίτι και πριν ξαπλώσω αποφάσισα να ακούσω το cd της μπάντας που λέει το “Strange color blue” και το “Sirens” όπως είχα στο μυαλό μου τους Madrugada.
Madrugada σημαίνει χάραμα, ξημέρωμα στα Ισπανικά, αυτή η στιγμή της ημέρας που είναι τόσο διαφορετική για τους κατοίκους του Stokmarknes της Νορβηγίας, της Γης του Ήλιου του μεσονυκτίου. Στις περιοχές ειδικά στο βόρειο κομμάτι της χώρας, όπως το Stokmarknes το καλοκαίρι ο ήλιος δεν δύει ποτέ, ενώ το χειμώνα η περιοχή παραμένει στο σκοτάδι σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Αυτά που θυμόμουν από το “Industrial silence” του 1999, το οποίο έσπευσα να αποκτήσω, μαζί με αυτά που ερωτεύτηκα εκείνο το βράδυ, έκαναν κι εμένα κυνηγό του Ήλιου του Μεσονυχτίου. Ξέρεις, το 2ο album είναι και το δυσκολότερο για μπάντες που κάνουν ντεμπούτο με κομμάτια όπως το “Vocal” – διάολε πόσα συγκροτήματα ξεκινάνε καριέρα με τέτοιο άνοιγμα…
Σειρά πήρε το “Grit” (2002) και το “Deep end” (2005), σε παραγωγή του «δικού μας» Geroge Drakoulias (Primal Scream, Screaming Trees, Black Crows κ.α.). Κάπου ανάμεσα στα 2 αυτά albums ξεκίνησε και η ερωτική σχέση των Madrugada με το Ελληνικό κοινό, με τις πρώτες τους εμφανίσεις στο ΡΟΔΟΝ να γράφουν την δική τους ιστορία.
Ήταν 12 Ιουλίου του 2007 όταν ο Robert Burås, ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας της μπάντας, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του στο Όσλο. Όσο και να ψάξει κανείς σε ειδήσεις θα διαβάσει διάφορες εικασίες για την αιτία του θανάτου του. Αυτοκτονία ή υπερβολική δόση, κοινός παρονομαστής υπήρξε η αυθεντικότητα του ανθρώπου που καθόρισε μαζί με την φωνή του Hoyem το έργο τους μέχρι τότε.
Στη Νορβηγία υπάρχει έξαρση της Εποχιακής Συναισθηματικής Διαταραχής, ενός είδους κατάθλιψης που πλήττει του ανθρώπους κυρίως κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Τα μειωμένα επίπεδα του ηλιακού φωτός, ιδιαίτερα σε περιοχές που είναι μακριά από τον ισημερινό, όπως είναι το Stokmarknes, μπορεί να διαταράξει το εσωτερικό ρολόι του ατόμου, όπως και τα επίπεδα μελατονίνης και σεροτονίνης στον οργανισμό του. Αυτή είναι η μια εκδοχή για τον χαμό του Buras, που έμελλε να αλλάξει και την ιστορία της μπάντας.
Τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το 5ο και ομώνυμο και τελευταίο album τους, μιας και ο Buras είχε προλάβει να ηχογραφήσει σχεδόν όλα τα κιθαριστικά μέρη και την άνοιξη του 2008, με τον Alex Kloster-Jensen πλέον στην κιθάρα πραγματοποίησαν την τελευταία τους περιοδεία, προς τιμήν του χαμένου φίλου τους.
Πολλά μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, ο Sivert Hoyem ακολούθησε μοναχικό δρόμο, τα άλλα μέλη το ίδιο και το κοινό λάτρεψε τον front man των Madrugada, ποτέ όμως σαν κάτι ανεξάρτητο από την μπάντα.
Όταν στις 15 Ιουνίου 2018 ανέβηκε στο YouTube το video του “Belladona” ως promo της επανένωσης και περιοδείας τους “Industrial Silence”, όλοι οι θαυμαστές του σχήματος ήξεραν ήδη πως το ραντεβού με την Αθήνα ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Στις 7 & 8 του Απρίλη, το κλειστό του Tae Kwon Do στο Φάληρο έμοιαζε μικρό για να χωρέσει την αμφίδρομη αγάπη του κοινού με την μπάντα από την Νορβηγία.
Ο κόσμος εξάντλησε τα εισιτήρια της πρώτης ημέρας τόσο γρήγορα που η παραγωγή έσπευσε να προσθέσει και δεύτερη ημερομηνία, με την προσέλευση να την δικαιώνει.
Οι Madrugada εμφανίστηκαν στην σκηνή με διάθεση απολογιστική της πορείας τους, με τον Hoyem να μοιράζεται ιστορίες μαζί μας, η ενέργεια τους όμως δεν θύμισε βετεράνους.
Το “Industrial Silence” δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις, δεν μπορείς να πάρεις ανάσα ούτε στιγμή και αν αναλογιστεί κανείς πως ο Hoyem στα solo live του δεν παίζει παρά 1 ή 2 κομμάτια, το κοινό απήλαυσε επιτέλους ένα προς ένα όλα τα αριστουργήματα ενός από τα καλύτερα albums της τελευταίας 20ετίας.
Κεντρική φιγούρα ο front man της μπάντας, ο οποίος μαζί με τον εξαιρετικό φωτισμό της σκηνής, τον πολύ καλό ήχο και το πάθος των υπόλοιπων μελών επί σκηνής, έκαναν το κοινό να δακρύσει, να αγκαλιαστεί, να τραγουδήσει και να μπει στο ίδιο του το συναίσθημα, να το αγγίξει και να το διαχειριστεί.
Μαζί με το encore και τα 8 κομμάτια που ακολούθησαν, οι Madrugada μας θύμισαν γιατί τα τραγούδια τους γίνονται τόσο εύκολα μουσικά θέματα προσωπικών στιγμών, ντύνουν έρωτες, χαμούς, απώλειες και απογυμνώνουν τον κυνισμό της καθημερινότητας.
Οι Madrugada όταν διαλύθηκαν ήταν σαν να άφησαν ένα τεράστιο κενό πίσω τους.
Την ίδια στιγμή όμως ενστικτωδώς όλοι μας ξέραμε πως δεν επρόκειτο για «αντίο» αλλά για ένα «εις το επανιδείν», που όταν το έφερε ο χρόνος ήμασταν όλοι πιο ώριμοι και έτοιμοι για αυτό το ταξίδι προς τον ήλιο του μεσονυχτίου…
Φωτογραφία: Αλεξάνδρα Κατσαρού