Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Εκεί που οι λέξεις λιγώνονται και στη δικιά της άρθρωση ξεκινάν μια ιδιότυπη προσευχή, εκεί που το φως παιχνιδίζει άλικα με τις αντανακλάσεις του στα μαλλιά της και την κιθάρα της, εκεί που ο ήχος πολλές φορές παραμερίζει αφήνοντας να προπορευθεί η σιωπή του ενδιάμεσου του λόγου. Εκεί που ο καπνός και το αλκοόλ βάζουν νέους όρους στο φλερτ, εκεί που τα δάχτυλα κάνουν κουμπαριά με την αφή και οριοθετούν το αόρατο, εκεί που το ανορθόδοξο μιας προσέγγισης κανονικοποιεί τα από εδώ και πέρα «σε πλησιάζω».
Εκεί που κανείς δεν πήγε δίχως να ασφαλίσει τον νου του πριν, εκεί που οι δορυφόροι βραχυκυκλωμένοι στέλνουν λάθος σήματα στα gps της ρουτίνας μας, εκεί που το όμορφο σαν σε γιορτή ασβεστώνει τα καντούνια κάθε ασχήμιας. Εκεί που το γέλιο της φωταγωγεί τον αυθορμητισμό όλων μας, εκεί που το αφτιασίδωτο μπαίνει λαμπερό στα κακομακιγιαρισμένα σαλόνια, εκεί που το σταυροπόδι νικιέται άκοπα απ’ το κατάχαμα.
Εκεί, στο ψιθύρισμα της Μαρκίζας. Η Βίκυ παρούσα. Εκεί, στις βόλτες σε δρακολίμνες και μανιταρότοπους. Οι νεράιδες παρούσες. Εκεί, στην αλλαγή των κόσμων δια μέσω των φιλιών, στην ηλιόλουστη πλατεία μιας κοιλιάς. Ο Οκτάβιο Παζ παρών. Εκεί, στο εωθινό άγχος, στα πατζούρια που πρέπει να ανοίξουν, στα καρφωμένα βαθιά φιλιά. Το ξημέρωμα παρόν. Εκεί, στον ανείπωτο έρωτα, στα μη αναστρέψιμα -ίσως- λάθη, σε όσα έφυγαν. Η αγάπη παρούσα.
Εκεί που όλοι μας μαζευτήκαμε να την ακούσουμε. Εκεί που η μαμά της τής ζήτησε να πει… «ένα ξένο βρε πουλάκι μου». Εκεί που ο Μυστακίδης ανέβηκε στη σκηνή με δυο ρεμπέτικα πειραγμένα σαν σε συνάντηση από χρόνια ορισμένη. Εκεί που μας πήρε έναν-έναν στις βόλτες της στο βουνό και μας είπε για σκέψεις της και κατά μόνας φευγιά. Εκεί που μας έκανε φίλους της, μας έδωσε το χέρι και ακούμπησε ψίθυρο στο αφτί μας μιαν εκμυστήρευση κι ένα βιβλίο για τις δικές της κρίσεις πανικού.
Ακριβώς εκεί. Στη Μαύρη Τρύπα, στη Θεσσαλονίκη, Παρασκευή βράδυ, την πρώτη τέτοια του Μάρτη, η Μαρία Παπαγεωργίου μας χάρισε την άνοιξη. Επίσημα κι ανεπίστρεπτα.