Σινεμά

Mamma Mia! Here We Go Again [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

July 27, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Αστραφτερά και απενοχοποιημένα κιτς, αξιαγάπητο, με all-star καστ, ‘καραμελωμένο’ αλλά και αστείο, ‘μη-ενσωματωμένο’ (τα μουσικά νούμερα δεν αποτελούν οργανικό μέρος της πλοκής) μιούζικαλ/σίκουελ της επιτυχίας του 2008, το οποίο λαμβάνει χώρα πέντε χρόνια μετά από τα γεγονότα (και το –συχνά κακό—καραόκε) της πρώτης ταινίας, αλλά ουσιαστικά μπορεί να ιδωθεί και ως εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο. Θυμίζει τουριστική, ημιμεθυσμένη κωμωδία του Σαίξπηρ τύπου Πολύ Κακό Για το Τίποτα (οι ερωτικές παρεξηγήσεις και τα μπερδέματα, οι απογοητεύσεις και η επιπολαιότητα της νιότης, κλπ.), με ένα ανάλαφρο ύφος a la Love Actually (δεν είναι τυχαίο ότι στο σενάριο και την παραγωγή έχει βάλει το ευπρόσδεκτα γλυκερό χεράκι του o Richard Curtis).

Στο Mamma Mia! Here We Go Again που είναι ταυτόχρονα σίκουελ και πρίκουελ, τη νεαρή εκδοχή της Donna, της χίπισσας/‘ελεύθερου πνεύματος’ που συνδέεται ερωτικά με τρεις άνδρες με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας της κόρης της, και στη συνέχεια εγκαθίσταται σε ειδυλλιακό ελληνικό νησί (κοινώς το Eat Pray Love, χωρίς τη βαρύγδουπη New Age παρα-‘φιλοσοφία’), παίζει η Lily James, σε μια περφόρμανς γεμάτη ζωντάνια και μπρίο.

Η Meryl Streep που ενσάρκωσε την ηρωίδα στη μέση ηλικία εμφανίζεται προς το τέλος, ουσιαστικά ως αγία, στην πιο συγκινητική σκηνή της ταινίας.

Η παράλληλη πλοκή με την κόρη της Donna, Sophie (Amanda Seyfried), να προσπαθεί να συμβιβάσει έγγαμο βίο και το όνειρο της (μητέρας της) να φτιάξει εστιατόριο/ξενοδοχείο στο γραφικό νησί με το ακόμη πιο γραφικό (και ανύπαρκτο) όνομα Καλοκαίρι είναι η λιγότερο ενδιαφέρουσα, και αυτή που προκαλεί ‘κοιλιά’ στην ταινία.

Christine Baranski και Julie Walters (και οι νεότερες εκδοχές τους, Jessica Keenan Wynn και Alexa Davies) εκτοξεύουν σπαρταριστές ατάκες, ενώ εντυπωσιακά αθλητικοί στα μουσικοχορευτικά νούμερα είναι οι Hugh Skinner και Josh Dylan (που υποδύονται τους χαρακτήρες των Colin Firth και Stellan Skarsgård σε ‘φοιτητική’ ηλικία). Συγκινητική η σκηνή αναπόλησης με τον Pierce Brosnan να σιγοτραγουδά λίγους στίχους από το S.O.S. (στην προηγούμενη ταινία οι φωνητικές του επιδόσεις δεν είχαν ακριβώς κερδίσει τους κριτικούς).

Την παράσταση σχεδόν κλέβει η camp ιέρεια Cher ως σταρ-μαμά της Donna/γιαγιά της Sophie (παθιασμένο το μουσικοχορευτικό νούμερο της –το τραγούδι Fernando—με έναν Andy Garcia που δείχνει να το διασκεδάζει σφόδρα), δείχνοντας στην Gaga ποια είναι το αφεντικό.

Με όλες τις γνωστές επιτυχίες των Αbba να παίζουν στο πρώτο φιλμ, ο σκηνοθέτης Ol Parker (του The Best Exotic Marigold Hotel) πορεύεται με ‘μικρότερα’, αλλά εξισου μελωδικά και πιασάρικα hits (συν κάποια από τα παλιά που ξανακούγονται εδώ).

Η απεικόνιση της Ελλάδας αναμενόμενα εντελώς στερεοτυπική, οριενταλιστική, και φολκλόρ (οι Έλληνες άνδρες ως αγροίκοι παθιάρηδες μαμόθρεφτοι που χορεύουν χωρίς λόγο—μουδιαστικός ο ‘χαρακτήρας’ που υποδύεται ο Μουζουράκης), αφήνει μια αίσθηση simulacrum (η ταινία γυρίστηκε στην Κροατία που ‘πρωταγωνιστεί’ ως Ελλάδα, και πολλές από τις σκηνές είναι εμφανώς μπροστά απο ‘green screen’ στους τέσσερις τοίχους του στούντιο).

Η δε θέαση της ταινίας στο συγκεκριμένο συγκείμενο, και ενώ βομβαρδιζόμαστε παράλληλα με τραυματικές εικόνες από την πρόσφατη τραγωδια επιτείνει την αίσθηση της κινηματογραφικής φαντασιώσης και του escapism της μουσικοχορευτικής ουτοπίας.

Βαθμολογία 4/5

Ευχαριστούμε το Σινέ Λίλα για τη φιλοξενία