Γεννημένος στην Ξάνθη το 1925, ο Μάνος Χατζιδάκις θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση.
Γόνος πλούσιας αστικής οικογένειας, έχασε τον πατέρα του σε αεροπορικό δυστύχημα σε ηλικία 8 ετών, με την οικογένεια του να μετακομίζει στο Παγκράτι, αλλάζοντας τρόπο ζωής, χωρίς την οικονομική στήριξη του μεγαλοδικηγόρου πατέρα.
Στη νέα του γειτονιά γνωρίζει τον καλό του φίλου Νίκο Κούνδουρο, με τις μητέρες τους να δένονται επίσης από στενή φιλία.
Έχοντας ξεκινήσει πιάνο σε ηλικία 5 ετών, ο Μάνος παρακολούθησε λίγες θεωρητικές σπουδές, αφού οι ανάγκες της οικογένειας του και η θέληση του να συνεισφέρει τον ανάγκασαν να πιάσει σε μικρή ηλικία την πρώτη του δουλειά στο εργοστάσιο της μπύρας Φιξ, κουβαλώντας καφάσια.
Ο Χατζιδάκις δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται την ζωή του μέσα από την μουσική και σε πολύ νεαρή ηλικία συνδέθηκε με το ρεμπέτικο, το περιθωριακό τραγούδι της εποχής, όντας μεγάλος θαυμαστής του Μάρκου Βαμβακάρη. Η μουσική «ανθρώπων που ζούσαν παράνομα», όπως έλεγε ο Μάνος, είναι η ελληνική «Underground» μουσική της εποχής του.
Αν και σε ηλικία μόλις 21 ετών ο Μάνος συμμετείχε σε διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης, όπου και ομάδα Κρητικών τον ξυλοκόπησε, αφού ακόμα η ρεμπέτικη μουσική δεν ήταν αρεστή και αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία.
Ο σεβασμός του για το ρεμπέτικο ήταν τεράστιος και στήριξε αυτή την μουσική μέχρι που έγινε μόδα και ο Μάνος αποσύρθηκε.
Πρώτο του καταγεγραμμένο έργο είναι μια σουίτα για πιάνο με τίτλο «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» το 1949, ενώ το έργο του περιλαμβάνει στο σύνολο του 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες.
Αν και έφτασε να κερδίσει Όσκαρ για την μουσική του για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» απέρριψε αυτή την περίοδο της καριέρας του, θεωρώντας την «καθαρά βιοποριστική». Χαρακτηριστικό του πόσο δεν πίστεψε στην μουσική αυτή είναι το γεγονός πως πριν γίνει επιτυχία η μουσική για την ταινία του Ζιλ Ντασέν, ο Μάνος είχε ήδη πουλήσει τα δικαιώματα για να μπορέσει να βάλει και πάλι τα μπροστινά του δόντια που του είχαν σπάσει δεξιοί την περίοδο του εμφυλίου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ξεκίνησε να δουλεύει για τον Φίνο, συνθέτοντας τραγούδια με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, όντας όμως σταθερά απείθαρχος στις εντολές του Φίνου με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνιμη ένταση στις σχέσεις τους.
Μνημειώδες περιστατικό που περιγράφει την ενστικτώδη σχέση του Μάνου με την μουσική, πέρα από θεωρητικές γνώσεις, είναι όταν του ζητήθηκε να γράψει ένα τανγκό για να χορέψουν ο Ντίνος Ηλιόπουλος με την Τζένη Καρέζη στην ταινία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος». Μη γνωρίζοντας το πώς πάει ένα τανγκό του εξήγησαν με τη νοηματική και έτσι απλά έγραψε μέσα σε λίγα λεπτά το κλασικό πλέον «Μια μαύρη Φορντ» που περιλαμβάνεται και με στίχους στον δίσκο «Οδός ονείρων»
Περιττό να πούμε πως και αυτά τα δεκάδες τραγούδια που έχει συνθέσει για τον ελληνικό κινηματογράφο ο Χατζιδάκις τα απέρριψε επίσης στην πορεία.
Υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα, με έντονη επιρροή τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της ΕΠΟΝ, πιστεύοντας στο όραμα μιας διαφορετικής Ελλάδας μετά τον πόλεμο αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησε την ματαιότητα, όπως υποστήριζε ο ίδιος, της μάχης ενάντια στο σύστημα.
«Οι αστερισμοί και η μουσική είναι το ιδιαίτερο μου δωμάτιο» έλεγε ο Μάνος, κλασικός ρομαντικός μιας περιόδου σκληρής για τον Ελληνισμό. Χαρακτήριζε τον εαυτό του μικροαστό σαν συμπεριφορά, ποιητή σαν καλλιέργεια και λαϊκό ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία.
Η χρόνια φιλία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ένα περιστατικό με τον Μακαρέζη, όταν ο τελευταίος ήταν υπουργός οικονομικών της χούντας των συνταγματαρχών, έδωσαν τροφή στις λογοκριμένες φυλλάδες της εποχής που στόχευαν στην σπίλωση του ονόματος του. Ο Χατζιδάκις έμενε μόνιμα στη Νέα Υόρκη την περίοδο της χούντας και έχοντας ένα φορολογικό θέμα βρέθηκε στο γραφείο του Μακαρέζη για την διευθέτηση του. Οι φωτορεπόρτερ δεν έχασαν ευκαιρία και φωτογραφίζοντας τον Μάνο προσπάθησαν να του κολλήσουν την ρετσινιά του χουντικού.
Ποιος να φανταζόταν όμως πως την ίδια περίοδο ο Μάνος Χατζιδάκις με επιστολή του στον αυτοεξόριστο στο Παρίσι Κωνσταντίνο Καραμανλή, θα του πρότεινε να διαβάσει το Κόκκινο Βιβλιαράκι του Μάο…
Στην μεταπολίτευση ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται διευθυντής του Γ’ Προγράμματος του ραδιοφώνου της ΕΡΤ. Το καυστικό του σχόλιο ταράσσει τον συντηρητισμό της εποχής προκαλώντας ακόμα και τηλεφωνικές παρεμβάσεις επιφανών στελεχών της κυβέρνησης, με εκείνον να μην επηρεάζεται καθόλου.
Συνήθιζε να καθηλώνει το κοινό του μιλώντας σε μια γλώσσα τόσο ξεκάθαρη και τόσο άμεση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για χιλιάδες ανθρώπους που στήνονταν μπροστά στον δέκτη τους σε κάθε εκπομπή του.
Όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία ήταν φυσιολογικό ο Χατζιδάκις, ως στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να αποχωρίσει από την ΕΡΤ. Το έργο του και η επιρροή του όμως συνεχίστηκαν μέσα από την έκφραση του πολύπλευρου ταλέντου του στην μουσική που πάντα λάτρευε.
Το περιστατικό που σημάδεψε τον Μάνο ήταν η μάχη με την κίτρινη εφημερίδα του Κουρή, την Αυριανή. Σε μια συναυλία στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο το 1987, ο Χατζιδάκις διέκοψε το πρόγραμμα και έκανε μια ανοικτή επίθεση ενάντια στον τύπο της εποχής, καταλήγοντας στην Αυριανή και χαρακτηρίζοντας την «φασιστική εφημερίδα που πρέπει να κλείσει».
Αυτή ήταν και η καλύτερη πάσα στον μηχανισμό της φυλλάδας που με χυδαιότητα απάντησε «Παρακαλείται ο κ.Μάνος Χατζιδάκις να περάσει από την Αυριανή για να πάρει ένα καλάθι σύκα που του αρέσουν πολύ» κατεβάζοντας τον πήχη για πολλοστή φορά, μιας και ο Μάνος δεν έκρυψε ποτέ το ότι ήταν ομοφυλόφιλος, στηρίζοντας με αυτή του την στάση τους ανθρώπους που καταπίεζαν τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις επί δεκαετίες στην συντηρητική ελληνική κοινωνία.
Ο Μάνος αυτό που ζητούσε όμως, δεν ήταν να κλείσει η εφημερίδα, αλλά να ωριμάσει ο ελληνικός λαός τόσο, ώστε να μην αγοράζει πλέον την Αυριανή, αναγκάζοντας την να αλλάξει θεματολογία και εξώφυλλα.
Είχε ανοίξει πόλεμο με τον ελληνικό κίτρινο τύπο, περιμένοντας μάταια όπως αποδείχτηκε, στήριξη και από τον υπόλοιπο πνευματικό κόσμο της εποχής. Αντ’ αυτού έλαβε ακόμα και επιθέσεις από την αγαπημένη του φίλη Μελίνα, γεγονός που τον πίκρανε όσο τίποτα άλλο.
Χρόνιος αντιεξουσιαστής, με αποστροφή σε κάθε έννοια συστήματος μιλάει ανοιχτά εναντίον του ψευτο-σοσιαλιστικού κινήματος της Ελλάδας του ’80.
Ο λόγος του δεν πτοείται και στις λίγες συνεντεύξεις που δίνει δεν μιλάει για τον εαυτό του αλλά για θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως ο νεοναζισμός και ο νεοφασισμός.
Σε ένα κείμενο του στο «Αντικλείδι» το 1993 αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.»
Ένα από τα τελευταία τραγούδια που σημάδεψαν την ελληνική μουσική είναι ο Κεμάλ, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, που κυκλοφόρησε το 1993 στον δίσκο «Αντικατοπτρισμοί».
Ο Μάνος Χατζιδάκις έζησε ως τις 15 Ιουνίου του 1994, όταν και υπέστη οξύ πνευμονικό οίδημα.