Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«…Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.»
Του Δείπνου μου του μυστικού. Τα δέκα ψάρια και τα δέκα ψωμιά… Την θυμάσαι, καλέ μου φίλε, την παλιά ιστορία; Ήταν από τις πρώτες που μάθαμε μικροί. Για τον μεγάλο Ψαρά, με το ρακένδυτο χιτώνα, που πολλούς αγάπησε, και πολλοί τον αγνόησαν. Που πολλούς έθρεψε, αλλά κανείς δεν το θυμήθηκε. Που πολλούς δίδαξε, αλλά ελάχιστοι τον κατάλαβαν. Μέχρι που ξημέρωσαν οι μέρες, που η ιστορία γράφτηκε ανάποδα, και οι Θεοί νοιάστηκαν για τη δόξα τους, και πρόδωσαν τους ανθρώπους. Και τότε οι τελευταίοι, με ώμους σκυφτούς, περιπλανήθηκαν εξόριστοι και απογοητευμένοι, αναζητώντας απεγνωσμένα, εκείνο το πρώτο σκίρτημα, κατά το μέρος της καρδιάς. Έως ότου η κρυφή ελπίδα να φτερούγιζε στα φυλλοκάρδια τους, θερμαίνοντας ξανά τη φλόγα και την πίστη τους, στον Άνθρωπο.
Χρειάστηκε, το παραδέχομαι, κάτι λιγότερο από μισός αιώνας, για να νιώσω τις αλληγορίες της παλιάς ιστορίας. Πρόσφατα, όμως, σε τραπέζι που στρώσαμε μαζί με μία συντροφιά φίλων, προκειμένου να θρέψουμε 80 ξεχασμένους μετανάστες, ο χρόνος κινήθηκε ανάστροφα, και ο ψαράς της παλιάς ιστορίας ήρθε απρόσκλητος κοντά μας. Λες και, εκείνο το Σάββατο, το ποτάμι έπρεπε να γυρίσει πίσω στην πηγή του. Λες και ο Ουρανός άκουσε επιτέλους, τη φωνή των πεινασμένων. Λες και ένιωσε μία φορά, την αγωνία των ψαράδων: «Τι θα γίνει σήμερα, με τα ψάρια και τα ψωμιά; Θα φτάσουν άραγε για όλους; Θα φάνε όλοι, θα χορτάσουν, θα μείνουν μήπως και κάποιοι νηστικοί;» Τα δέκα ψάρια και τα δέκα ψωμιά… Και τότε, όπως διακρίνουν και τα μάτια σου, ο ψαράς της παλιάς ιστορίας παρουσιάστηκε από το πουθενά, παρέα μ’ έναν παλιό, λατρεμένο συμμαθητή – τον πιο «αναρχικό» Θεολόγο, όπως συνηθίζω να λέω – τον Χριστόφορο. Με πλησίασε περπατώντας αργά, σταμάτησε μπροστά από το αναπηρικό μου καροτσάκι, χαιρετηθήκαμε εγκάρδια, και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πράο χαμόγελο, που είχα ξεχάσει πόσα χρόνια είχε ξεμείνει στη ναφθαλίνη της λήθης… Δίμετρος, ομορφάντρας, ακομπλεξάριστος, με το τζινάκι του, και την ολόασπρη αλογοουρά του. Με μάτια καθαρά, ο γέροντας. Μετρημένες κουβέντες. Ανοιχτά αυτιά. Χέρια αγρότη και καρδιά βαθιά. Είχα προ πολλού ακούσει από τον Χριστόφορο, σχετικά με τις «ανορθόδοξες» σχέσεις του απέναντι στο Ιερατείο, παράλληλα όμως είχα μάθει και για το έργο, στην ενορία του, και αυτό πρωτίστως με έκοφτε περισσότερο. Γιατί όταν, λέει, ξέσπασε η καταιγίδα της κρίσης και τα πετεινά της ενορίας έμειναν άλαλα και κυρίως φοβισμένα, ο παπά Παναγιώτης ούτε που σκέφτηκε δεύτερη φορά, αν και πώς θ’ αποπερατώσει τον καταστραμμένο ναό της ενορίας, μετά την πυρκαγιά που καρβούνιασε τα σωθικά του. Ούτε βεβαίως αναρωτήθηκε αν έμεναν στη μέση, τα τάματα, τα φαντεζί μανουάλια και οι χρυσοποίκιλτες εικόνες. Στήθηκε μονάχα ένα Κυριακάτικο πρωινό, μπροστά στην ιερή πύλη, και ρώτησε τους ενορίτες του, προτού μοιράσει το σώμα και το αίμα του Δείπνου Του τού μυστικού: «Τι θέλετε αδελφοί να κάνουμε; Να ενδιαφερθούμε να βάψουμε τους τοίχους του κοινού μας σπιτιού ή να θρέψουμε τους πεινασμένους μας;» Και όλοι τους, τότε, αποφάσισαν να μη μείνει κανείς αφάγωτος, και πράγματι έτσι έγινε.
Τον βλέπεις, λοιπόν, και εσύ, στη φωτογραφία, τον ασπρομάλλη γέροντα ∙ εδώ, σκυμμένο πάνω από το καζάνι, να ξεψαχνίζει – ίσος και ανώνυμος, ανάμεσα σε δύο αναρχικούς πιτσιρικάδες και δύο εθελοντές – το κοτόπουλο, που εκείνη τη μέρα μαγείρεψε σουπούλα μυρωδάτη, η Βασίλεια, η ιέρεια της κατσαρόλας. Γι’ αυτό, και θα σου πω τη δική μου εκδοχή, και να μού επιτρέψεις τις σκέψεις μου αυτές. Πέρασα, βλέπεις, και ακόμη περνώ από τα κύματα της δικής μου παλίρροιας, και μη νομίσεις πως μιλώ αστόχαστα και παρορμητικά. Είναι, που και εγώ έκανα ανακωχή εκείνη τη μέρα, με την ψυχή και τις εμμονές μου.
Όταν, που λες, ετοιμάστηκε η κοτόσουπά μας, και ήμασταν έτοιμοι ν’ αρχίσουμε τη μοιρασιά, δεν ένιωσα δεύτερη αναστολή, αλλά ζήτησα από τον παπά Παναγιώτη να ευλογήσει το φτωχικό μας τραπέζι. Τόσο απλά, χωρίς καν να σκεφτώ τις επιφυλάξεις ή τα στερεότυπα, που πήγε να ορθώσει εκείνη τη στιγμή, το μυαλό μου. Τού έδειξα το καζάνι, τού έκανα ένα νεύμα, αλλά – προς έκπληξή μου μεγάλη – ο γέροντας δεν έβγαλε καν ψαλτήρι, δεν πήρε καν πόζα, δεν, δεν, δεν, και άλλα τόσα δεν… Σήκωσε μονάχα, αργά το δεξί του χέρι, σταύρωσε μία φορά το καζάνι, προτού αρχίσει η μοιρασιά, κι ύστερα είπε: “Αυτό μόνον”. Σχεδόν αθόρυβα. Δίπλα σε μία ουρά 80 τουλάχιστον πεινασμένων μεταναστών, των περισσότερων μουσουλμάνων.
Εκείνη τη μέρα – η φωνή, αλήθεια, ένιωσα να με διαπερνά βαθιά – οι Ουρανοί έστειλαν φιρμάνι ξεκάθαρο. Η αγάπη δε θα μπορούσε ν’ αφήσει κανέναν νηστικό. Και αν ίσως, έβγαιναν στην πορεία λίγα τα ψωμιά στο μέτρημα, η Πίστη μας θα τα αυγάτευε. Και αν όλοι οι ψαράδες φοβόμασταν πως δε θα έφτανε για όλους, το φαί, τότε ο ψαράς θα στεκόταν ξανά γαλήνιος και ατάραχος, μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους. Να ευλογεί κάθε πιάτο, ώστε να γεννήσει το επόμενο και το επόμενο. Ήταν, θαρρείς, η δωδέκατη ώρα της μοιρασιάς, όταν η φωνή του ποιητή ξεγλίστρησε σαν απαλό θρόισμα ανάμεσά μας, σημαίνοντας τη δικαίωση: «Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.»
Σας λέω, λοιπόν, τη δικιά μου μνήμη, τη φαντασίωση έστω των ματιών μου. Πρώτη φορά, σε αυτό το δείπνο, το καζάνι δεν έλεγε να τελειώσει. Το λέω, και το αίμα της καρδιάς μου αναριγά. Βλέπαμε που πλησίαζαν και άλλοι πεινασμένοι στο συσσίτιο, και η σειρά τους όλο και μεγάλωνε, και η αγωνία όλων όλο και μεγάλωνε – «θα φτάσει για όλους, δε θα φτάσει» – αλλά αυτή η σούπα, αδελφοί, δεν έλεγε να τελειώσει… Και έφαγαν όλοι τους, όσοι στήθηκαν στην ουρά. Και πόσοι ακόμη πήραν δεύτερη μερίδα, για το βράδυ. Και έμειναν και άλλες τόσες μερίδες, για να μοιραστούν, μέχρι και στα φανάρια, σε όσους ξεροστάλιαζαν για ένα ξεροκόμματο. Και μαζί με την κοτόσουπα, οι φίλοι μας έφαγαν και αχνιστά, ατομικά ψωμάκια, και κατόπιν ήρθαν και κουλουράκια, και ύστερα μοιράστηκαν κι άλλα ολόφρεσκα καλούδια, κι ο δείπνος μας ο Μυστικός τελείωσε πανηγυρικά, με μία γενέθλια τούρτα!! Το τελευταίο κομμάτι, μάλιστα, έπεσε στο αγαπημένο μας αγγελούδι, τη Μαρία. Ήταν η στιγμή, που στην καρδούλα της πεντάχρονης πιτσιρίκας, ακούστηκε από τα πέτρινα χρόνια, η φωνή του Εμμανουήλ: «η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους».
Τα δέκα ψάρια και τα δέκα ψωμιά! Και, όντως, εκείνο το Σάββατο, το καζάνι της συντροφιάς, για πρώτη φορά, δεν άγγιξε καν πάτο! Ο κοινός μας φόβος, φαίνεται, είχε γίνει το σώμα και το αίμα, που μοιράστηκε σε όσους ξεχασμένους της Γης, η Τύχη ξέβρασε στην αμμουδιά του Πατρέα. Στο τέλος, κοίταξα το άδειο προαύλιο του εγκαταλελειμμένου εργοστάσιου Λαδόπουλου. Είχαν φύγει όλοι τους, χορτάτοι και γελαστοί. Είχαν μείνει τριγύρω λίγοι, και έπαιζαν απλά ποδόσφαιρο. Όπως συνήθιζαν στις γειτονιές τους.