Μάνα και Γυναίκα και Γη σαν αυτή τη σκονισμένη που πατάει, σαν αυτή την καμένη που άφησε, σαν αυτή την αφιλόξενη που πάει.
Μάνα και Γυναίκα και Γη. Δυο παιδιά, ένα σε κάθε χέρι. Μια ματιά, μία για κάθε άνθρωπο σ’ αυτό τον πλανήτη. Αντέχουν; Αντέχουν τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια να την κοιτάξουν εκεί, στα μάτια, και να μην καούν, να μη λυγίσουν, να μην ηττηθούν αυτοστιγμεί; Δυο αγκαλιές, σφιχτές, βέβαιες, ακούραστα χέρια. «Από όλους τους τόπους θα με διώξετε; Από όλους θα φύγω ρε, αλλά τα παιδιά δε θα τ’ αφήσω. Σε όλες μου τις ζωές, λύκαινα, θα τα κουβαλάω. Έτσι θα σας νικήσω. Σώζοντας αυτά θα συντρίβω εσάς.»
Μια τούφα μαύρα μαλλιά πέφτει στο πρόσωπο, κρύβει το ένα μάτι. Αν είχα μιαν ευχή, αν είχα ένα σκοπό να αφιερωθώ, αυτά τα μαλλιά να κάνω στη άκρη θα ‘ταν και το μέτωπό της να σκουπίζω απ’ τον ιδρώτα όσο θα περπατάει στον κόσμο, όσο θα περπατάει και από όπου περνάει θα αλλάζει τον κόσμο.
Δυο μπουκάλια νερό. Στο ίδιο χέρι. Είπαμε: Μάνα, Γυναίκα αλλά και Γη! Μόνο νερό θέλει για να γίνουν οι σπόροι της ζωή. Μόνο νερό για να καρπίσουν τα ανόργωτα, να αλλάξουν γεωφυσική τα αχρωμάτιστα. Δυο μπουκάλια νερό ίσα να ξεδιψάει. Λίγο αυτή, λίγο τα παιδιά. Ίσα μερικές σταγόνες να αποτρέψουν την αφυδάτωση σώματος και μυαλού. Θέλει υγρασία η δύναμη, έτσι θάλλουν οι μυς.
Και μιας και για δύναμη ο λόγος, να ο ορισμός της. Σε όλα τα λεξικά όλων των γλωσσών να η έννοια της, η ετυμολογία της, η ρίζα της. Όλα μαζεμένα σε ετούτη τη φωτογραφία, σε ετούτη τη Μάνα, τη Γυναίκα, τη Γη. Στην Αγία Τριάδα τη δικιά μας, του δικού μας κόσμου, αυτού που δε θα ηττηθεί ποτέ.